Ο ήλιος ακόμα μια μέρα ξεκίνησε τον κύκλο του στον ουρανό. Ζέστη, σχεδόν υποφερτή. Ανοιχτό παράθυρο, ένα ιδιόμορφο έντομο με μακριά λεπτότατα πόδια σκαρφαλώνει στο γραφείο και με πλησιάζει αμέριμνο.
Στον διάδρομο της κλινικής ακούω φωνές. Άνθρωποι πηγαίνουν και έρχονται, προφανώς κρατώντας ακτινογραφίες, οι οποίες σε κάθε κίνησή τους κάνουν έναν σχεδόν απόκοσμο ήχο.
Χτύπημα στην πόρτα. Άμεση σκέψη: «πάλι μπέρδεψαν το οφθαλμολογικό ιατρείο με το γραφείο της Επισκοπής». Παραταύτα απαντώ μηχανικά: «περάστε!».
Το χερούλι κατεβαίνει με τρίξιμο, και ξεπροβάλει δειλά-δειλά ένας κάθιδρος άντρας.
Αμήχανο χαμόγελο και χαιρετισμός. Του εξηγώ γρήγορα ότι ο οφθαλμίατρος είναι ακριβώς απέναντι και γυρνώ στο έντομο μου, το οποίο στο ενδιάμεσο κάπου χάθηκε μέσα στα μολύβια.
«Όχι, πάτερ!», αναφέρει ο άνθρωπος, «εσάς θέλω!». Παράδοξο σκέφτηκα, αφήνοντας το έντομο στο δάσος με τα Faber μολύβια και τα πολύχρωμα στυλό, ενώ συγχρόνως προσέφερα μια θέση στον επισκέπτη μου.
—Σας ακούω, του είπα κάπως ψυχρά.
—Πάτερ, μετά από 60 χιλιόμετρα και μια μέρα περπάτημα έφτασα ως εδω…
Πρώτος λογισμός: «συνήθεις δικαιολογίες κάποιου που θα ζητήσει χρήματα». Με ηχητικό χαλί τον μονόλογο του ανθρώπου, ανοίγω το συρτάρι του γραφείου, πιάνω ένα χαρτονόμισμα και το προτάσσω.
—Ίσως δεν με καταλάβατε, αναφέρει, δεν ήρθα για να πάρω χρήματα. Ήρθα να σας προσφέρω κάτι!
Πάγωσα. Ο άνθρωπος σχεδόν είχε προσβληθεί από την μηχανική κίνησή μου. Αφήνω το χαρτονόμισμα στο γραφείο, σφίγγω τα φρύδια και του ζητώ να μου εξηγήσει. 60 χιλιόμετρα ποδαροδρομος για να προσφέρεις κάτι, είναι, αν μη τι άλλο, παράξενο.
—Σας ξέρουμε από περιγραφές. Μάθαμε το έργο σας. Είδαμε τον Σταυρό να υψώνεται σε κτήρια και τη χαρά να διαχέεται στον κόσμο πέριξ αυτών. Δυστυχώς στο χωριό μας ουδέποτε έφτασε ορθόδοξος ιεραπόστολος. Δυστυχώς δεν διαθέτουμε κανένα ναό. Και γι’ αυτά τα δύο «δυστυχώς» αποφασίσαμε ως κοινότητα να προσφέρουμε ένα χωράφι σ’ εσάς ούτως ώστε να δημιουργήσουμε το κέντρο της πίστης μας.
—Το κέντρο της πίστης σας; επαναλαμβάνω.
Παράξενη διατύπωση και συνάμα παράξενα ειλικρινής.
—Με βρίσκετε κάπως απροετοίμαστο.
—Σας παρακαλώ, τολμήστε το ταξίδι στο χωριό μας, αντέτεινε με γουρλωμένα μάτια. Σας παρακαλώ, πάτερ.
—Στην επόμενη περιοδεία μας, θα είστε ο πρώτος σταθμός. Σε περίπου ένα μήνα, του υποσχέθηκα.
Ένα χαμόγελο φώτισε το σκούρο δέρμα και δύο χείλη ακούμπησαν το αμήχανο χέρι μου, το οποίο μέχρι τότε χτυπούσε ρυθμικά το χαρτονόμισμα. Σηκώθηκα, τον πίεσα να πάρει τα χρήματα για να γυρίσει με όχημα πίσω και η πόρτα έκλεισε, αφού πρώτα το πόμολο έκανε τον χαρακτηριστικό του ήχο. Σιωπή στο γραφείο. Φωνές απ’ έξω. Ακτινογραφίες να ανεμίζουν κι εγώ παγωμένος κοιτώ την πόρτα.
Ένα μήνα μετά και το αμάξι μουγκρίζει φορτωμένο τρόφιμα και ανθρώπους. Πίσω άλλο με φάρμακα, πιο πίσω και κρατική ασφάλεια. Άχαρη συνοδεία, σκέφτηκα, καμία φορά όμως, πάνω στην κούρασή τους λένε εξαιρετικά αστεία και ιστορίες από την υπηρεσία τους. Κάπως έτσι αντισταθμίζουν την ένοπλη παρουσία τους.
Βάζουμε μπρος! Κάνω τον σταυρό μου… Διάρκεια ταξιδιού 3 ώρες, περίπου. Φτάνουμε σε ένα άνοιγμα. Μια φιγούρα μας περιμένει. Κάθιδρη και πάλι, με τα ίδια ρούχα και, ευτυχώς, το ίδιο χαμόγελο. Ο άνθρωπος του γραφείου. Ασπασμός και φιλιά. Δάκρυα από μεριάς του απρόσμενα. Αλλεπάλληλα ευχαριστώ. Μας οδηγεί στο ποτάμι. Μπαίνουμε στις πιρόγες και συνεχίζουμε για περίπου μία ώρα κατά μήκους του ποταμού.
Η πιρόγα βρήκε στη λάσπη. Ένας–ένας με μικρά άλματα, ανυπόδητοι, πέφτουμε έως τα γόνατα στο ποτάμι και συνεχίζουμε. Το χωριό ισα–ίσα που φαίνεται. Καλύβια και ένας καπνός στη μέση. Πλήθος μας περιμένει. Μάτια αγωνίας και χέρια γεμάτα δώρα. Καλάθια από φύλλα φτιαγμένα γεμάτα καρπούς τροπικούς. Κοτόπουλα δεμένα από τα πόδια. Στάμνες με νερό. Φωνές, αλαλαγμοί. Ένα καλωσόρισμα δυσανάλογο του κόπου και της αξίας μας. Χέρια μας αγγίζουν, παιδιά τραβούν τα ράσα μας. Νεαροί χαϊδεύουν τα πρόσωπά τους απορώντας τι είναι αυτά τα μούσια που έχουμε. «Ευχαριστούμε, ευχαριστούμε…». Μια φωνή παντού. Μουσικές από κρουστά. Με σχετική επισημότητα ένας ηλικιωμένος άντρας μας φέρνει ένα έγγραφο. «Ορίστε, το χαρτί για το χωράφι. Κάντε το καλύτερο που μπορείτε».
Ζάλη. Μια ζάλη υπέροχη. Σα να μέθυσα με το πιο γλυκό ποτό της οικουμένης. Μέσα σε μισή ώρα μού τα είπαν και τα έκαναν όλα. Σαν ένα παιδί που έχει ώρες να μιλήσει και βλέπει ξαφνικά τον καλύτερό του φίλο μετά από χρόνια. Σχεδόν ασθμαίνοντας με τη λαχτάρα της ζωής. Με τράβηξαν σχεδόν ως το χωράφι. Είδα έναν υπέροχο χώρο. Σίγουρα σπουδαίο και ακριβό. Αυτοί οι άνθρωποι, άγευστοι της λατρείας της Εκκλησίας μας δίνουν τα πάντα γι’ αυτή. Για να γνωρίσουν δι’ αισθήσεων τον Θεό. Για να γίνουν σώμα με το Σώμα.
Έμεινα ώρα να κοιτάζω το χωράφι και σχεδόν είδα έναν ναό στο κέντρο να σηκώνει τον Σταυρό στην οροφή του. Έκλεισα το συμβόλαιο στο χέρι μου, το δίπλωσα και το εναπόθεσα στον κόρφο μου. Κάθισα στο κοινό τραπέζι. Γέλασα και συγκινήθηκα. Είδα την αρχοντιά της φτώχειας. Ο ήλιος έπεσε. Η πιρόγα ξεκόλλησε από τη λάσπη. Οι ρόδες κύλησαν και 3 ώρες μετά, στο γραφείο με το δάσος από μολύβια και στυλό, σχεδίασα πίσω από το συμβόλαιο την εκκλησία. Ακριβώς όπως μια μέρα η αγάπη του κόσμου θα την κάνει να λάβει σάρκα και οστά.
✝ Ο Τολιάρας Πρόδρομος