«Οὕτως λέγει Κύριος· ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου· ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι; καὶ ποῖος τόπος τῆς καταπαύσεώς μου; πάντα γὰρ ταῦτα ἐποίησεν ἡ χείρ μου, καὶ ἔστιν ἐμὰ πάντα ταῦτα, λέγει Κύριος· καὶ ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ᾿ ἢ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου». (Ἡσαΐας 66:1-3).
Πολλές φορές στὴν Ἀφρικὴ μοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ ἀτενίσω τὸν ἔναστρο οὐρανό καὶ νὰ παρηγορηθῶ ἀπὸ τὸν μεγαλοπρεπή, λεγόμενο, «Σταυρὸ τοῦ Νότου», αὐτὸ τὸ ὑπέροχο σύμπλεγμα τῶν τεσσάρων ἀστέρων ποὺ δεσπόζει στὸ οὐράνιο στερέωμα τοῦ νότιου καὶ μόνο ἡμισφαιρίου τῆς γῆς μας. Θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεῖς ὅτι ἴσως εἶναι κι αὐτὸ ἕνα οὐράνιο δῶρο στὸν κόσμο τῆς Ἀφρικῆς, ὅπου βρίσκονται καὶ τὰ φτωχότερα ἔθνη τοῦ κόσμου, δύο ἐκ τῶν ὁποίων ἀξιώθηκα νὰ ὑπηρετήσω μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς εὐλογίες τοῦ Πατριάρχου μας.
Ἀτενίζοντάς τον τώρα καὶ ἀπὸ τὸ ἀγαπητό μας Κονγκό, γεννιέται μέσα μου ἕνα εὔλογο ἐρώτημα: ποιὸς εἶναι ἄραγε ὁ πολυτιμότερος Ναὸς τοῦ κόσμου;
Στὴν Μαδαγασκάρη μοῦ δόθηκε πολλὲς φορὲς ἡ εὐκαιρία νὰ λειτουργήσω στὴν ὕπαιθρο. Τὴν ἴδια τακτικὴ ἀκολουθῶ, ἐξ’ ἀνάγκης βέβαια καὶ στὸ Κισανγκάνι, ἐδῶ στὸ Ἀνατολικὸ Κονγκό. Ὅσες φορὲς καὶ νὰ λειτούργησα ἐκτὸς Ἱ.Ναοῦ, ἔνιωσα μέσα μου μιὰ μοναδικὴ ἐμπειρία. Στοὺς ὑπέροχους ἐκείνους ἑσπερινοὺς κάτω ἀπὸ τὰ κίλι τοῦ Ἀμπανί στὴ Μαδαγασκάρη. Στὶς λειτουργίες δίπλα στὶς καλύβες τῶν ἰθαγενῶν, στὸν ἀπόηχο τῶν κυμάτων, κοντὰ στὸ κανάλι τῆς Μοζαμβίκης. Τώρα στὶς ὄχθες τοῦ γηραιοῦ πατέρα μας ἐδῶ, τοῦ ποταμοῦ Κονγκό, κάτω ἀπὸ τὰ μεγαλοπρεπὴ παλμόδεντρα τοῦ τόπου μας. Ὅλα αὐτὰ μέσα μου συνθέτουν μιὰ ἀνεπανάληπτη εἰκόνα. Ἐπαναλαμβάνουν τὸ ἴδιο ἅσμα. Τονίζουν τὴν μία καὶ μοναδικὴ πραγματικότητα. Παραρατείνουν ἐντός μου τὸ ἐρώτημα καὶ τερματίζουν τὴν λογικὴ στὸ ἴδιο πάντα μονοπάτι. Ἕνα μονοπάτι ποὺ ὀδηγεῖ ἐκεῖ, στοὺς ὡραιότερους Ναούς, τοὺς ὁποίους ἀνθρώπινο χέρι δὲν μπορεῖ νὰ χτίσει καὶ μηχανικὸ σχέδιο δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψει.
Ἂς μὴ γελιόμαστε. Δὲν εἶναι οὔτε τὰ δέντρα, οὔτε ἡ ὕπαιθρος, οὔτε αὐτὸς ὁ μοναδικὸς ὄντως ἔναστρος οὐρανός, οὔτε τὰ κύματα, οὔτε τὰ ποτάμια. Αὐτὰ ὅλα συνθέτουν ὅμως γύρω μας μιὰ μοναδικὴ εἰκόνα ἡ ὁποία μᾶς φέρνει πιὸ κοντὰ στὸ Θεὸ καὶ στὴν ἀλήθεια Του. Ἴσως γιὰ νὰ ταπεινώνουμε καὶ τὸ φρόνημά μας καὶ νὰ ἐπανερχόμαστε στὴν πραγματικότητα.
Ὅλα γύρω μας ἐξαγιάζονται καὶ ἀναγεννῶνται μπροστὰ στὸν μοναδικὸ Ἱερὸ Ναὸ τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ὁ ἁγιασμὸς αὐτὸς ἀντανακλᾶται στὴν φύση, στὰ οἰκήματα, σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ θέλουν μὲ ταπείνωση καὶ ἀγάπη νὰ διατηρήσουν αὐτοὺς τοὺς Ναοὺς, ἐν ἑνότητι καὶ ἀγάπῃ Χριστοῦ. Γι αὐτὸ καὶ οἱ ὑπαίθριες λειτουργίες εἶναι μοναδικὲς ὄντως ἐμπειρικὰ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, ὅταν αὐτὲς γίνονται ἐξ’ ἀνάγκης γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν τοὺς πιστούς, ἰδιαίτερα δὲ τοὺς κατηχουμένους ἀδελφούς. Εἶναι μιὰ ἔκφραση τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης πρὸς τὸν συνάνθρωπο, ἡ ὁποία τελειοῖ πραγματικὰ τὸν κτιστὸ κόσμο καὶ τὸν ἀνάγει στὴν προπτωτική ὀντολογική του πραγματικότητα.
Τότε βλέπει κανεῖς τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο πραγματικὰ εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερο ἀπὸ «τὰ ἔργα τῶν χειρῶν μας», ὅσο κι ἂν καταχρηστικὰ ἐμεῖς θέλουμε νὰ καυχώμαστε γι αὐτά. Ἡ φύσις ὅλη μαρτυρεῖ. Οἱ ἄνθρωποι γύρω σου ὁμολογοῦν μέσῳ αὐτῆς καὶ μόνης τῆς ὕπαρξής τους. Ἐμεῖς, θεατὲς μὰ συγχρόνως καὶ μέτοχοι αὐτῆς τῆς πραγματικότητας, θαυμάζουμε γιὰ τὰ «ἔργα τῶν χειρῶν Του», τὸν ὡραιότερο αὐτὸν Ναό τοῦ κόσμου, τὸν ἄνθρωπο:
«ἡμεῖς γὰρ ναὸς θεοῦ ἐσμεν ζῶντος· καθὼς εἶπεν ὁ θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μου λαός».(Β΄ Κορ. 6,16).
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, αὐτὲς εἶναι μερικὲς ἀπὸ τὶς σκέψεις ποὺ κάνω, καθὼς βλέπω νὰ ἀνεγείρεται σταδιακὰ ὁ Ἱερός μας Ναὸς τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Φυσικὰ μέριμνα ταπεινὴ τοῦ γράφοντος εἶναι νὰ χτίσουμε ἕναν ὄμορφο Ναό, τὸν πρῶτο ἐνοριακὸ Ναὸ τῆς Ἐπισκοπῆς μας, ὁ ὁποῖος, σκοπός εἶναι νὰ γίνει τὸ μέσον διὰ τοῦ ὁποίου θὰ περιποιούμαστε καὶ θὰ φροντίζουμε τοὺς ἀνεκτίμητους αὐτοὺς Ναοὺς ψυχῶν τε καὶ σωμάτων, τῶν ἰθαγενῶν ἀδελφῶν μας. Ἔτσι, πραγματικά, θὰ χτίσουμε ὄντως Ναὸ Θεοῦ ζῶντος καὶ ὄχι ἁπλὰ μιὰ Ἐκκλησία. Αὑτὴ τὴ στιγμὴ βρισκόμαστε στὴν ἀναζήτηση τοῦ ποσοῦ τῶν 20.000 Εὑρῶ ποὺ ὑπολείπονται γιὰ τὴν ἀποπεράτωση τοῦ Ἱεροῦ αὐτοῦ Ναοῦ μας.
Ἤδη ἔχουμε προβεῖ καὶ στὴν ἀγορὰ ἑνὸς οἰκοπέδου πλησίον τοῦ ὑπάρχοντος, γιὰ τὸ ὁποῖο ἀναζητοῦμε δωρητὴ γιὰ τὴν ἀποπληρωμή του. Χρωστοῦμε 10.000 Εὑρῶ.
Γύρω ἀπὸ τὸν Ναό, περιμετρικά, προγραμματίσαμε τὴν οἰκοδόμηση τοῦ πρώτου σχολείου μας, τὸ ὁποῖο θὰ διδάσκει στὰ φτωχά παιδιά μας τὴν Πίστη μας, ἀλλὰ καὶ θὰ προσφέρει σὲ αὐτὰ τὴν πολύτιμη μόρφωση. Ἐκκλησία χωρὶς σχολεῖα δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ. Ἂς μὴν το ξεχνοῦμε αὐτό. Παρακαλοῦμε, ὅποιος ἔχει τὴν δυνατότητα, ἂς συμβάλει στὴν ἀνέγερση αὐτοῦ τοῦ Σχολείου, τοῦ «Ἁγίου Νεκταρίου». Ἕνα ἀρχικό, πρόχειρο πλάνο ἀνέγερσης τῶν πρώτων πτερύγων, ἀνέρχεται στὴν τιμὴ τῶν 50.000 Εὑρῶ.
Εὐχαριστοῦμε γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὴν Ἀδελφότητα Ὀρθοδόξου Ἐξωτερικῆς Ἱεραποστολῆς Θεσσαλονίκης, ἡ ὁποία στέκεται ἀδελφικὰ στὸ πλάϊ τῆς προσπάθειάς μας, πατερικὰ δὲ πλησίον τοῦ γράφοντος.
Προσευχόμαστε στὸν Κύριο γιὰ τοὺς ἀγαθοὺς δωρητές μας, οἱ ὁποῖοι μπήκαν ἤδη στὴν λίστα τῶν κτιτόρων τῆς Ἑπισκοπής μας καὶ θὰ μνημονεύονται αἰωνίως στὶς Ἁγίες Τράπεζες τῶν Ἐκκλησιῶν, τὶς ὁποῖες μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ Πατριάρχου μας καὶ τὶς δικές σας προσευχές, ἐλπίζουμε ὅτι θὰ δοῦμε τὰ ἑπόμενα χρόνια νὰ κοσμοῦν τὴν Ἐπισκοπή μας.
Ἡ ταπεινή μου προσευχή εἶναι μία, κοινὴ γιὰ ὅλους μας, μὲ τὴν ὁποία σᾶς ἀσπάζομαι ἐν Κυρίῳ καὶ σᾶς εὐχαριστῶ ἐκ καρδίας:
«Κύριε τὰ ἔργα τῶν χειρῶν Σου μὴ παρίδῃς».
π. Πολύκαρπος Διαμαντόπουλος
Πατριαρχικός Επίτροπος