Ιεραποστολή στην καρδιά της ζούγκλας

«…Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τά ἒθνη. Βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὂνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὃσα ἐνετειλάμην ὑμῖν…»

Αὐτός ὁ λόγος τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, συχνά πυκνά ἠχεῖ στούς θόλους τῆς καρδιᾶς μας, καί ὣς αὒρα λεπτή ἒρχεται νά μᾶς θερμάνῃ τόν ζῆλο τόν πνευματικό, καί ὡς δρόσος αὐγῆς, ἐμφανίζεται γιά νά μᾶς ἀνάψῃ μέσα μας τήν φλόγα τῆς ἱεραποστολῆς, πού πάντοτε σιγοκαίει τά ἱερατικά μας σπλάχνα.

Μέ αὐτόν τόν λόγο τόν Εὐαγγελικό νά περιστρέφη στήν ἡσυχία τοῦ νοῦ μου, κλέβοντας προσωρινά τήν σκέψη μου, ἀνεβήκαμε στό ἀεροπλάνο, μαζί μέ τούς συνεργάτες μου, τόν Ἀρχιμ. π. Χρυσόστομο, Ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου Κινσάσας, καί τόν τελειόφοιτο φοιτητή τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κινσάσας Ἀχίλλιο καί διεσχίσαμε τούς αἰθέρες, κάνοντας ἓνα πρωτόγνωρο ἂνοιγμα τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς Ἱεραποστολῆς, σέ μιά ἂγνωστη ἐπαρχία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κινσάσας, τήν μακρινή Μπάντακα, πρωτεύουσα τῆς Ἐπαρχίας τοῦ Ἑκουατέρ, πόλη 1,3 εκατομμυρίων ἀνθρώπων.

Ἡ πόλη αὐτή βρίσκεται βορειοανατολικά τῆς πρωτεύουσας Κινσάσα. Ἦταν αὐτή ἕνα ἀποικιακό διοικητικό κέντρο ἀπό τό ἕτος 1886. Τώρα εἶναι ἕνα πολυσύχναστο λιμάνι τοῦ θρυλικοῦ ποταμοῦ Κονγκό. Στήν περιοχή ἔχει άνάπτυξη ἡ γεωργία και ἡ δασοκομία. Τό τος 1883 θαρραλέος ξερευνητής Henry Morton Stanley σταμάτησε λίγο ξω πό την πόλη, καθώς περνοσε κεί γραμμή το σημερινο καί νόμασε την περιοχή “Equateur”.

Λίγο καιρό πρίν τήν ἒλευσή μας, ἡ κραυγή τῶν ἀδελφῶν μας ἐκεῖ ἀνέδυσε ἀπό τό βάθος τῆς ψυχῆς τους καί ὡς θερμή παράκληση ἒφθασε στό ἱεραποστολικό μας κλιμάκιο στήν Κινσάσα. «Σεβασμιώτατε, μή ξεχάσῃς τά παιδιά σου, στήν Μπάντακα…». Τούτη ἡ φωνή σήμανε πνευματικό συναγερμό στίς καρδιές μας. Ἐκάλεσα σέ Σύναξη τούς συνεργάτες μου. «Παιδιά μου,» τούς εἶπα, «σήμανε ἡ ὣρα γιά τήν Ὀρθοδοξία στήν μακρυνή Μπάντακα. Ποιός ἀπό σᾶς θέλει νά πάῃ νά προετοιμάσῃ τό ἒδαφος»; «Ἐγώ», ἀποκρίθηκε πρῶτος, προλαβαίντας ὃλους, ὁ Ἀχίλλιος. «Θά πάω ἐγώ, μέ τήν εὐχή Σας…».

Καί νά, ὁ Ἀχίλλιος φορτωμένος μέ ζῆλο ἱερό, φεύγει τό μακρύ ταξίδι γιά τήν Μπάντακα. Ἐκεῖ, ἀναζητᾶ, ψάχνει, ρωτᾶ, κατηχεῖ, μιλᾶ σέ ραδιοφωνικούς σταθμούς γιά τόν Χριστό πού ἒχουν ξανακούσει, ἀλλά ποτέ άληθινά καί οὐσιαστικά, δέν βρῆκαν. Τούς λέει γιά μεγάλο δῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Τούς καλεῖ σέ ἓνα μυστηριακό πανηγύρι. Τούς παρακαλεῖ κανεῖς νά μή λείψῃ ἀπό αὐτό. Οἱ μέρες πέρασαν. Ὁ σπόρος ἒπεσε σέ εὒφορο ἒδαφος. Ὁ Ἀχίλλιος γύρισε πίσω στήν Κινσάσα μέ θύμησες ἱερές καί ἃγιες. Ἐνθουσιασμένος. Μέ εἰκόνες συγκλονιστικές πού σίγουρα δέν διαγράφονται εὒκολα ἀπό τό ἡμερολόγιο τῶν προσωπικῶν του συναισθημάτων.

«Σεβασμιώτατε, ἢλθε ἡ ὣρα. Πρέπει νά πᾶμε. Μᾶς περιμένουν. Σᾶς περιμένουν μέ λαχτάρα. Μέ πόθο, μέ ἀγάπη…» καί τά μάτια ἒτρεχαν βουρκωμένα δάκρυα χαρᾶς.

23 Φεβρουαρίου 2023, ὣρα 7:30 τό πρωί.

Γιά πρώτη φορά –ποιός ξέρει τάχα πότε πάλι!–, πατήσαμε τό εὐλογημένο χῶμα τῆς Μπάντακα τοῦ Ἑκουατέρ, γεμάτοι προσδοκίες καί ἐλπίδες. Συναντηθήκαμε μέ τόν Κυβερνήτη τῆς Χώρας, τόν Δήμαρχο καί τίς Ἀρχές τίς τοπικές. Σάν νά ἂνοιγαν οἱ πόρτες αὐτόματα. Ὃλα κατ’ εὐχήν. Ὃλα εὐλογημένα. Στόχος. Ἀνέγερση Ναοῦ, ἐπ’ ὀνόματι τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὃλα γιά νά θυμίζουν αὐτήν τήν ἱστορική ἡμέρα. Τήν Ἀνάσταση τῆς Μπάντακα. Τήν Πεντηκοστή τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, πού ἒψαχνε τό τιμημένο ράσο τοῦ Ἑλληνορθόδοξου Παπά, εὐλαβικά νά ὑποδεχθεῖ, γιά νά λάβῃ χάρη καί εὐλογία πού τόσο ποθοῦσε.

Ὥρα 1 τό μεσημέρι. Τόπος συναντήσεως στις όχθες του ποταμού Κονγκό. Κόσμος συναγμένος. Ἑπτά κατηχούμενοι ξεχώρισαν. Ἒτοιμοι σάν ἀπό χρόνια. Περίμεναν ὑπομονετικά.

Τό Μυστήριο ξεκίνησε. Ἒκλαιγαν ὂλοι. Ἑπτά νέοι, πρώτοι χριστιανοί Ὀρθόδοξοι, στήν νέα τοπική Ἐκκλησία. Δόξα τῷ Θεῷ. Τό θαῦμα ξεκίνησε. «Σεβασμιώτατε καί ἐγώ νά βαπτιστῶ», μού φώναξε τραβῶντας μου τό ράσο ὁ μικρός Σικαοῦ. «Καί ἐγώ καί τά παιδιά μου», μέ λαχτάρα ἐκραύγαζε η ὑπερπολύτεκνη μητέρα Κλαιοῦ, κρατώντας μου σφιχτά τό χέρι.

Τό ἒργο μας, μόλις ξεκίνησε. «Πρίν τό Πάσχα, θά ἒλθῃ ἱερεύς νά σᾶς κατηχήσῃ καί νά σᾶς βαπτίσῃ. Ὁ Χριστός σᾶς βρῆκε. Βρῆκατε τό Χριστό. Εἶναι πιά Δικός σας…»

24 Φεβρουαρίου 2023. Τελευταῖα ἡμέρα τῆς ἱεραποστολικῆς μας ἀποδημίας.

Τόπος συναντήσεως: Ἡ κεντρική Αἲθουσα τοῦ Ξενοδοχείου…Σκοπός: Ἡ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας. Γιά πρώτη φορά. Μοναδική ὂντως στιγμή. Ἀνεπανάληπτα συναισθήματα. Ἱστορικές στιγμές. Πάσχα ἱερόν, Ἀναστάσεως ἡμέρα, Χριστός Ἀνέστη… Ναί, αὐτούς τούς πασχάλιους ὓμνους ψάλλαμε στόν Ὂρθρο. Πάσχα, πρίν τήν Ἀνάσταση στήν Μπάντακα. Καμπάνα δέν εἲχαμε. Σημάναμε τό τάλαντο.

Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως…καί τό Ἃγιο Ποτήριο, βαστάζοντας, μέ ἐμφανῆ συγκίνηση, ἐξῆλθε, γιά νά κοινωνήσουμε τούς νεοφώτιστους χριστιανούς…

Ὃλοι γίναμε ἓνα σῶμα. Μιά Ἐκκλησία. Μιά ψυχή. Μιά πνοή. «Σήμερα, παιδιά μου, ὁ Χριστός δέν ἦλθε ἁπλά στή ζωή σας. Ἀλλά μέ τήν Θεία Λειτουργία, μπῆκε στήν καρδιά σας. Κρατεῖστε Τον ἐκεῖ, ὡς Τόν πολύτιμο θησαυρό… μαζί μέ τήν εὐχή καί τήν εὐλογία τοῦ Πατριάρχου μας, τοῦ Μακαριωτάτου κ.κ. Θεοδώρου τοῦ Β’».

«Χριστός Ἀνέστη, ἀδελφοί μου στήν Μπάντακα», φώναξε ὁ Μητροπολίτης.

Καί «ἡ Μπάντακα ἀνέστη», ἀντιλαλούσε πασίχαρα ἡ φωνή σέ ὃλη τήν περιοχή.

Ο Κινσάσας Θεοδόσιος

Περισσότερα

60 χρόνια μετά: Εκδήλωση μνήμης Αγίων Ιεραποστόλων