Ο Καλός Ποιμένας ανεχώρησε. Έλαβε την κλήση από τον Κύριό του: «εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! … εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου» (Ματθ. 25:23). Ο πατήρ Βαρνάβας έχει αναπαυθεί εν Κυρίω. Είθε η μνήμη του να είναι αιώνια.
Ήμασταν βαθιά σοκαρισμένοι και λυπημένοι εκείνη την Τρίτη 22 Ιουνίου, που λάβαμε ένα τηλεφώνημα από την πρεσβυτέρα Μαρία που μας είπε ότι ο πατήρ Βαρνάβας είχε πεθάνει. Μόλις δέκα μέρες πριν, ήμασταν μαζί του στη Λαμπάσα, συμπροσευχόμενοι στις ακολουθίες και τις λειτουργίες και κάνοντας σχέδια για το μέλλον. Εκείνος, ο οποίος ήταν καλά στην υγεία του κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας, χαρούμενος που ήταν με τον Μητροπολίτη του, απροσδόκητα και ξαφνικά αισθάνθηκε να μην μπορεί να αναπνεύσει εκείνο το πρωί. Μέσα σε λίγες ώρες από τη μεταφορά του στο νοσοκομείο, την ίδια μέρα, άφησε την τελευταία του πνοή και εκοιμήθη εν Κυρίω.
Μια αδιάγνωστη αδυναμία της καρδιάς του (καρδιακή ανεπάρκεια), που πιθανότατα προκλήθηκε από τη σταδιακή εξέλιξη του διαβήτη, τόσο κοινή μεταξύ των φτωχών ανθρώπων των πτωχών εθνών, πήρε για άλλη μια φορά, πρόωρα, μια ζωή στον Ειρηνικό.
Αλλά τα πάντα βρίσκονται στην Πρόνοια του Θεού, του Καλού και Επουράνιου Πατέρα. Ήταν ο Κύριος που τον κάλεσε, όταν τον βρήκε έτοιμο, εκπληρώσαντα το καθήκον το οποίο τού είχε ανατεθεί με την χειροτονία του, ακριβώς έντεκα χρόνια και έντεκα ημέρες νωρίτερα. Εφάρμοσε με απλότητα και υπακοή τη συμβουλή που είχε λάβει από τον Γέροντά του: «Αγάπα τους πάντες, προσευχήσου για όλους, φύτεψε τους σπόρους και θα φέρουν τους καρπούς». Και ο καρπός πράγματι γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Ο ταπεινός ναός των Αγίων Νικολάου και Αθανασίου, με τη Χάρη του Θεού και την ανιδιοτελή υπηρεσία του πατέρα Βαρνάβα, έγινε μια ζωντανή ενορία, μεγάλη σε αριθμό και υποδειγματική σε δραστηριότητες, γεμάτη με ανθρώπους από μη χριστιανικό υπόβαθρο, που έσπευσαν σε αυτή την πνευματική όαση στη μέση μιας πνευματικής ερήμου, για να βρουν τον Χριστό.
Φτάσαμε στη Labasa 2 μέρες αφότου είχαμε ακούσει για πρώτη φορά τα νέα. Ο Μητροπολίτης ήρθε για να προσευχηθεί για την ανάπαυση της ψυχής του π. Βαρνάβα, να συμπαρασταθεί στην οικογένεια και τα μέλη του ποιμνίου και να τελέσει την κηδεία. Ο κόσμος είχε ήδη αρχίσει να επισκέπτεται το σπίτι και την Πρεσβυτέρα Μαρία. Κατά την παραμονή της κηδείας, καθ’ όλη τη διάρκεια της νυχτερινής αγρυπνίας, το πρωινό της κηδείας, και κατά την ακολουθία της κηδείας, εκατοντάδες άνθρωποι επισκέφθηκαν, προσευχήθηκαν και εξέφρασαν τη βαθιά θλίψη και τα συλλυπητήριά τους. Άνθρωποι όλων των θρησκειών – Ινδουιστές, Μουσουλμάνοι, Ορθόδοξοι και άλλοι Χριστιανοί – των οποίων η ζωή είχε επηρεαστεί βαθιά, ακόμη και αλλάξει, μέσω της συνάντησης και της φιλίας τους με αυτόν τον αληθινό και καλό υπηρέτη του Χριστού.
Η έκφραση αυτών των ανθρώπων ήταν συγχρόνως θλιμμένη και χαρούμενη. Τα συναισθήματα τους επίσης, αντανακλούσαν χαρά και λύπη. Θα τους λείψει αυτός ο Καλός Ποιμένας, αλλά η δική τους ζωή έχει αλλάξει για πάντα προς το καλύτερο. Ένας άνδρας πλησίασε τον Μητροπολίτη: «Είναι πολύ δύσκολο να βρεις έναν καλό άνθρωπο σαν αυτόν». Ένας άλλος πέρασε και είπε «Σας παρακαλώ, μπορείτε να μας στείλετε έναν άλλο ιερέα όπως τον π. Βαρνάβα;» Και αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν καν μέλος της εκκλησίας. Ο Ιμάμης, προς το τέλος της κηδείας, ήρθε και έκανε μια βαθιά υπόκλιση μπροστά στο σκήνωμα του ιερέα. Για χρόνια, οι ντόπιοι, συμπεριλαμβανομένων των γιατρών, ήξεραν ότι αν ήσουν άρρωστος, ακόμη και με μια ασθένεια με την οποία ο γιατρός δεν μπορούσε να βοηθήσει, ή αν είχες επηρεαστεί από κάποια μαγεία, θα έπρεπε να πας και να ψάξεις τον ιερέα με τη μαύρη ρόμπα,, το μαύρο ράσο, και να του ζητήσεις να προσευχηθεί για σένα, κάτι που θα έκανε πάντα για οποιονδήποτε, ανά πάσα στιγμή και χωρίς πληρωμή. Και τα θαύματα ήταν πολλά. Οι ιστορίες ήταν εκπληκτικές και ατελείωτες.
Έτσι, η θλίψη όταν φέραμε το σκήνωμα στο ανοιχτό φέρετρο από το νεκροτομείο ήταν έντονη. Πολλοί από τους παρευρισκόμενους, οι οποίοι δεν μπορούσαν να χωρέσουν μέσα στην εκκλησία ή ακόμα και στον προαύλιο χώρο της, δεν είχαν παρευρεθεί ποτέ πριν σε ορθόδοξη ακολουθία. Στην ολονύχτια αγρυπνία, η θέα του προσώπου του κατά την ανάγνωση των Ευαγγελίων ήταν παρηγορητική και ενθαρρυντική για όλους. Τρεις ιερείς με τον Μητροπολίτη τους διάβαζαν το ιερό Ευαγγέλιο και με τη βοήθεια των πιστών, μερικοί από τους οποίους είχαν ταξιδέψει από το μακρινό Σαβουσάβου, τελούσαν βραδινές και πρωινές ακολουθίες, συμπεριλαμβανομένης της Θείας Λειτουργίας την αυγή. Στεκόμενοι ο ένας δίπλα στον άλλο στον κατάμεστο ναό, γύρω από το φέρετρο όπου βρισκόταν το σώμα του ποιμένα τους, ντυμένο με τα ιερατικά του άμφια, ακτινοβολώντας γαλήνη, όλοι είχαν την αίσθηση ότι ο χρόνος σταμάτησε, όπως συμβαίνει σε εκείνες τις σπάνιες, κρίσιμες στιγμές της ζωής.
Μόλις μπήκε στην εκκλησία, η πρεσβυτέρα Μαρία έμεινε κοντά στο σκήνωμα όλη τη νύχτα. Μας είπε μετά: «Μόλις αρχίσαμε να διαβάζουμε το Ευαγγέλιο αφού τον είχαμε φέρει στην εκκλησία, το πρόσωπό του έχασε αυτή την αρχική έκφραση της ενόχλησης και έγινε ήρεμο. Τα χείλη του ήταν εκφραστικά και σχεδόν χαμογελαστά».
Είπε, στοργικά, ότι αναγνώριζε αυτή την έκφραση ως ένα χαμόγελο που θα έκανε όποτε την πείραζε καλοσυνάτα.
Στο τέλος της κηδείας, ο Μητροπολίτης κάλεσε όλους να πλησιάσουν το φέρετρο και να φιλήσουν το Ευαγγέλιο και το χέρι του ιερέα τους και έτσι να λάβουν την τελική ευλογία από αυτόν και να τον χαιρετήσουν για τελευταία φορά. Ο αριθμός των ανθρώπων ήταν μεγάλος, αλλά με υπομονή όλοι πλησίασαν και φίλησαν το χέρι, το οποίο μετά από επτά ημέρες ήταν ακόμα μαλακό και εύκαμπτο.
Εκτός από τον ιμάμη και τον ινδουιστή ιερέα, υπήρχαν πολλοί παρόντες τους οποίους αυτό το χέρι είχε ευλογήσει και θεραπεύσει – πιθανώς ακόμη και εκείνη η μικρή μουσουλμάνα που είχε αγγίξει τη ρόμπα του στην αγορά και θεραπεύτηκε από τη ροή του αίματος μερικά χρόνια νωρίτερα. Άλλοι άνθρωποι επίσης, φυλακισμένοι, ορφανά και άστεγοι που η καρδιά του είχε αγαπήσει και το χέρι είχε δώσει υποστήριξη ανιδιοτελώς και συχνά κρυφά.
Όταν ο πατήρ Βαρνάβας και η Πρεσβυτέρα Μαρία έγιναν χριστιανοί, ήταν πολύ δύσκολο γι’ αυτούς. Πολλοί από τους φίλους και την οικογένειά τους τους απέρριπταν για μερικά χρόνια. Με την πάροδο του χρόνου, οι περισσότεροι συμφιλιώθηκαν, βιώνοντας τη θετική αλλαγή σε αυτούς και τη δύναμη της ιερατικής προσευχής του. Αλλά μία συγκεκριμένη εξαδέλφη τους δεν μπορούσε να τους δεχτεί, και ακόμη και εμπρός στο πρόσωπό του, τον κατηγόρησε ότι ασκούσε μαγεία. Η απάντησή του ήταν «Πώς μπορώ να κάνω μαγεία με το Ευαγγέλιο;» Την ημέρα της κηδείας, όμως, παρά την απόρριψή της προς το πρόσωπό του και παρά τον ισχυρό χρόνιο πόνο στο πόδι της που την δυσκόλευε να περπατήσει, ήταν εκεί. Η Πρεσβυτέρα την παρατήρησε να κρατάει το χέρι του, και να προσεύχεται. Την επόμενη μέρα, η ίδια εξαδέλφη ήρθε ξανά στο σπίτι. Χαμογελούσε αυτή τη φορά και εμφανώς περπατούσε κανονικά και άνετα. Είπε στην Πρεσβυτέρα «Ο ξάδερφός μου πέθανε, αλλά ακόμη και στο θάνατο, με θεράπευσε. Κοίτα, είμαι καλά!».
Αγαπητέ μας πάτερ Βαρνάβα, πράγματι, σύμφωνα με την ευλογία και την ευχή του Γέροντά μας, Μητροπολίτη Αμφιλοχίου, ο μικρός Ορθόδοξος ναός στο Vanua Levu μεταμορφώθηκε, μέσα από εσάς, σε πνευματική όαση και σημείο αναφοράς. Ο Χριστός, ακόμη και σταυρωμένος, έγινε η δύναμη και ο ενθουσιασμός σας και εργάστηκε μέσω εσάς. Γίνατε μιμητής των Αποστόλων, όπως ήταν και εκείνοι του Χριστού. Οι ενορίτες θα σας αγαπούν για πάντα, όλο το Vanua Levu, τα Φίτζι και η Ιερά Μητρόπολή μας θα χαίρονται για πάντα μαζί σας και η Αγία Ορθοδοξία μας θα καμαρώνει εν Κυρίω για εσάς. Αμήν.
π. Μελέτιος Πάντιτς