Πολλές φορές σκέφτεσαι ότι είσαι επιτέλους μόνος σου. Ότι ήλθε η ώρα να ξεκουραστείς. Κάθεσαι να ξαποστάσεις λοιπόν, όμως διαπιστώνεις ότι ένας νέος πειρασμός έρχεται να προστεθεί στους ήδη υπάρχοντες. Μια ακατάπαυστη καθημερινή λαίλαπα, ένας μυστικός πόλεμος μέσα σε μια αδιάπτωτη πάλη, που έρχεται να συμπληρώσει την ιστορία της ζωής, που πρέπει μάλλον να επαναλαμβάνεται, για να μην ξεχνούμε. Να μην ξεχνούμε ότι είμαστε ένα τίποτε χωρίς τη δύναμη και τη χάρη του Θεού.
Είμαι στο σπίτι ενός πολύ καλού μου φίλου. Οδηγός στα λεωφορεία, καθολικός μέχρι εχθές, τώρα πια κατηχούμενος, πολύ πιστός. Ο πιο καλός κατηχούμενος που έχω δει εδώ. Καθόμαστε μαζί και συζητούμε την πορεία της νέας ενορίας στην πόλη του Sakaraha. Όπως την επιθυμεί ο καλός μου αδελφός.
Όταν προχωρά κανείς στο δρόμο της ιεραποστολής, συναντά μπροστά του ξένους ανθρώπους πολλούς. Μα ένας αόρατος σύνδεσμος πάντα φωτίζει την κάθε συνάντηση και, από εκεί που δεν γνωρίζεις κανένα, στην καρδιά σου μέσα αρχίζει να καλλιεργείται μια σχέση που ξεπερνάει την ανθρώπινη αδελφική, ένα πνευματικό δέσιμο, που σε οδηγεί σαν μέσα από ένα μονόδρομο στη θυσία, στο ολοκληρωτικό δόσιμο της ύπαρξης για την τελείωση του υπέρτατου σκοπού. Όχι γιατί το επιθυμείς, ή γιατί το αξίζεις εσύ να γίνεις φορέας του θαύματος, που ονομάζεται σωτηρία, αλλά γιατί απλά έτσι το θέλησε ο Θεός.
Η συζήτηση έχει ήδη προχωρήσει και η νύχτα με βρίσκει για μια ακόμα φορά κοντά στους ανθρώπους που αγαπώ, να ακούω το παράπονο τους. Το παράπονο που ακούγεται σαν μονόλογος, σαν ένας μονότονος θρήνος, που ηχεί καθημερινά στη γη αυτή από το στόμα του πιο μικρού μέχρι και του πιο μεγάλου.
—Εδώ έχουμε άσχημα νέα, πάτερ.
Δείχνοντας μεγάλη απορία συνεχίζω το διάλογο, αν και υποψιάζομαι ήδη πού δρομολογείται η συζήτηση.
—Δηλαδή;
—Η γυναίκα μου. Κοιμήθηκε τον Αύγουστο. Σε έψαχνα, πάτερ μου, αλλά το τηλέφωνο σου ήταν κλειστό.
—Έλειπα στην Ελλάδα.
—Ναι, το ξέρω. Μα ήθελα λίγη βοήθεια για τη γυναίκα. Μου είχαν τελειώσει όλα τα χρήματα… Τελικά κοιμήθηκε. Το πρόβλημα είναι το παιδί, όμως. Έχει να θηλάσει από τον τρίτο μήνα. Είναι τώρα οχτώ μηνών.
Ήξερα ότι είναι πολύ δύσκολο να μείνει ένα παιδί αθήλαστο πολλούς μήνες. Την άλλη ημέρα μού τό φέρνει μπροστά μου ο πατέρας και μου το δείχνει με χαρά.
—Αυτός είναι ο γιός μου.
Το θέαμα, που αντίκρισα μπροστά μου, ήταν τραγικό: ένα βρέφος 8 μηνών με γερασμένο δέρμα σαν 70 χρονών. Μαλακό και ζαρωμένο. Ρώτησα τον πατέρα τι τρώει το παιδί και μου απάντησε κυρίως ρύζι. Αραιά τού δίνει και μια μοναχή καθολική γάλα. Τους είπα ότι το παιδί χρειάζεται οπωσδήποτε γάλα. Το απόγευμα πήγα και του αγόρασα από ένα φαρμακείο ειδικό γάλα για βρέφη.
Έφυγα την ίδια μέρα για το σπίτι. Το βράδυ στις 8 τον πήρα τηλέφωνο και με ευχαρίστησε για το γάλα. Το παιδί με όρεξη ήπιε το γάλα του και έφαγε.
Στις 9 το ίδιο βράδυ με παίρνει και μου λέει ότι το παιδί έπαθε ξαφνική υποτροπή. Του είπα να το φέρει στο Τουλιάρ και μου ανακοινώνει με αμέτρητη θλίψη ότι δε γίνεται πια, γιατί ο γιατρός έχει ήδη διαπιστώσει το θάνατό του…
Ο πατέρας, ένας θαυμάσιος άνθρωπος, που ομολογώ ότι στη ζωή μου δεν έχω συναντήσει, τώρα είναι ο καλύτερός μου φίλος. Κατηχούμενος πολύ πιστός, πολύ πιό πιστός από εμένα, με καρδιά απλή σαν παιδιού. Λυπήθηκε αφάνταστα για το παιδί του και τη γυναίκα του. Δεν το έβαλε όμως κάτω. Συνέχισε την πορεία του. Έμεινε κοντά μου και, αντί να τον παρηγορώ, με παρηγορεί αυτός στις θλίψεις μου και στον αγώνα μου.
Ήταν οδηγός στα λεωφορεία. Από εκεί τον γνώρισα. Όταν, λοιπόν, το λεωφορείο του περίμενε στήν πρωτεύουσα, για να γεμίσει με επιβάτες –το οποίο μπορεί να διαρκέσει ημέρες πολλές–, αυτός κλεινόταν μέσα, σε αφόρητη ζέστη συνήθως, και προσευχόταν. Προσευχόταν συνέχεια.
Μόλις προχθές μού ομολόγησε ότι δεν τον πειράζει που έμεινε μόνος του, γιατί τώρα πια κλείνεται στο δωμάτιο και προσεύχεται απερίσπαστα… Και τα δάκρυα, μου λέει, τρέχουν άφθονα…
Κάθομαι στο γραφείο λοιπόν και σκέφτομαι. Σκέφτομαι τα λάθη μου. Και τα λάθη μας. Και τον πόνο των ανθρώπων. Και το κουράγιο τους. Και περνούν οι εικόνες μπροστά μου. Μία προς μία. Προχθές μού διηγήθηκαν το θάνατο τριών παιδιών σε ένα χωριό πιστών μας. Μάλλον επιδημία. Ο πατέρας βουρκωμένος μού διηγούνταν τις τελευταίες στιγμές του μικρού του γιου. Όταν ζαλισμένο το παιδί τού χτυπούσε το χέρι και τον παρακαλούσε για βοήθεια. Κι εγώ βέβαια παρηγορούσα. Αλλά ποια ανθρώπινη κουβέντα μπορεί να επουλώσει τον ανθρώπινο πόνο σε τέτοιες στιγμές; Κι όμως αυτοί οι άνθρωποι δεν αγανακτούν. Προπάντων δεν τα βάζουν με το Θεό. Ποτέ τους δε σκέφτονται κάτι τέτοιο. Αποδέχονται το σχέδιο του Θεού. Με παράπονο και πόνο ίσως. Αλλά ποτέ με αγανάκτηση και απελπισία.
Σκέφτομαι λοιπόν κι εγώ σκυμμένος πάνω στο χαρτί. Ποιος τελικά γράφει την ανθρώπινη ιστορία; Ποιος είναι αυτός που αλλάζει τον κόσμο; Τι θέλει ο Θεός από εμάς; Ποιος χτίζει και ποιος γκρεμίζει; Μήπως, αντί να χτίζουμε, τελικά γκρεμίζουμε;
Ποιοί είναι τελικά οι ήρωες σε αυτόν τον κόσμο; Οι φέροντες το όνομα ή οι κατέχοντες το όνομα; Χριστιανός, Πιστός, Ιεραπόστολος, Πατέρας, Αδελφός, Πνευματικός… Ονόματα πολλά. Μα πού είναι η ουσία τελικά;
Η ιστορία δε γράφεται στο χαρτί. Η ιστορία γράφεται με πολύ κόπο στο χώμα, στη λάσπη, μέσα στις φτωχογειτονιές, μέσα στις καλύβες, μέσα στις αρρώστιες, μέσα στις θλίψεις, στον αγώνα, με αίμα πολλές φορές.
Ας μην ξεγελιόμαστε. Δεν αρκεί το όνομα. Γιατί απλά ο Θεός δεν κοιτάζει το όνομα που είναι χαραγμένο στα χαρτιά, αλλά το όνομα που είναι κρυμμένο στην καρδιά. Και αργά ή γρήγορα Αυτός το φανερώνει κατά την ιδίαν Αυτού βούληση και μας το παρουσιάζει μπροστά μας. Σαν καθρέπτη που δείχνει τον εαυτό μας στην κατάσταση που πρέπει να βρίσκεται, μα πολλές φορές όχι αυτό που είναι. Για να λυπηθούμε, έτσι, τουλάχιστον τον εαυτό μας και να βάλουμε αρχή για τη νέα ζωή. Και να μάθουμε επιτέλους να χτίζουμε. Να χτίζουμε ψυχές. Έτσι γράφεται η ιστορία. Όχι επί χάρτου. Αλλά επί καρδίας.
Τα πουλάκια μας φεύγουν πραγματικά κελαηδώντας. Τα μικρά μας παιδάκια εδώ. Και το κελάηδημά τους μένει ανεξίτηλο μέσα στη μνήμη μας. Ένα κελάηδημα που σαν μια υποθήκη σε αναγκάζει να μένεις και να αγωνίζεσαι στον ταλαιπωρημένο αυτόν κόσμο. Παρά τις δυσκολίες. Παρά τη σκληρότητα που αντιμετωπίζεις γύρω σου. Παρά τη λύπη που συνέχει την καρδιά σου.
Το κελάηδημα αυτό είναι άλλοτε η μεγάλη παρηγοριά μας και άλλοτε η μεγάλη υποθήκη της ζωής μας. Και εύχεται πραγματικά κανείς να φύγει από αυτόν τον κόσμο σαν αυτά τα μικρά μας πουλάκια. Κελαηδώντας και χαρούμενος μέσα στη δίνη της πίκρας του κόσμου αυτού.
Ιερομόναχος Πολύκαρπος