Ἀγαπητοὶ φίλοι τῆς Ἱεραποστολῆς,
Πρέπει νὰ σᾶς κάνω κοινωνοὺς τῆς χαρᾶς τῶν ἰθαγενῶν ἀδελφῶν μας τοῦ Σάμανα γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν οἰκοδομικῶν ἐργασιῶν τῆς μικρῆς κλινικῆς ποὺ κτίσθηκε μὲ τὴν οἰκονομικὴ ἐνίσχυση δωρητοῦ τῆς Ἀδελφότητός μας.
Ὁ π. Αὐγουστίνος μὲ τοὺς ἰθαγενεῖς πιστούς του πῆγαν στὸ δάσος καὶ μὲ τὸ ἁλυσοπρίονο, ποὺ τοὺς εἶχα στείλει, ἔκοψαν ξύλα καὶ κατασκεύασαν κρεβάτια, τραπέζια, καρέκλες, ντουλάπια, πόρτες, παράθυρα γιὰ τὴν κλινική.Ἦταν πρὸς τὸ τέλος, ὅταν διαπίστωσαν ὅτι τελείωσαν τὰ τσιμέντα καὶ τὰ καρφιά, πράγματα σπάνια μέσα στὰ χωριὰ τοῦ δάσους. Δὲν μποροῦσαν νὰ συνεχίσουν. Μᾶς εἰδοποίησαν καὶ ἔπρεπε νὰ τοὺς τὰ στείλουμε ἀπὸ τὴν Κινσάσα. Ἄρχισε ὁ ἀγώνας τῆς ἀποστολῆς. Ταξίδεψαν δυὸ μῆνες μέσα στὸν ποταμὸ, γιὰ νὰ φθάσουν στὴν πλησιέστερη πόλη, τὸ Ἰλέμπο.
Μόλις πληροφορηθήκαμε ὅτι ἔφθασαν, εἰδοποιήσαμε νὰ πᾶνε νὰ παραλάβουν τοὺς 30 σάκκους τσιμέντο καὶ τὰ καρφιὰ ποὺ εἴχαμε στείλει μὲ ποταμόπλοιο. Πῆγε μιὰ ὁμάδα ἰθαγενῶν μὲ μονόξυλα. Ταξίδευαν στόν ποταμὸ μιὰ ἑβδομάδα, γιὰ νὰ φθάσουν στὸ Ἰλέμπο, ἀπὸ ὅπου τά παρέλαβαν καὶ πῆραν τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, γιὰ νὰ στρωθεῖ τὸ πάτωμα καὶ νὰ τελειώσει ἡ κατασκευὴ τῶν κρεβατιῶν. Ἡ μικρή μας κλινικὴ τελείωνε. Ἔπρεπε τώρα νὰ ἐξοπλισθεῖ μὲ στρώματα, σεντόνια, μαξιλάρια, φάρμακα, ἰατρικὰ ἐργαλεῖα. Νέος ἀγώνας.
Οἱ ἰθαγενεῖς ἦταν χαρούμενοι καὶ προσπαθοῦσαν μὲ κάθε τρόπο νὰ μᾶς δείξουν τὴν χαρά τους. Καὶ ἐμεῖς ἤμασταν χαρούμενοι καὶ δοξάζαμε τὸν Θεό. Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ κτίσεις τόσο μακριά, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχουν οὔτε αὐτοκίνητα γιὰ νὰ μεταφέρεις τὰ ὑλικά, οὔτε στοιχειώδεις δρόμοι, οὔτε στοιχειώδη μέσα. Σὲ λίγο θὰ ἔχουν τὴν κλινική τους, τὰ φάρμακά τους, τὸ νοσοκόμο τους, τὸ γιατρό τους, δὲ θὰ πεθαίνουν στὸ δρόμο, οὔτε μέσα στὰ μονόξυλα προσπαθώντας νὰ φθάσουν στὸν κοντινότερο γιατρό.
Θυμᾶμαι, σὲ ἐκείνη τὴν περιοδεία μας, ὅταν μετὰ ἀπὸ περιπετειῶδες ταξίδι μέσα στὸν ποταμὸ Σαγκουρού φθάσαμε στὸ Σάμανα, στὰ βάθη τοῦ Κογκό, ὅπου γιὰ πρώτη φορὰ πήγαινε λευκός, τὴν χαρὰ ποὺ ἔκαναν κατὰ τὴν ὑποδοχὴ οἱ ἰθαγενεῖς. Τὰ παιδιὰ μὲ πλησίαζαν, ἔπιαναν τὰ χέρια μου, τὰ γένεια, καὶ ἔτρεχαν στὶς μητέρες τους καὶ φώναζαν: «Εἶναι σὰν καὶ ἐμᾶς!» Οἱ γέροι μὲ εὐχαριστοῦσαν ποὺ πρὶν πεθάνουν εἶδαν πῶς εἶναι οἱ λευκοί. Οἱ πιστοὶ τραγουδοῦσαν: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή, νά ὁ Ἐπίσκοπός μας, νά ὁ πατέρας μας· ποῦ εἶστε ὅλοι ἐσεῖς ποὺ μᾶς λέγατε ὅτι δὲν ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία μας;»
Θυμᾶμαι πῶς ἔβγαιναν μέσα ἀπὸ τὰ δάση γιὰ νὰ μᾶς ὑποδεχθοῦν, πῶς κατέβαιναν στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ γιὰ νὰ μᾶς χαιρετίσουν. Θυμᾶμαι, τὸ βράδυ ποὺ καθίσαμε κάτω ἀπὸ ἕνα μεγάλο δένδρο καὶ συζητούσαμε μὲ τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ χωριοῦ καὶ τοὺς φυλάρχους τῆς περιοχῆς, ὅτι μεταξύ ἄλλων μοῦ ἐξέφραζαν τὴ θλίψη καὶ τὴν ἀγωνία τους γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς: «Ἀρρωσταίνουν οἱ γέροι καὶ τὰ παιδιά μας, καὶ μέχρι νὰ τοὺς πᾶμε στὸ κοντινότερο ἰατρεῖο, ποὺ ἀπέχει μερικὲς μέρες δρόμο μὲ τὰ πόδια ἢ μὲ τὰ μονόξυλα, πεθαίνουν στὸν δρόμο».
Δάκρυσα μὲ τὸν πόνο τους. Ἔνιωσα ἔνοχος. Πόνεσα ὅταν μοῦ εἶπαν: «Δὲν θέλουμε τίποτε ἄλλο, μόνο βοηθῆστε μας νὰ ἔχουμε τὸ ἰατρεῖο μας». Ὅλο τὸ βράδυ, γιὰ νὰ δείξουν τὴν ἀγάπη τους, ἔξω ἀπὸ τὴν καλύβη ποὺ ἔμεινα, χόρευαν καὶ τραγουδοῦσαν γύρω ἀπὸ μιὰ φωτιά. Στὸ μυαλό μου, ὅλο ἐκεῖνο τὸ βράδυ, στριφογύριζαν αὐτὰ ποὺ ἄκουσα. Τώρα χορεύουν· ἂν αὔριο ἀρρωστήσουν, τί θὰ κάνουν; Θὰ πεθάνουν στὸ δρόμο. Τοὺς ἔβλεπα καὶ δάκρυζα. Ξημέρωσε. Φεύγοντας τοὺς ὑποσχέθηκα: «Θὰ κάνω ὅ,τι μπορῶ· κάνετέ το θέμα προσευχῆς καὶ ὁ Θεὸς θὰ βοηθήσει».
Ὅταν, μετὰ ἀπὸ περιοδεία τριῶν ἑβδομάδων στὰ βάθη τοῦ Κογκό, ἐπέστρεψα στὴν Κινσάσα, ἐπικοινώνησα μὲ τὴν Ἀδελφότητά μας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐξωτερικῆς Ἱεραποστολῆς. Εἶπα τὸν πόνο τῶν ἀδελφῶν μας τοῦ Σάμανα, βρέθηκε ὁ δωρητής, καὶ σήμερα καμαρώνουμε τὸ κτήριο τῆς μικρῆς κλινικῆς μας. Ὁ Θεὸς νὰ εὐλογεῖ τὸν δωρητή. Ὁ Θεὸς νὰ βοηθήσει νὰ ἐξοπλισθεῖ ἡ μικρή μας κλινικὴ μὲ φάρμακα καὶ ἰατρικὰ ὄργανα, γιὰ νὰ προσφέρει τὴν ἰατροφαρμακευτικὴ περίθαλψη στοὺς ἀδελφούς μας ἐκεῖ στὰ βάθη τοῦ Κογκό. Νὰ μὴν πεθαίνουν στὸν δρόμο.
† Ο Κεντρώας Αφρικής Νικηφόρος