«Μετά τη σφαγή 17 αμάχων από την CODECO στο Djugu, τρομοκράτες της ADF σκότωσαν ανελέητα με τη σειρά τους 11 Κονγκολέζους στο Irumu.
Αντιμέτωπο με τη σιωπή των αρχών του κράτους, το Ιτούρι συνεχίζει την κάθοδό του στην κόλαση. Ναρκοθετημένη από ντόπιες και ξένες πολιτοφυλακές, η περιοχή έχει γίνει πραγματικός τόπος αιματηρών επιδρομών, όπως και το βόρειο Κίβου. […]
Την Κυριακή 12 Μαίου, στην επικράτεια Djugu, η τοπική πολιτοφυλακή CODECO, η οποία επέστρεψε από την Κινσάσα μετά το κάλεσμα
του Προέδρου, εκτέλεσε 17 ομήρους που μόλις είχε απαγάγει την
προηγούμενη ημέρα.
Ήταν ουσιαστικά πολίτες, συμπεριλαμβανομένου ενός παραδοσιακού ηγέτη, που δεν είχε καμία σχέση με τον πόλεμο. Ανυπεράσπιστοι,
έπεσαν στην παγίδα τους.
Την επομένη Δευτέρα 13 Μαίου, οι τζιχαντιστές της ADF επιτέθηκαν στο χωριό NDIMO, στην επικράτεια του Irumu, στην ίδια επαρχία. Εδώ
εκτέλεσαν επίσης 11 πολίτες, συμπεριλαμβανομένων 6 γυναικών,
4 ανδρών και ενός νηπίου.
11 άμαχοι σκοτώθηκαν, 5 σπίτια κάηκαν από το ADF μετά την
επίσκεψη του διοικητή. […]
Το Ιτούρι και Βόρειο Κίβου είναι δύο επαρχιακές οντότητες που υποφέρουν από αυτήν τη κατάσταση εδώ και χρόνια…»
Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ περιδιάβαινα τότε, πρὶν ἕνα χρόνο περίπου, τὴν εὑρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἰτούρι. Στα χωριὰ τῆς λίμνης τοῦ Ἄλμπερτ, 50 χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν Μπούνια, μὲ τὸν ἀγαπητό μου φίλο καὶ πατέρα, ποὺ μοῦ στάθηκε κοντά, στὶς πρῶτες ἐκεῖνες ἡμέρες ποὺ ἐπισκεπτόμουν τὸν τόπο, τὸν ἀγαπητό καὶ ἀείμνηστο πιὰ Γιώργο Χωριατέλη. Στὰ ἀκριτικὰ σύνορα τοῦ Κονγκό, ἐδῶ ἀπὸ ὅπου ξεκίνησε τὴ δραστηριότητά του, ὁ ὀνομαστός ἐξερευνητής Στάνλεϊ, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα εἶχε υἱοθετηθεῖ τιμητικὰ ἀπὸ ὅλη τὴν εὑρύτερη περιφέρεια τοῦ Grande Orientale τοῦ Κονγκό, καὶ ἐδῶ ὅπου κρίθηκε ἡ τύχη τελικὰ τοῦ τόπου αὐτοῦ, ἀπὸ τὸν ἴδιο, ὥστε νὰ περιπέσει στὰ ἀπιοκρατικὰ χέρια τῆς δύσης καὶ συγκεριμένα, σὲ αὐτὰ τοῦ Βέλγου Βασιλιᾶ Λεοπόλδου Β΄. Μιὰ ἀποικιοκρατία ἡ ὁποία ἔδωσε ἀναμφίβολα ὀργάνωση καὶ κρατικὴ ὑπόσταση στὸν τόπο, ἀλλὰ καὶ στιγμάτισε, ὅπως ἡ πλειοψηφία ὅλων τῶν ἀποικιοκρατιῶν ἐξ ἄλλου, τὴν σύγχρονη Εὑρωπαϊκὴ ἱστορία, ἐπιφορτίζοντας στοὺς ὥμους της ἕνα ἀκόμα σκοτεινὸ παρελθόν μιᾶς στυγνῆς περιόδου ἐκμετάλλευσης τοῦ Ἀφρικανικοῦ κόσμου ἐν ὀνόματι τοῦ ἐκπολιτισμοῦ του, ἐν ὀνόματι μάλιστα τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ. Μιὰ ἱστορία ἡ ὁποία παρ’ ὅλα ταῦτα δὲν διείσδυσε ποτὲ στὸ ἑλληνικό αἷμα, ποὺ καὶ ἐδῶ στὴν Ἀφρική ἔχει ἀφήσει ὄμορφες στιγμὲς ἑνὸς φιλανθρώπου παρελθόντος, τῶν πολύ μεγάλων καὶ ὀνομαστῶν Ἑλληνικῶν Κοινοτήτων εἰδικὰ τοῦ τόπου μας, στὶς πόλεις τοῦ Κισανγκάνι, Μπούνια καὶ Ἰζίρο. Ἐξ ἄλλου, σὰν Ἕλληνες ἤμασταν μέχρι πρόσφατα ὑποταγμένοι κι ἐμεῖς στὸν κατακτητικό καὶ πολυβάσανο ζυγό τοῦ Ὀθωμανικοῦ κόσμου.
Μὲ συγκίνηση λοιπὸν ἀντίκρισα τὸ μνημεῖο ἐκκίνησης τῆς περιφήμης αὐτῆς «ἐξερεύνησης» τοῦ Κονγκὸ ἀπὸ τὸν Στάνλεϊ, στὸν δρόμο γιὰ τὴν λίμνη τοῦ Ἄλμπερτ. Ἕνα μνημεῖο χαμένο πια μέσα στὰ ἀγριόχορτα, ἀπόδειξη κι αὐτὸ τοῦ θλιβερά «ἔνδοξου» παρελθόντος τῆς Δύσης στὸν τόπο αὐτό.
Στὴ νοτιότερα παράλιά της λίμνης τοῦ Ἄλμπερτ, μερικὲς δεκάδες χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ κέντρο τῶν ἐμφυλίων ὅπως αὐτὸς ποὺ περιγράφεται στὴν ἀρχὴ αὐτοῦ τοῦ κειμένου, βρίσκονται τὰ κεφαλοχώρια τοῦ Κασένι καὶ τοῦ Τσόμια, ὅπου δραστηριοποιήθηκαν ἐπὶ δεκαετίες οἱ Ἕλληνες τοῦ τόπου, ποὺ φτάσανε ἐδῶ κυρίως κατὰ τὴν μεταπολεμικὴ περίοδο. Παρ’ ὅλο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ παρουσία τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐδῶ ἦταν πολὺ εἰρηνικὴ καὶ ἡ οἰκονομικὴ δραστηριότητά τους ἀνώδυνη γιὰ τοὺς ἰθαγενεῖς καὶ ὠφέλιμη γιὰ τὴν οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη τοῦ τόπου, οἱ ἄδικες λεηλασίες ἀπὸ τὸ 1960 καὶ ἔπειτα, ὁδήγησαν τὴν συντριπτική πλειοψηφία τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στὴν Πατρίδα. Παρ’ ὅλα ταῦτα, ὅταν κάποιος βρεθεῖ στὴ λίμνη τοῦ Ἄλμπερτ, θὰ αἰσθανθεῖ σίγουρα ἕνα φρέσκο «πελαγήσιο» ἄνεμο στὰ παραλίμνια νερά της, ποὺ σε παραπέμπει στὶς ἑλληνικὲς ἀκτογραμμὲς καὶ ξεσηκώνει μέσα σου μνῆμες τοῦ ἑλληνικοῦ παρελθόντος καὶ στὸν τόπο αὐτό.
Θεμελιωτὴς καὶ κτίτορας τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Μπούνιας εἶναι ὁ ἀείμνηστος Ἱερομόναχος Πολύκαρπος, μιὰ ἀκόμα φωνὴ, ἡ ὁποία κάθε φορὰ ποὺ ἀντικρίζω τὸν τάφο του μπροστὰ στὸ ἱερὸ τῆς Ἐκκλησίας νοιώθω προσωπικά νὰ μὲ καλεῖ ἀπὸ τὸ παρελθόν. Νὰ μὴν ἀφήσω ἔρημο καὶ ἀβοήθητο τὸν τόπο του ἀλλὰ καὶ τὰ παιδιὰ τῶν Ἑλλήνων μας, ποὺ ἔμειναν μόνα τους ἐδῶ. Σκούροι ἴσως στὸ χρῶμα, ἀλλὰ μὲ τὸ ἴδιο ἑλληνικὸ αἷμα νὰ τρέχει στὰ σπλάχνα τους μέχρι καὶ σήμερα.
Ἐκεῖ στὴ λίμνη, τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἀντικρίζεις εἶναι δύο τεράστιοι προσφυγικοὶ πληθυσμοί. Ἐκεῖ κρύβεται ὁ πόνος τοῦ τόπου αὐτοῦ. Παιδιὰ χωρὶς γονεῖς, γονεῖς χωρὶς τὰ παιδιά τους. Στὸ ὄνομα τῶν μακροχρόνιων ἐμφυλίων, ποὺ ὑποκρύπτουν σχεδὸν ἀπροκάλυπτα γεωπολιτικά, οἰκονομικὰ ἢ καὶ θρησκευτικὰ συμφέροντα, οἱ χιλιάδες αὐτές τῶν ἐκτοπισμένων ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν τόπο τους καὶ μέσα στὸν τόπο τους, σοῦ κινοῦν τὴν καρδιὰ ὅσο σκληρὴ καὶ συνηθισμένη κι ἂν εἶναι αὐτή, πρὸς οἶκτο καὶ συμπάθεια γι’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Πόσα δάκρυα καὶ πόσος πόνος ἄραγε ἐμφωλεύει μέσα σὲ αὐτὲς τις μαρτυρικὲς δομές! Πόση ἀγωνία δικαιωματικὰ πρέπει νὰ διακατέχει ἕνα νέο Ἐπίσκοπο τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, μπροστὰ στὸ ἐρώτημα:
«Θὰ μπορέσω νὰ δώσω κάτι στὸν κόσμο αὐτό, στὰ λιγοστὰ χρόνια τῆς ζωῆς ποὺ μοῦ ἀπέμειναν; Ἔστω ἕνα ποτήρι δροσερό, καθαρό νερό;»;
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, αὐτὸς εἶναι ὁ κόσμος ὁ ὁποῖος μοῦ ἔλαχε γιὰ νὰ ὑπηρετήσω. Ὄχι γιὰ νὰ ἐπιβάλω ὁτιδήποτε, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν ἀγκαλιάσω μὲ ὅλες τὶς ἀδυναμίες του. Εἶναι δύσκολος ὁ δρόμος τῆς προσφορᾶς στὸν συνάνθρωπο, εἰδικὰ ἂν ἀναλογιστεῖ κανεῖς, ὅτι στὴν πορεία αὐτή ἔχει κανεῖς νὰ ἀντιμετωπίσει πρῶτα ἀπὸ ὅλα τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό.
Σὲ αὐτὴν τὴν περιοχὴ ἔχουμε ἀρχίσει ἤδη τὴν κατασκευὴ ἑνὸς πηγαδιοῦ γιὰ τὴν προσφορὰ πόσιμου νεροῦ, μιὰ ποὺ παρ’ ὅλη την παρουσία τῆς λίμνης, τὰ νερὰ δὲν εἶναι καθαρὰ στὴν ἐπιφάνεια καὶ στὰ ἀνώτερα στρώματα τοῦ ἐδάφους (τὸ νερὸ ἐκεῖ εἶναι ἔντονα ὑφάλμυρο). Ἐδῶ, σῦν Θεῷ θὰ ἀρχίσουμε καὶ τὴν οἰκοδόμηση τοῦ πρώτου Ὀρθόδοξου Ἱεροῦ Ναοῦ στὴν περιοχή, εἰς μνήμην ὅλων τῶν Ἑλλήνων ποὺ ἔζησαν στὸν τόπο αὐτό καὶ πρὸς πνευματικὴ βοήθεια τῶν ταλαιπωρημένων ἰθαγενῶν ποὺ βρέθηκαν και αὐτοὶ ἐδῶ, βίαια ἐκτοπισμένοι στὴν ἴδια τὴν πατρίδα τους. Σκοπεύουμε νὰ χτίσουμε ἕνα σχολεῖο γιὰ τὰ προσφυγόπουλα καὶ ἕνα μικρό κτίριο ἐπίσης γιὰ τὴν φιλοξενία τῶν ἐθελοντῶν ποὺ θὰ θέλουν στὸ μέλλον νὰ ἔλθουν γιὰ νὰ προσφέρουν ἱεραποστολικὰ στὸν τόπο μας.
Τὸ ἐρώτημα καὶ ἡ ἀγωνία μου εἶναι αὐτὴ ποὺ σᾶς ἔγραψα πιὸ πάνω. Ἡ Ἀδελφότητα Ὀρθοδόξου Ἐξωτερικῆς Ἱεραποστολῆς στέκεται ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια στὸ πλάι μου στὸν ταπεινὸ μου ἀγῶνα. Τώρα πιὰ στέκεται στὸ πλάι ὅλων μας, γιατὶ σὰν Ἐπίσκοπος ὀφείλω νὰ μὴν ἀφήνω κἂν τὸν ἑαυτό μου νὰ αἰσθάνεται ἐδῶ μόνος του. Αὐτὸ εἶναι ἐξ ἄλλου καὶ τὸ νόημα τῆς ἐπισκοπικῆς ἰδιότητας.
Προσεύχεσθε, ἀδελφοί μου, γι’ αὐτό. Γιατὶ στὸν κόσμο αὐτό μοναξιά σημαίνει ἀποτυχία. Γιατὶ γύρω μας ὁ κόσμος εἶναι γεμάτος ἀνθρώπους που μᾶς περιμένουν. Ναι, εἶναι αὐτοί, τὰ παιδιὰ στοὺς δρόμους, στὶς δομές, οἱ γονεῖς ποὺ δακρυσμένοι καὶ μὲ ἀγωνία σοῦ μιλοῦν γιὰ τὸν πόνο τους, οἱ στρατιῶτες στοὺς δρόμους, ποὺ παρ’ ὅλη τὴ σκληρότητα τῆς ζωῆς τους σὲ χαιρετοῦν σεβόμενοι τὴν ἱεραποστολική σου ἰδιότητα, οἱ ἐλάχιστοι Ἕλληνες ποὺ μὲ ἁπλότητα παλεύουν καὶ ἀντέχουν ἀκόμα ἐδῶ, οἱ νεκροί μας, εἶτε Ἕλληνες, εἶτε ἰθαγενεῖς, ποὺ πολλὲς φορές θαρρεῖς ὅτι θέλουν νὰ ἀναστηθοῦν ἀπὸ τοὺς τάφους τους, γιὰ νὰ σὲ εὐχαριστήσουν ποὺ ἔστω καὶ τώρα, μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια, ἔριξες μιὰ φιλεύσπλαχνη ματιὰ στὰ χώματά τους. Γιὰ νὰ σοῦ ποῦν τελικά:
«Μεῖνε στὸν τόπο αὐτό. Εἶμαστε κοντά σου. Ἐμεῖς οἱ Κονγκολέζοι, οἱ Ἕλληνες, τὰ ἀδέλφια σου. Ὅσο καὶ δύσκολος κι ἂν εἶναι ὁ τόπος μας, εἶναι ὅμως αὐτός, ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου μας. Ποτισμένος στὸ αἷμα μας, ποὺ ἐδῶ ἑνώνεται κάτω ἀπὸ αὐτὴν τὴν εὐλογημένη γῆ.
Ἕνας ἀκόμα τόπος μαρτυρίου.
Μεῖνε κοντά μας γιὰ νὰ ἑνωθεῖς καὶ σύ μιὰ μέρα μαζί μας, κάτω ἀπὸ αὐτὴ τὴν διψασμένη γιὰ ἀγάπη καὶ ὄχι γιὰ αἷμα, ἀδικημένη γῆ».
Χριστός ανέστη!
† Ὁ Μπούνιας, Κισανγκάνι και Ἀνατολικού Κονγκό Πολύκαρπος