Ή άδικη δολοφονία ενός νεαρού αγιογράφου και κατηχητή στη Ναϊρόμπη

Οι κίνδυνοι εδώ στην Ιεραποστολή μας βρίσκονται στο καθημερινό πρόγραμμα, ίσως επειδή το έχουμε συνηθίσει τόσο που πια δεν του δίνουμε σημασία. Πέντε φονικές απόπειρες, ληστείες, επιθέσεις, θανάσιμες ασθένειες, τροχαία δυστυχήματα κ.λπ. –για να μην αναφέρω περισσότερα– γιατί πίστεψα βαθιά ότι το αόρατο χέρι τού Θεού δεν έπαψε ποτέ να μας προστατεύει και να μας ανοίγει νέους ορίζοντες για την πνευματική μας άνοδο με περισσότερη μετάνοια και περισυλλογή, αυτοέλεγχο τού δικού μας εγώ με ειλικρίνεια και βαθιά ταπείνωση. Πιστεύουμε απόλυτα ότι όλος αυτός ο πόνος, η αδικία και τα δάκρυα τελικά μας βοηθούν να καταλάβουμε καλύτερα τον άγνωστο εαυτό μας και να δούμε ότι στην ώρα του πόνου μας νιώθουμε πλούσια ευλογημένοι.

Σήμερα τα γράφω όλα αυτά, γιατί με την είδηση της δολοφονίας ενός πολύ στενού μας φίλου και αδελφού, όλοι μας λυπηθήκαμε. Ο νέος αυτός δεν ήταν ένας τυχαίος. Ήταν προικισμένος με πολλές αρετές και σπάνια πνευματικά χαρίσματα. Ήταν άγνωστος και δεν του άρεσε καθόλου η φήμη και η δημοσιότητα. Τον γνωρίσαμε από βρέφος, αφού γεννήθηκε το 1995 και οι γονείς του ήταν πιστοί και στενά συνδεδεμένοι με την Ορθόδοξή μας Εκκλησία εδώ στην Κένυα. Από μικρός οδηγήθηκε στην κολυμβήθρα της άμεσης ένωσης με τον Θεό και τη διδασκαλία της Μιάς και αδιαιρέτου Εκκλησίας. Οι γονείς του προφητικά τον αφιέρωσαν στον Θεό. Οδηγήθηκε στο ιερό και ήταν πιστός και ταπεινός. Υπηρετούσε αθόρυβα ωσάν άγγελος. Οι γονείς του και πάλιν τον έμαθαν να λατρεύει τον Θεό και να σέβεται, ν’ αγαπά όλους τους ανθρώπους αδιακρίτως χρώματος ή καταγωγής. Ο πατέρας του πού ήταν πολύ κοντά, ιδιαίτερα με τούς ιερείς και τις ενορίες που υπηρέτησε από το μακρινό Κιλιμάντζαρο μέχρι την Κεντρική Κένυα και τα περίχωρα της Ναϊρόμπης, άφησε παντού αγαθή μνήμη.

Η φτώχεια τους ήταν ασυναγώνιστη. Όμως αυτοί οι άνθρωποι δεν παραπονέθηκαν ποτέ τους. Εκείνος ο νέος ήταν πάντα σεμνός και ολιγομίλητος. Η σκέψη του ήταν συνέχεια στραμμένη μέσα στην εκκλησία, στην ενορία του που αγαπούσε υπερβολικά και υπηρετούσε με ξεχωριστό ζήλο. Έπρεπε κάθε Σάββατο να πάει στον ναό του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, ώστε να καθαρίσει το ιερό αλλά και ολόκληρο τον ναό, ώστε την επομένη να είναι όλα έτοιμα για τη θεία λειτουργία. Το πιο χαρακτηριστικό ήταν ότι κάθε Σάββατο ετοίμαζε μόνος του τα πρόσφορα για την τελετή της αναιμάκτου θυσίας. Οι άνθρωποι που τον ήξεραν καλά μας διαβεβαίωσαν ότι ήταν η μεγάλη του χαρά αυτή, γιατί το θεωρούσε ξεχωριστή ευλογία αυτός να έχει ένα τέτοιο διακόνημα.

Και η φρικτή δολοφονία του; Όπως κάθε μέρα έτσι κι εκείνη τη μέρα ξεκίνησε με τα πόδια να έλθει από το χωριό που μένει μαζί με τη γιαγιά του, για να έλθει στο Ορθόδοξο Κολλέγιο της Αφρικής για τα μαθήματά του. Τίποτε δεν έδειχνε ότι αυτή θα ήταν και η τελευταία του επίσκεψη, το τελευταίο του μάθημα στο Κολλέγιο που βρίσκεται στους χώρους της Πατριαρχικής Σχολής. Όπως πάντα συνομίλησε με τους συμμαθητές του, παρακολούθησε τα μαθήματά του, χαιρέτησε τούς καθηγητές του με τον προσήκοντα σεβασμό και αργά το απόγευμα ξεκίνησε για το τελευταίο του ταξίδι, χωρίς επιστροφή. Λόγω φτώχειας, θέλησε να κάνει ένα μικρό σταθμό στο σπίτι του θείου του, για να ξεκουραστεί και να δειπνήσει μαζί τους, αφού περπάτησε αρκετά χιλιόμετρα.

Σε λίγα λεπτά συνέβηκε το απρόοπτο και κανείς μέχρι τώρα δεν γνωρίζει κάτω από ποιες συνθήκες οι δολοφόνοι τον αποτελείωσαν. Φαίνεται ότι προτού ξεψυχήσει τον βασάνισαν βάναυσα, ιδιαίτερα στο πρόσωπό του και συγκεκριμένα τα μάτια του τα είχαν σχεδόν βγάλει. Μαρτυρικός θάνατος. Ένας νέος αφιερωμένος στον Θεό να δέχεται αυτό το τρομερό κτύπημα ενώ ήταν ενάρετος και καθαρός, αγνός και ταπεινός τη καρδία, πλούσιος με τόσα χαρίσματα και αρετές. Ήταν ένα λαμπρό αστέρι που φώτιζε τους γύρω του.

Ανάμεσα στα διάφορα που οι άνθρωποι ήθελαν να δείξουν την αγάπη τους για τον άδικο χαμό του νέου αυτού ήταν κι ένα τραγούδι, το οποίο ο ίδιος συχνά σιγοψιθύριζε μόνος του. Περίπου έλεγε τα έξης: «Ο Θεός μου είναι μέσα μου, φίλος μου και σ’ όλες τις κινήσεις μου είναι παρών. Με οδηγεί πάντα στο μονοπάτι της αιωνιότητας όπου στο τέλος θα πορευθούμε. Δεν επιθυμώ τα πλούτη του κόσμου αυτού για να με σέβονται και εκτιμούν οι άνθρωποι. Κι όταν ακόμα συναντήσω στη ζωή μου δοκιμασίες, ο Θεός είναι ο συνοδοιπόρος μου και φίλος μου».

Επειδή οι φίλοι του και ιδιαίτερα οι συμφοιτητές του και οι συμφοιτήτριές του από το Ορθόδοξο Κολλέγιο της Αφρικής γνώριζαν πόσο αγαπούσε αυτό το τραγούδι, λίγο πριν την ταφή του όλοι μαζί το τραγούδησαν, πιστεύοντας ότι έτσι θα τον χαροποιήσουν εκεί που βρισκόταν. Φωνές αγγελικές τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία. Νόμιζε κανείς ότι κατέβηκαν οι άγγελοι από τον ουρανό στη γη για να τον υποδεχθούν ευφρόσυνα…

Στη φωτογραφία φαίνεται ο ίδιος στη σχολή αγιογραφίας της Μητροπόλεως να κρατά την εικόνα που αγιογράφησε με τα ίδια του τα χέρια. Σημείωσε στην τοπική του διάλεκτο και φαίνεται καθαρά «Μεθ’ ημών ο Θεός». Ήταν το συμπέρασμα όλης του της πορείας εδώ στη γη.

Στην κηδεία του που έγινε σε μία απομακρυσμένη περιοχή της Κένυας –στον τόπο της καταγωγής του– αυτό είναι το έθιμο εδώ, μίλησαν διάφοροι φίλοι και γνωστοί του με πολύ πόνο για τον άδικο θάνατό του. Ανάμεσα σ’ αυτούς και μία γιαγιά από την ενορία του, που δημόσια παραδέχθηκε ότι μέσα της ποθούσε ο εγγονός της να μοιάσει του νεαρού αγιογράφου, αφού τον παρακολουθούσε για χρόνια πώς υπηρετούσε μέσα στο ιερό. Ήθελε με κάθε τρόπο ο εγγονός της να ακολουθήσει τον σωστό δρόμο. Και το πέτυχε αυτό. Εκείνη την ώρα μάς τον παρουσίασε. Κι αυτό το παιδάκι, σεμνό, ήταν κυριολεκτικά συγκλονισμένο από το γεγονός του άδικου και αδικαιολόγητου θανάτου του εμπνευστή και δασκάλου του.

Η δοκιμασία αυτή έδωσε σε όλους την εντύπωση ότι έγινε μία μυστική επίσκεψη του Θεού που συνοδευόταν από τη Θεία Χάρη Του που έδωσε την ευκαιρία σε όλους μας να σταυρώσουμε τα πάθη μας και τις αδυναμίες μας.

† Ο Ναϊρόμπι Μακάριος

Περισσότερα

60 χρόνια μετά: Εκδήλωση μνήμης Αγίων Ιεραποστόλων