«Eἰ ὁπλίζῃ ποτὲ κατά τινος πάθους τοῦ οἵου δήποτε, ταύτην (τὴν ταπεινοφροσύνην) σύμμαχον ἐπίσπασαι· Ἐπὶ ἀσπίδα γὰρ καὶ βασιλίσκον ἐπιβήσεται, καὶ καταπατήσει λέοντα καὶ δράκοντα· ἐγὼ δὲ λέγω, ἐπὶ ἁμαρτίαν καὶ ἀπόγνωσιν, καὶ τὸν διάβολον, καὶ τὸν δράκοντα τοῦ σώματος».
(Κλίμαξ Ἰωάννου του Σιναΐτου, Λόγος ΚΕ΄, περί ταπεινοφροσύνης)
Ἐὰν ἐξοπλίζεσαι καμμία φορὰ ἐναντίον ἑνὸς πάθους, νὰ παίρνης ὡς σύμμαχο τούτη τὴν ἀρετή. Διότι αὐτὴ «ἐπὶ ἀσπίδα καὶ βασιλίσκον ἐπιβήσεται, καὶ καταπατήσει λέοντα καὶ δράκοντα» (Ψαλμ. Ϟ´ 13), δηλαδή, ὅπως θὰ ἔλεγα ἐγώ, «ἐπὶ ἁμαρτίαν καὶ ἀπόγνωσιν ἐπιβήσεται καὶ καταπατήσει τὸν διάβολον καὶ τὸν δράκοντα τοῦ σώματος».
Ἀδελφοί μου Χριστὸς Ἀνέστη!
Βρισκόμαστε ἤδη στὴν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου, ἀλλὰ ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς, ἐνθυμεῖται προφανῶς, τὸν δρόμο ποὺ διανὺσαμε γιὰ νὰ φτάσουμε στὴν εὐλογημένη αὐτὴν περίοδο.
Ἡ ἀρετὴ τῆς ταπείνωσης προβάλλεται σὰν ἀρχὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας, γιὰ νὰ τονίσει τὴν πραγματικότητα ποὺ παραμένει διαχρονικὰ ἀδιάψευστη: σύμμαχος καὶ ἀσπίδα στὸν δρόμο πρὸς τὴν ἀρετὴ εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη.
Ὅταν τὸ εὐαγγέλιο ἀντιπαραθέτει τὶς δύο ἀντίρροπες ἐκεῖνες προσωπικότηττες τοῦ Φαρισαίου καὶ τοῦ Τελώνου στὴν πρώτη κιόλας Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου, ἀντιπαραθέτει οὐσιαστικὰ δύο κόσμους διαφορετικούς. Ἀπὸ τὴν μία, ὄρθιος και ὑπερήφανος, ὁ κόσμος τῆς αὐτοδικαίωσης, τῆς ὑπεροψίας, τῆς σκληροκαρδίας, τῆς ψυχρότητας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, πεσμένος στη γῆ, ταπεινωμένος, αὐτομεμφώμενος, τύπτων τὸ στῆθος, συντετριμμένος καὶ ἀπόλυτα συνειδητοποιημένος, ὁ κόσμος τῆς αὐτοσυναίσθησης. Ὁ πρῶτος, ἀμετανόητος γιὰ τὰ «ἀνύπαρκτα» καθ’ ἑαυτὸν λάθη του. Ὁ δεύτερος μετανοημένος, μὴ ἔχων τὴν δύναμη κἂν νὰ κοιτάξει πρὸς τὸν οὐρανό γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Ὁ πρῶτος παρ’ ὅλα ταῦτα, τελικά, βδελυκτὸς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ δεύτερος ἐπιστρέφων δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον του.
Γιατὶ ἄραγε ὁ πρῶτος κόσμος εἶναι τόσο ἀπορριπτέος, ἐνῶ εἶναι γεμάτος κατορθώματα ἐναρέτου βίου; Αὐτὸ γίνεται ἀμέσως ἀντιληπτὸ ἂν δοῦμε ἀπὸ μιὰ τρίτη ὀπτικὴ γωνία τὸ σκηνικὸ ποὺ ἔχει στηθεῖ. Τότε θὰ διακρίνουμε στὸν πρῶτο, ἀλαζόνα κόσμο, τὴν παντελὴ ἀπουσία τῆς ἀγάπης, ἐνῶ στὸν δεύτερο τὴν πληρότητά της πρὸς τὸν Θεό, ἡ ὁποία ὀδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἐσωτερικὴ συντριβὴ ἀλλὰ τελικὰ καὶ στὴν πολυπόθητη ἐκ Θεοῦ συμπάθεια.
Καὶ διαπιστώνει τελικὰ κανεὶς ὅτι ὄντως ὁ δρόμος τῆς ταπείνωσης ὁδηγεῖ πρὸς τὴν ἀγάπη. «Νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη» (Α΄ Κορ. 13, 13) θὰ καταλήξει νὰ ὁμολογήσει ὁ Παῦλος. Ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν κορυφὴ θὰ καταλήξει τὴν οὐρανοδρόμο του κλίμακα ὁ Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης
(Λόγος λ΄, «περί ἀγάπης, πίστεως καὶ ἐλπίδος»).
Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀγάπη· «ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, κἂν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν ὥστε ὄρη μεθιστάναι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι» (Α΄ Κορ. 13, 2). Αὐτὸ εἶναι ποὺ ξεχνάει ὁ κάθε «φαρισαῖος» εἰ καὶ πλήρης χαρισμάτων καὶ πνευματικῶν κατορθωμάτων. Ἐμεῖς ἁπλὰ ἐρχόμαστε νὰ συμπληρώσουμε ὅτι καὶ αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἀγάπης κρύβει μέσα της, τὴν ταπείνωση. Καὶ ἔτσι ὁ δρόμος γίνεται ἀμφίρροπος, ἐν μέσῳ τῶν δύο αὐτῶν ἄκρων τῆς τελειότητας.
Κι ἐμεῖς, ταπεινὰ σὰν διάκονοι τῶν τοῦ Θεοῦ Μυστηρίων, ἐρχόμαστε, ἀπὸ τὴν λιγοστὴ ἐμπειρία στὸν χῶρο τῆς Ἱεραποστολῆς στὴν Ἀφρική, νὰ ἐπικυρώσουμε τὰ ὡς ἄνω.
Ὁ Κύριος μᾶς ὁδήγησε σὲ ἕνα κόσμο τὸν ὁποῖο δὲν γνωρίσαμε στὴν νεότητά μας. Ἕναν κόσμο ταπεινωμένο, φτωχό, ὅπου τὰ πρὸς τὸ ζῇν εἶναι πολυτέλεια. Ἡ ἰατροφαρμακευτικὴ περίθαλψη ἀγαθὸ γιὰ τοὺς λίγους. Οἱ ἀσθένειες θανατηφόρες μὲ τὴ θνησιμότητα νὰ μαστίζει ἀδιάκριτα, ἀκόμα καὶ τὶς μικρὲς ἡλικίες. Μὰ καὶ τὰ ἤθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, προγονικά. Ἡ πνευματικότητα πολλάκις ὑπὸ τοῦ μηδενὸς καὶ ἡ θαλπωρὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ποὺ τόσα χρόνια μᾶς ἔτρεφε, τώρα ὑποτονικά, δύσκολα ἀναπληρoῖ τὰ κενὰ ποὺ καὶ αὐτὴ ἀκόμα ἡ διαφορετικὴ γλῶσσα δημιουργεῖ.
Κι ὅμως! Ἐδῶ μᾶς ὁδήγησε ὁ πανάγαθος Θεός, δοκιμάζοντας τὴν ἀγάπη μας καὶ τὴν ταπείνωσή μας. Καὶ ξαφνικὰ γίναμε ἐπαῖτες, οἱ ὁποῖοι καλοῦνται νὰ διασώσουν τὰ παιδιὰ ποὺ ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἐμπιστεύτηκε. Ὅπως ἐκείνη ἡ τραγικὴ ἀλλὰ καὶ μεγαλειώδης μάνα τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ ὁποία ἀκόμα καὶ τῶν κυναρίων τὸν χαρακτηρισμὸ ἀποδέχεται γιὰ νὰ δώσει λίγη «τροφὴ» λύτρωσης στὸ παιδί της ἀπὸ τὰ «ψιχία τῆς τραπέζης τῶν κυρίων» της. Ὅταν ἀγαπᾶς, ταπεινώνεσαι. Καὶ ἡ κάθε εὐτέλεια τὴν ὁποία ὑφίστασαι, εἶναι ἕνα τίποτε μπροστὰ στὸν πόθο γιὰ νὰ διασώσεις τὸ παιδί σου, τὸν ἀδελφό σου, τὸν πατέρα σου, τὴν μάνα σου. Τότε ὅμως, μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ταπείνωση, ἀντικρίζεις τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ συνανθρώπου σου. Τοῦ ξένου αὐτοῦ συνανθρώπου σου, ὁ ὁποῖος τώρα γίνεται συγγενὴς στὸν ἀγῶνα τῆς σωτηρίας σου, στὸν δρόμο πρὸς τὸν Θεό, πρὸς τὸ πέρας τῆς κλίμακος, πρὸς τὴν τελειότητα τῆς ἀγάπης.
Ἀδελφοί μου μὲ τὴν Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ βρισκόμαστε στὸ στάδιο τῆς τοποθέτησης τῆς σκεπῆς στὸν πρῶτο ἐνοριακὸ Ἱ. Ναό μας, τῆς Ἁγίας Ἄννης. Σᾶς πληροφορῶ ὅτι πλησίον τοῦ ὑπάρχοντος οἰκοπέδου, ἔχουμε ἀγοράσει καὶ δεύτερο, γιὰ τὴν οἰκοδόμηση τοῦ σχολείου μας, τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Μένει ἁπλὰ νὰ τὸ ἀποπληρώσουμε. Τὸ ποσὸ ποὺ θα χρειαστεῖ εἶναι 10.000 Εὑρῶ. Γιὰ δὲ τὸ σχολεῖο 50.000 Εὑρῶ, γιὰ τὶς πρῶτες του πτέρυγες.
Γινόμαστε γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ ἐπαῖτες τῆς ἀγάπης σας, γιὰ τὸ καλὸ ἑνὸς κόσμου ποὺ τὴν στερεῖται. Σᾶς ὑπενθυμίζουμε ὅτι ὁ Ναὸς περιθάλπει ψυχές, ἀλλὰ τὸ σχολεῖο διαμορφώνει συνειδήσεις καὶ ἤθη χρηστὰ. Ἐξ ἄλλου, χωρὶς φιλανθρωπία δὲν μποροῦμε νὰ κηρύττουμε Χριστὸ καὶ Ἀγάπη.
Εὐχαριστῶ γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ τὴν Ἀδελφότητα Ὀρθοδόξου Ἐξωτερικῆς Ἱεραποστολῆς, τὸ καλὸ Διοικητικό του Συμβούλιο τοῦ Συλλόγου ποὺ μᾶς ἀγκάλιασε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ μὲ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον στὸν ἀγῶνα θεμελίωσης τῆς ἐκκλησίας μας, χάριν τοῦ ὁποίου ἐξ ἄλλου αὐτὴ τὴ στιγμὴ τελειώνουμε τὴν πιο δύσκολη καὶ ἀκριβὴ φάση τοῦ ἔργου. Χρειαζόμαστε 20.000 Εὑρῶ, γιὰ τὴν τελείωση τοῦ Ἱ. Ναοῦ μας. Ὅποιος ἔχει τὴ δυνατότητα, παρακαλοῦμε ἂς βοηθήσει διὰ μέσου τῆς Ἀδελφότητας. Θὰ εἶναι ὁ πρῶτος ἐνοριακὸς Ναὸς στὸ Ἀνατολικὸ Κονγκό.
Στο δίλεπτο τῆς χήρας τοῦ Εὐαγγελίου ἂς μὴ ξεχνοῦμε ὅτι δὲν μέτρησε ἡ ἀξία τοῦ νομίσματος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸ ὑπερβάλλον τῆς προαιρέσεώς της, ὥστε ἡ προσφορά της νὰ μετρήσει περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη ἀντίστοιχή της.
Χριστός Ανέστη! Εὔχομαι ταπεινὰ τὸ φῶς τὴς Ἀναστάσεως νὰ μᾶς ὀδηγεῖ πάντοτε στὴν προσωπική Πεντηκοστή μας καὶ στὴν συλλογικὴ Χαρὰ καὶ Ἀγάπη τοῦ Τριαδικοῦ μας Θεοῦ.
Μὲ πολλὲς ἐν Χριστῷ εὐχές,
π. Πολύκαρπος Διαμαντόπουλος
Πατριαρχικός Ἐπίτροπος Κισανγκάνι