Μέσα στὰ ὅρια τῆς νεοσύστατης Ἐπισκοπῆς τοῦ Κισανγκάνι, στὸ ἄλλως ἐπονομαζόμενο Ἄνω Ζαΐρ (Κονγκό) ἢ περιφέρεια τοῦ Στάνλεϊβιλ, στὰ Ἀνατολικὰ σύνορα τοῦ Κονγκό μὲ τὴν Οὐγκάντα, σὲ μιὰ περιφέρεια ποὺ ἐκ παραδόσεως φέρει καὶ τὸ ὄνομα τῆς «Μεγάλης Ἀνατολῆς» τοῦ Κονγκό, βρίσκεται μία ἀπὸ τὶς τρεῖς μεγαλύτερες πόλεις τῆς περιφέρειάς μας, αὐτὴ τῆς Μπούνια στὸ Ἰτούρι. Ἐκεῖ στὴν λίμνη τοῦ Ἄλμπερτ, ὅπου κάθε μέρα, ἀνατέλλει ὄντως πίσω ἀπὸ τὰ βουνὰ τῆς Οὐγκάντα ἕνας διαφορετικὸς ἥλιος, ποὺ ἐνίοτε κρύβει μέσα του τὴν σκιὰ τῶν ἐμφυλίων ποὺ μαστίζουν τὶς βορειότερες περιοχές του Αρού καὶ Μαχάγκι, τῶν ἐπιδρομῶν τῶν ἀνταρτῶν, τῶν βίαιων ἐκτοπισμῶν καὶ ἐσωτερικῶν μεταναστεύσεων καὶ ἄλλοτε, τὰ ἀέναα οἰκογενειακὰ δράματα, τῶν πυρπολήσεων χωριῶν, ἐσωτερικῶν μεταναστεύσεων, τῶν παιδιῶν χωρὶς γονεῖς ἢ τῶν γονέων χωρὶς παιδιά, τῶν ὑπάρξεων αὐτῶν ποὺ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον συγκεντρώνονται ἢ καλύτερα στοιβάζονται σὲ 60 καὶ πλέον προσφυγικὲς δομὲς τῆς περιφέρειας. Ἐκεῖ ὅπου τὰ παιδιὰ ἔχουν τὴν ἀτυχία νὰ βρίσκονται στὸ ἐπίκεντρο μιᾶς μακρόχρονης διεκδίκησης γεωπολιτικῶν συμφερόντων, μὲ ἐξιλαστήριο θύμα αὐτὸν τὸν κόσμο, αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ παιδιά – φιγοῦρες τῆς Μπούνια, ποὺ βλέπεις να περιφέρονται στοὺς σκληροὺς δρόμους τῆς ἐπαιτείας ἢ ἀκόμα καὶ τοῦ παράνομου ἐμπορίου, παντός εἴδους, γιὰ τὴν ἐξοικονόμηση ἑνὸς πιάτου φαγητοῦ.
Σὲ αὐτὴν τὴν πόλη τῆς Μπούνια, τῆς πρωτεύουσας τῆς περιοχῆς, δεσπόζει ἀπὸ πλευρᾶς Ἑλληνισμοῦ, μιὰ ὄμορφη Ἐκκλησία, τοῦ Ἁγίου Νικολάου, χτισμένη ἀπὸ χέρια καθαρὰ Ἑλληνικά, γιὰ νὰ δίνει τὴν δική της διαχρονικὴ μαρτυρία, μέσα σὲ ἕναν χῶρο ποὺ κάποτε φιλοξενοῦσε 400 περίπου οἰκογένειες Ἑλλήνων, ἤτοι περίπου 2000 ὁμογενεῖς. Ἕλληνες ποὺ ἀσχολήθηκαν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μὲ τὴν ἀλιεία στὴν μεγάλη λίμνη τοῦ Ἄλμπερτ, ποὺ δὲν ἔχει καὶ σὲ πολλὰ πράγματα νὰ ζηλέψει τὶς θάλασσές μας. Νομίζω ὅτι γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο ἡ Μπούνια ἀποτελοῦσε τὸν πλέον λατρευτὸ χῶρο ἐπαγγελματικῆς καὶ ὄχι μόνον, δραστηριότητας τῶν ὁμογενῶν μας στὸ Ἀνατολικὸ Κονγκό.
Ἐκεῖ σὲ αὐτὴν τὴν Ἐκκλησία, ἔνοιωσα τὴν πρώτη μου μεγάλη συγκίνηση στὴν περιοχή, ὅταν εἶδα γραμμένο στὴν πλάκα θεμελίωσης στὰ ἀριστερὰ τῆς εἰσόδου τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὄνομα τοῦ θεμελιωτῆ καὶ κύριου πρωταγωνιστῆ στὴν ἀνέγερση τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ: «Kατατίθεται ὁ θεμέλιος λίθος… διὰ χειρὸς τοῦ ὁσιωτάτου ιερομονάχου κ. Πολυκάρπου… Ἐν Μπούνια τῇ 1ῃ Σεπτεμβρίου 1946». Ὁ τάφος τοῦ μακαριστοῦ πατρός βρίσκεται μπροστὰ στὸ Ἱερὸ τῆς Ἐκκλησίας, μαζί μὲ τοὺς τάφους μερικῶν ἄλλων ὁμογενῶν μας.
Ἡ συγκίνηση δὲν ὀφείλεται βέβαια ἀκριβῶς σὲ αὐτὴ τὴν ταυτωνυμία καὶ μόνον, ὅσο περισσότερο σὲ μιὰ ἐσωτερικότερη συναίσθηση ποὺ μοῦ δημιουργήθηκε αὐτόματα, ὅταν εἰδικὰ ἀντίκρυσα μιὰ παλιὰ φωτογραφία τοῦ π. Πολυκάρπου μέσα στὸ Ἱερὸ τῆς Ἐκκλησίας. Σὰν ἕνα κάλεσμα ἀπὸ τὸ παρελθόν, σὰν μιὰ φωνὴ ποὺ σὲ καλεῖ νὰ ζωντανέψεις μνῆμες, τῶν ὁποίων φορέας γίνεσαι, χωρὶς ἀπαραίτητα νὰ τὸ ἐπιδιώκεις. Σὰν μιὰ πνιγμένη πραγματικότητα, προφανῶς ἀδικημένη στὸ διάβα τοῦ χρόνου καὶ τῶν γνωστῶν γεγονότων ποὺ ὁδήγησαν τοὺς Ἕλληνες στὸν ἄδικο ἐκτοπισμὸ καὶ τελικὰ ἐπαναπατρισμό τους. Στὸ ὄνομα τοῦ κεκοιμημένου θεμελιωτῆ τοῦ Ἱεροῦ μας Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴν Μπούνια, λοιπόν, «ἄκουσα» τὶς φωνὲς ὅλων ἐκείνων τῶν Ἑλλήνων ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὸν τόπο αὐτό, νὰ φωνάζουν ἀπὸ τὸ παρελθόν καὶ νὰ καλοῦν πλέον, τὸν ἐλάχιστο κληρονόμο τους ποὺ κάτω ἀπὸ τὴν σκέπη τοῦ Μακαριωτάτου Πατριάρχου μας, αὐτὴν τὴν φορὰ ἔρχεται νὰ συνεχίσει καὶ νὰ πληρώσει αὐτὸ ποὺ οἱ πρόγονοί μας, δὲν πρόλαβαν ἴσως νὰ δώσουν στὸν κόσμο αὐτό: τὸ Πνεῦμα τῆς Πίστεως, τῆς Ἐκκλησίας μας, τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Τὸ κάλεσμα εἶναι σαφές: «ἦλθε ἡ ὥρα νὰ ἀφήσουμε πίσω μας καὶ τὸν πλοῦτο τῆς Πίστεώς μας, τὸ ἀνιδιοτελὲς πνεῦμα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς θυσίας πρὸς τὸν συνάνθρωπο καὶ νὰ συμπληρώσουμε ἔτσι μὲ τὸν πλέον χρηστὸ τρόπο, τὸν λόγο τῆς παρουσίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Πνεύματος στὸν μεγάλο αὐτὸ χῶρο, ὅπου ἤκμασε κάποτε μὲν ὁ Ἑλληνισμὸς ἀλλὰ ὄχι καὶ ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος τῆς ὕπαρξής του, ἱστορικά ἀλλὰ καὶ ἰδεολογικά».
Ἕνα διαχρονικὸ κάλεσμα λοιπόν, μαζὶ πρωτίστως μὲ τὴν σεπτὴ Πατριαρχικὴ ἐντολὴ καὶ εὐλογία, ὁδήγησαν τὰ βήματα τοῦ γράφοντος καὶ στὴν Μπούνια. Ἐδῶ, ὅπου ἀκόμα εἶναι ζωντανὲς οἱ μνῆμες ἀπὸ τὸ ἄλλοτε θαυμαστὸ πάντρεμα τοῦ Ἑλληνικοῦ μετὰ τοῦ Κονγκολέζικου πνεύματος.
Ἐκεῖ στὴν λίμνη τοῦ Ἄλμπερτ, κάθισα μέρες μὲ τὸν ἀγαπημένο μου φίλο Γιώργο Χωριατέλη καὶ θαύμαζα ὥρες ἀτέλειωτες τὸν τόπο ποὺ τὸν φιλοξένησε ἐπὶ δεκαετίες, αὐτὸν μαζί μὲ πολυάριθμους ἀκόμα Ἕλληνες τότε στὴν περιοχή. Μίλησα μὲ τοὺς ντόπιους ἰθαγενεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀκόμα ἐκτιμοῦν τὸ ἔργο τῶν Ἑλλήνων καὶ ζοῦν κοντά στοὺς ἐλάχιστους ἀπογόνους τους ποὺ εἶναι ἀκόμα ἐν ζωῇ. Περάσαμε μαζί ἤδη ἡμέρες χαρᾶς καὶ γίναμε ἀποδέκτες τῆς πρώτης ἱστορικῆς ἴσως δωρεᾶς τῆς οἰκογένειας Χωριατέλη πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἑνὸς οἰκοπέδου πλησίον τῆς λίμνης ποὺ ἀποτελεῖ σὺν τοῖς ἄλλοις τὸ μεγάλο ἐμπορικὸ κέντρο τῆς περιοχῆς, λόγῳ τῆς γειτνίασης τοῦ τόπου μὲ τὴν Οὐγκάντα. Κάναμε τὶς πρῶτες μας ἄτυπες γιορτές, παρουσίᾳ τοῦ Βασιλιᾶ τοῦ τόπου, ποὺ μᾶς δέχθηκε πολλαπλῶς με χαρὰ καὶ εὐλόγησε τὸ ἔργο ποὺ μόλις ἀρχίζουμε. Γίναμε καὶ μάρτυρες τοῦ πόνου τῶν ἀνθρώπων μιὰ καὶ βρισκόμαστε ἐν μέσῳ δύο προσφυγικῶν δομῶν, ὅπου στεγάζονται οἰκογένειες – θύματα τῶν ἐμφυλίων ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴν περιοχή.
Σήμερα ὁ ἀγαπητός μας ἀδελφὸς Γεώργιος βρίσκεται πλέον ἐν χώρᾳ ζώντων, ἀναπαυμένος αἰώνια στὴν Μπούνια μαζί με τοὺς ὑπόλοιπους ὁμογενεῖς ἀδελφούς του.
Τὸ βλέμμα μου χάνεται τώρα, ἀκόμα μιὰ φορά, μακριά, ἐδῶ, στὰ νερά τῆς λίμνης μας. Σὲ ἕνα κόσμο ποὺ μοσχοβολάει Ἑλλάδα, ἀλλὰ καὶ ζωντανεύει μέσα μου λατρευτές μνῆμες ἀπὸ τὸ πρόσφατο παρελθόν. Στὴν ἀντίπερη ὄχθη βρίσκεται ἡ Οὐγκάντα. Βλέπω τὶς βάρκες τῶν ψαράδων μας καὶ θυμάμαι τοὺς δικούς μας ψαράδες, ἐκεῖ στὸ κανάλι τῆς Μοζαμβίκης, ὅπου ἔζησα για δώδεκα χρόνια. Με πλησιάζουν τὰ παιδιά καὶ μὲ φωνάζουν «ὁ λευκός γιὰ τὸν τόπο μας». Καὶ ζωντανεύουν μέσα μου τὶς φωνές τῶν παιδιῶν μας ἐκεῖ στὸν μαρτυρικὸ νότο τῆς Μαδαγασκάρης. Στοὺς δρόμους τοῦ Κισανγκάνι δίπλα στὸν ποταμὸ Κονγκό. Στοὺς δρόμους τῆς Μπούνια καὶ στοὺς προσφυγικούς μας καταυλισμούς.
Ὅλα στὴν ζωή μας μοιάζουν νὰ ἀποτελοῦν μιὰ θαυμαστὴ ἀλληλουχία, σκέφτομαι. Μιὰ συνέχεια καὶ ἕνα δράμα ποὺ ἐκτυλίσσεται μπροστά μας γιὰ νὰ μᾶς τονίσει τὴν μοναδικὴ πραγματικότητα:
Στὸν κόσμο μας ζοῦμε μιὰ διαχρονικὴ ἀλήθεια. Νεκροὶ καὶ ζωντανοὶ πορευόμαστε μαζί μέσα στὸν χρόνο, συμπληρώνοντας ὅλοι μας τὸ βιβλίο τῆς ἱστορίας, τὸ ὁποῖο εἶναι καὶ τὸ μόνο ποὺ μένει αἰώνιο τελικὰ στὸν φθαρτό μας κόσμο. Ὅλα γύρω μας ἀποκτοῦν νόημα, ὅμως καὶ μετατρέπονται σὲ ζωντανὲς μνῆμες, ὅταν διαχέονται στὸν χωροχρόνο, ἀναλυόμενα μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα τῆς πραγματικῆς ἀγάπης. Αὐτῆς ποὺ δὲν διστάζει νὰ ἔλθει ἀντιμέτωπη ἀκόμα καὶ μὲ τὸν θάνατο ὅταν οἱ περιστάσεις τὸ ἀπαιτοῦν.
Μπορεῖ νὰ ταλαιπωρούμαστε καὶ νὰ ὑπομένουμε θλίψεις καὶ κινδύνους, μέσα σὲ αὐτὸν τὸν χῶρο ποὺ λέγεται Ἱεραποστολή. Εἶμαι σίγουρος ὅμως ὅτι κανεῖς δὲν μετανιώνει γιὰ τὶς στιγμὲς τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης ποὺ Χάριτι Χριστοῦ, χάρισε ἢ χαρίστηκε, ὅσο καὶ ἂν ἡ ἀγνωμοσύνη τοῦ κόσμου αὐτοῦ πολλαπλῶς καὶ ἐπανηλειμένως μᾶς πληγώνει.
Ἕνας νέος «ἥλιος» ἀνατέλλει!
Σήμερα στὴ δική μας «λίμνη τοῦ Ἄλμπερτ». Αὔριο ἴσως κάπου ἀλλοῦ. Μέχρι νὰ περάσουμε στὴν «ἀντίπερη ὄχθη», μιὰ ἄλλη ἀνατολὴ θὰ εἶναι ἡ καθημερινὴ προσδοκία μας. Ἕως ὅτου ἑνωθοῦν τὰ πνεύματά μας στὴν αἰώνια χαρά, τὴν ὁποία ταπεινὰ προσδοκοῦμε.
Ἂς ζήσουμε ὅμως μέχρι τότε κάθε γιορτή, κάθε χαρά, κάθε ἀκόμα δάκρυ ποὺ μᾶς χαρίζει ἡ ἀγάπη καὶ ἡ αὐτοθυσία γιὰ τὸν συνάνθρωπο. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι οὔτε ὑπερβολή, οὔτε λυρισμός, οὔτε οὐτοπία ἐκ μέρους τοῦ γράφοντος. Εἶναι ἡ ἀλήθεια ποὺ ἔμαθε ἐδῶ καὶ 14 χρόνια νὰ ζεῖ ὡς ἐλάχιστος διάκονος, στὴν Ἀφρική, μὲ τὶς προσευχὲς ὅλων σας.
Ἂς χαροῦμε ὅλοι μαζί αὐτὴ τὴν πανήγυρη. Ζωντανοὶ ἢ νεκροί, ἔχουμε μερίδιο στὸν «νέο ἥλιο» ποὺ ἀνατέλλει κάθε ἁπλὴ ἡμέρα γιὰ μᾶς.
π. Πολύκαρπος Διαμαντόπουλος
Πατριαρχικὸς Ἐπίτροπος Ἱερᾶς Ἐπισκοπῆς Κισανγκάνι