Του Γέροντα Μητροπολίτη Ναϊρόμπι κ. Μακαρίου • Μέρος Α΄
Για λόγους ιστορικούς και για να ακριβολογούμε, θα ήταν καλό να παρακολουθήσουμε την προετοιμασία του π. Χρυσόστομου Παπασαραντόπουλου για το μεγάλο και άγνωστο ταξίδι του στην Μαύρη Ήπειρο. Γι’ αυτό το λόγο θα αφήσουμε τον ίδιο να μας ανοίξει την καρδιά του να ακούσουμε τους κραδασμούς της και να μας μιλήσει μέσα από τα δικά του κείμενα και τις διάφορες σκέψεις του για την προετοιμασία αυτού του περιπετειώδους ταξιδιού προς την ανατολική Αφρική. Πιστεύω ότι οι σκέψεις του συγκινούν, αφού διαφαίνεται, πραγματικά, με πόσο πόθο και πόση αγάπη ήθελε, ακριβώς, να εργαστεί στο χώρο της αφρικανικής ηπείρου, παρόλο που σωματικά υπέφερε, εφόσον η υγεία του ήτανε άσχημη. Όπως περιγράφεται στο ημερολόγιό του, πολλές ήταν οι μέρες που ένιωθε μεγάλη αδιαθεσία . Κι όμως δεν είπε «ας μείνω εδώ κάπου να ξεκουραστώ, τι θέλω να πάω στην Αφρική». Το είχε πάρει, πλέον, απόφαση και έπρεπε, οπωσδήποτε, να πάει στην ανατολική Αφρική. Ας αφήσουμε τον π. Χρυσόστομο να μας πει μερικές από τις σκέψεις και τις ιδέες, που ο Θεός, πιστεύω, τον εφώτισε να γράψει τότε για την πορεία του στο χώρο της ανατολικής Αφρικής.
Βρισκόμαστε στο έτος 1960, όταν ο π. Χρυσόστομος είχε, ήδη, πάρει την απόφαση για το μεγάλο ταξίδι της ζωής του. Ένα ταξίδι που του άνοιξε καινούριους ορίζοντες και του απεκάλυψε μία νέα σελίδα στην πορεία της επί γης ζωής του. Το άγνωστο αυτό ταξίδι ήθελε να έχει άμεση σχέση με το πρόσωπο του Ιησού, εκεί που γεννήθηκε, βαπτίστηκε, κήρυξε, θαυματούργησε, σταυρώθηκε και τέλος αναστήθηκε. Έφθασε, λοιπόν, στους Αγίους Τόπους. Μέσα από τις ημερολογιακές του σημειώσεις ο π. Χρυσόστομος περιγράφει τις διάφορες ακολουθίες και τους σημαντικότερους τόπους που είχε την ευκαιρία ο ίδιος να επισκεφθεί. Περιγράφει, με λεπτομέρεια, τους ανθρώπους που συνάντησε, αρχιερείς και ιερείς, όπως και τον τότε Πατριάρχη Ιεροσολύμων Βενέδικτο. Η συμμετοχή του στις ακολουθίες ήταν, φαίνεται, κάτι που τον συγκλόνισε, γιατί, παίρνοντας μέρος στις ιερές ακολουθίες, η σκέψη, η ψυχή και η καρδιά του βρισκόντουσαν στον προορισμό του, εκείνο το οποίο είχε βάλει στο μυαλό του, να πορευθεί προς την άγνωστη, ως εκείνη τη στιγμή, αφρικανική ήπειρο και να γίνει ο πρωτοπόρος, εκείνος που θα αγωνιζόταν, κάτω από δύσκολες και αντίξοες συνθήκες, να προσφέρει σαν γνήσιος αγωνιστής του Χριστού ένα μικρό, ελάχιστο δώρο ευγνωμοσύνης προς τον ίδιο τον Κύριο για τις ως τότε θείες ευεργεσίες στη ζωή του.
Ήθελε ο π. Χρυσόστομος, εκείνες τις μέρες που βρισκόταν στους Αγίους Τόπους, να προετοιμάσει ολοκληρωτικά τον εαυτό του και να δει ότι, επιτέλους, οι οραματισμοί του μπορούσαν να βρουν μέσα από ένα θαύμα και μόνο την εκπλήρωσή τους. Έτσι, προσευχόταν, με όλη τη δύναμη της καρδιάς του, να μπορέσει να βαδίσει ευθυτενής και βράχος ακλόνητος μέσα από τη φλόγα που έκαιγε την ψυχή του, ενθυμούμενος ένα όμορφο ρητό που έλεγε ότι «υπάρχουν μερικαί ιδέαι που μας ευρίσκουν πάντοτε νέους και μας διατηρούν νέους. Μία τέτοια ιδέα είναι ο έρως του αιωνίου κάλλους, το οποίον πληροί το σύμπαν». Ο π. Χρυσόστομος για να ολοκληρώσει τις σκέψεις αυτές συμπληρώνει ότι «το σύμπαν, η Δημιουργία δηλαδή, ενσωματώνει και ενσαρκώνει το ωραιότερο στοιχείο της, που είναι ο άνθρωπος, ο όπου γης άνθρωπος». Αυτός τον οποίον, εκείνη την ώρα, εκεί που βρίσκεται – στα Ιεροσόλυμα – προετοιμάζεται να τον αγκαλιάσει και να του δώσει πνευματικό και θεϊκό περιεχόμενο. Εκείνο που θα έκανε τους Αφρικανούς, μέσα από την αγνότητα και την πίστη τους, να καταλάβουν ότι συμμετέχουν και αυτοί και μπορούν να αποκτήσουν το ψυχικό μεγαλείο και να δουν τα ουράνια να ενώνονται με τα γήινα, να οδηγούνται, έτσι, στο τέλος, μέσα από τις απογοητεύσεις, την άγνοια και τις καταιγίδες στη λαμπρότητα της Αναστάσεως. Εκεί, γονατιστός στον Πανάγιο Τάφο, οραματίζεται ένα συγκλονιστικό αναβάπτισμα, μέσα από την πίστη και την αφοσίωσή τους στις πανύψηλες κορυφές της αθάνατης νίκης. Έχυσε ποταμούς δακρύων, προσευχόμενος να μείνει αφοσιωμένος στην «τρελή» και ακραία απόφασή του να πάει κοντά τους, να αγωνιστεί μαζί τους.
Στις 24 Απριλίου 1960, όπως σημειώνει στο ημερολόγιό του, έφθασε στο λιμένα της Αλεξάνδρειας και γράφει, συμπερασματικά, τις πρώτες του σκέψεις: «Επανήλθον εις το δωμάτιο και εκάθισα ως τις 10 νυκτερινή. Ας έχει δόξαν ο Κύριος, που με αξίωσε να πατήσω την Μαύρην αυτήν Ήπειρο. Ας ευδοκιμήσει η χάρις Του να φθάσω εις τον προορισμό και να φέρω εις πέρας καλού βαθμού την αποστολή μου προς δόξαν του Αγίου Ονόματός Του και της Εκκλησίας Του προς σωτηρία πολλών ψυχών, διά τας οποίας Εκείνος εθυσιάσθη επάνω εις το Σταυρό». Την επομένη, κιόλας, είχε συνάντηση με τον τότε Πατριάρχη Αλεξανδρείας Χριστοφόρο, με τον οποίο συζήτησε τα της επιθυμίας του να μεταβεί στην Αφρική για να αναλάβει εθελοντικά και δοκιμαστικά αυτό το υπέροχο έργο του Ευαγγελισμού. Χαρακτηριστικά εξομολογείται : «Εγώ δεν είμαι άξιος δια τίποτε, αλλ’ ας ευοδωθή το έργον του Χριστού και της Εκκλησίας Του… Κύριε Ιησού Χριστέ, δια το Όνομά Σού το Άγιον εξήλθον της φίλης πατρίδος και όλων μου των εν Αθήναις ανέσεων, εχωρίσθην από τους εκεί φιλτάτους εν Σοι αδελφούς και ήλθον εδώ, κάμε με ό,τι θέλεις και όπως θέλεις. Γενηθήτω εν πάσι το πανάγιον θέλημά Σου».
Ήδη άνοιξε ο δρόμος για την ένθερμη και βαθιά επιθυμία του. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αίγυπτο συναντήθηκε εκτός από τον Πατριάρχη και με άλλους αρχιερείς και κληρικούς που υπηρετούσαν τότε στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Υπήρξαν και στιγμές που ο σατανάς ήθελε να δοκιμάσει την υπομονή και την πίστη του. Τίποτε, όμως, δεν μπόρεσε να τον κλονίσει ή να του αλλάξει την ήδη παρμένη απόφασή του να πορευθεί προς τ α έθνη. Κάτι που φαίνεται, ξεκάθαρα, στις ακόλουθες σκέψεις του: «Τρίτη 3 Μαϊου 1960… Βαρύ το κλίμα της Αλεξανδρείας… Η υπόθεσίς μου στάσιμος, αλλ’ αναμένω την σωτηρίαν Κυρίου. Έρχονται και στιγμαί δειλίας, αλλά η χάρις του Ιησού τις διώχνει…» και συμπληρώνει: «”Βλέμματι και ακοή ο δίκαιος”»… Και η πρώτη επίθεσις. “Κύριε, σύντριψον τον Σατανάν υπό τους πόδας εν τάχει”… Ή να το ονομάσωμεν τούτο πρώτην εγκατάλειψιν; Αλλ’ “Oύκ ειμί μόνος” …». Συνεχίζει δε την επομένη: «Τι προσέφερα εις τον Κύριόν μου όλα αυτά τα χρόνια; Αν τα βάλω κάτω, νομίζω, ότι θα εύρω πάρα πολύ παθητικόν. Και το ενεργητικόν μου; Τι ανταποδώσωμεν τω Κυρίω; Ευλόγησον, Κύριε, την ολίγην ζωή, που μας έχεις ορίσει ακόμη εις την γην αυτήν, να είναι καρποφόρος. “Δος Χριστέ πριν δύσωμεν, καλόν τι να ποιήσωμεν…”».
Έτσι, εξελίχθηκαν όλα, ως εκείνης της στιγμής, ομαλά. Οι προετοιμασίες ολοκληρώθηκαν. Με την συγκατάθεση του Πατριάρχη και με ένα γράμμα του τότε Μητροπολίτη Ειρηvουπόλεως κ. Νικολάου, του μετέπειτα Πατριάρχη Αλεξανδρείας, ο γηραιός, πλέον, αετός της ιεραποστολής, στις 23 Μα:ϊου 1960, πετάει, ανοίγει τις φτερούγες του και φθάνει εκεί όπου εκπληρώνεται ο πόθος του. Πατάει, επιτέλους, τα αγιασμένα και ευλογημένα χώματα της Αφρικής. Οδικώς, από τη Ναϊρόμπι πορεύεται προς την Ουγκάντα, όπου ήταν τότε το κέντρο της ιεραποστολής της Μητροπόλεως Κέvυας. Λόγω έλλειψης χώρου δε θα παραθέσουμε τις εντυπώσεις του από το μακρινό αυτό ταξίδι, όπου περιγράφει με γλαφυρό ύφος την όμορφη φύση της Αφρικής και τους ανθρώπους της.
(Συνεχίζεται)