Καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφταναν ὅλα τὰ ἄλλα, ἦρθε καὶ ἡ πανδημία…
Ἀγκομαχώντας ἀπὸ τὸν δυνατὸ ἥλιο, ποὺ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔσβηνε τὴν κάψα του στὶς πυρακτωμένες πέτρες ἡ δυνατὴ καταιγίδα, ἀπίθωσε τὸ τσουβάλι μὲ τὰ κάρβουνα ποὺ κουβαλοῦσε στὸ κεφάλι της κάτω ἀπὸ τὸ φουντωτὸ δένδρο καὶ βρῆκε μιὰ εὐκαιρία νὰ ἀφήσει τὴ φαντασία της νὰ σκαρφαλώσει μέχρι τὴν χωμάτινη καλύβα της, ὅπου κατάχαμα μὲ ἕνα λάσπινο τοῦβλο γιὰ προσκέφαλο, κοιτόταν τὸ ἄρρωστο παιδί της, νηστικό, μὲ τὸν πυρετὸ νὰ στεγνώνει τὰ χειλάκια του καὶ νὰ ἀτονεῖ τὸ ζωηρὸ του βλέμμα.
Καὶ νἄθελε δὲν μποροῦσε νὰ συνεχίσει τὸ περπάτημά της γιατὶ ἡ καταιγίδα τῆς ἔκλεινε τὸν δρόμο. Μόνο τὴν σκέψη της δὲν μποροῦσε νὰ σταματήσει ἡ ξαφνικὴ καὶ δυνατὴ βροχή, ποὺ μὲ ὁρμὴ καὶ ἀγωνία ἔτρεχε πάνω στοὺς λασπωμένους χωματόδρομους καὶ ἀγκομαχώντας ἀνέβαινε τὴν ἀνηφόρα, ἔφτανε καὶ παραμέριζε τὸ τσουβάλι ποὺ ἐκτελοῦσε χρέη πόρτας στὴν χωμάτινη καλύβα της καὶ ἔπεφτε πάνω ἀπὸ τὸ σπλάγχνο της γιὰ νὰ ἀφουγκραστεῖ τὴν ταλαιπωρημένη ἀνάσα του καὶ νὰ σκουπίσει τὸν ἱδρῶτα ἀπὸ τὸν πυρετό, ποὺ τόσες μέρες πιὰ τὸ ταλαιπωρεῖ.
Αὐτὴ ἦταν ὅλη κι ὅλη ἡ περιουσία της. Τὸ μονάκριβο σπλάγχνο της, ἡ καλύβα της, τὸ τσουβάλι στὴν πόρτα, τρεῖς πέτρες ποὺ πάνω τους ἔβαζε τὸ τσουκάλι καὶ μαγείρευε, δυὸ χράμια ψάθινα καὶ δυὸ κότες. Αὐτές, τρομαγμένες ἀπὸ τὴν ἀναπάντεχη καταιγίδα, φώλιασαν μέσα στὴν καλύβα καὶ τσιμπολογοῦσαν τὰ ποδαράκια τοῦ μικροῦ ἄρρωστου. Θυμήθηκε πὼς τὴν Κυριακὴ ποὺ πῆγε νὰ ἐκκλησιαστεῖ στὸ ναὸ τοῦ χωριοῦ τους, ὁ παπὰς μετὰ τὴν Θεία Κοινωνία καὶ τὸ ὀλιγόλεπτο κήρυγμα, τοὺς διάβασε μιὰ εὐχὴ γιὰ τὴν ἀρρώστια, αὐτὴ ποὺ παντοῦ πλέον τὴν λένε πανδημία, διότι σὰν τὸ ὕπουλο φίδι ἔχωνε τὴ μουσούδα του σὲ κάθε γωνιὰ τοῦ κόσμου. Ἡ ἀπορία της ἦταν ποῦ τὴν βρῆκε κι αὐτὴν, ἐκεῖ πάνω στὸ καλύβι της ποὺ τόσα χρόνια, σὲ πεῖσμα τῆς δυνατῆς βροχῆς καὶ τοῦ ἀδυσώπητου ἀνέμου, ἦταν γαντζωμένο πάνω στὸ λόφο, λίγο πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὸ χωριό, καὶ ποὺ ὅταν εἶχε καλοκαιρία ἔβλεπε τὸ μάτι της μὲχρι πέρα τὶς κορφὲς τῆς ρηγματώδους χαράδρας, ποὺ οἱ Ἄγγλοι τὴν ἔλεγαν Rift Valley. Στὰ ρηχὰ τῆς χαράδρας ἁπλωνόταν ἡ μεγάλη Ρουάχα, τὸ σαφάρι μὲ τὰ λιοντάρια καὶ τοὺς ἐλέφαντες, τὰ ἐλάφια καὶ τοὺς κροκόδειλους… Τὶ εὐτυχία ζοῦσε μέσα στὴν ψυχή της ὅταν σκεφτόταν ὅτι ἐκεῖ κάτω στὴν ζούγκλα ζοῦσαν ἐλεύθερα μέσα στὸν δικό τους παράδεισο τόσα λογῆς-λογῆς ἄγρια ζῶα, χωρὶς ἀνθρώπου ἀνάγκη καὶ παρουσία, καὶ ἔβλεπε τὸ ἀγόρι της νὰ μπουσουλάει κι αὐτὸ χαρούμενο καὶ γυμνὸ κάτω ἀπὸ τὸν ἀνήλεο μεσημεριανό ἥλιο. Πόσο μακάρια θὰ ἦταν, Θεέ μου, ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ἄμα σεβόμασταν ὅλοι τὴν κάθε ὕπαρξη καὶ ζούσαμε εἰρηνικὰ καὶ ἄδολα μὲ ἀγάπη πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις….
Μόλις λίγο κόπασε ἡ δυνατὴ μπόρα, συμμάζεψε τὶς σκέψεις της, φορτώθηκε τὸ τσουβάλι μὲ τὰ κάρβουνα στὸ κεφάλι της καὶ συνέχισε τὴν ἀνηφόρα. Ὁ ἄντρας της, λαφρὺ τὸ χῶμα ποὺ τὸν σκεπάζει, εἶχε πεθάνει πρὶν νὰ γεννηθεῖ τὸ μωρό, ἀπὸ τὴν ἀρρώστια ποὺ τὴν εἶπαν λαίλαπα τῆς Ἀφρικῆς. Βιάστηκε νὰ φύγει, ἀφήνοντάς την μόνη μὲ ἕνα παιδὶ στὴν κοιλιὰ, ὅμως αὐτὴ βρῆκε παρηγοριὰ κοντὰ στὴν Ἐκκλησία, στὸ κέντρο τῶν λευκῶν ἱεραποστόλων, δίπλα στὶς δυὸ καλόγριες ποὺ τὴν στήριξαν στὴν χηρεία καὶ τὴν ὀρφάνια τοῦ σπλάγχνου της. Ἐκεῖ τώρα εἶχε καὶ τὴν ἐλπίδα της. Ἐκεῖ, οἱ λευκοὶ ἱεραπόστολοι εἶχαν κτίσει μιὰ Κλινική, σωστὴ ὄαση στὴν πάμπτωχη περιοχή τους, μὲ χρήματα ἀπὸ μιὰ μακρινὴ χώρα, ποὺ αὐτὴ πρώτη φορὰ τὴν ἄκουγε, καὶ τὴν ἔλεγαν Ἑλλάδα. Ἐκεῖ σ’ αὐτὴν τὴν Κλινικὴ ἔτρεχαν κάθε μέρα πλῆθος κόσμου ἀπ’ ὅλα τὰ γύρω χωριὰ καὶ ἔπαιρναν δωρεὰν τὰ φάρμακα ποὺ χρειάζονταν ὅλοι τους. Ποῦ νὰ βροῦν ἄλλωστε χρήματα αὐτοὶ οἱ φτωχοὶ ἄνθρωποι, ποὺ ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἡ βροχή καὶ ὁ ἀδυσώπητος ἥλιος ἀλλὰ καὶ ἡ ξηρασία ἀπὸ τὴν ἄλλη, κατέστρεφαν κάθε φιλότιμη προσπάθειά τους νὰ βροῦν ἀκόμη καὶ τὰ ἀναγκαῖα!
Πολλὲς φορές, στὴν προσευχή της, τὴν ὥρα ποὺ ἀπιθώνει στὰ χέρια τοῦ μεγάλου Θεοῦ ὅλη τὴ ζωή της καὶ τὴν ζωὴ τοῦ σπλάγχνου της, στὸ τέλος τοῦ ψιθυρίζει πιὸ χαμηλόφωνα, γιὰ νὰ μὴ τυχὸν τὴν ἀκούσει τὸ μικρό: Θεέ μου, μὴ ξεχνᾶς τοὺς φτωχοὺς σου! Καὶ εἶναι σίγουρη πὼς καὶ τώρα, ὅπως καὶ πάντα ὁ καλὸς Θεὸς δὲ θὰ λησμονήσει τὸ ὀρφανό της, ἀλλὰ καὶ κανένα ὀρφανὸ καὶ ταπεινὸ ποὺ ἔχει τὴν καρδιά του κολλημένη στὴν θύμηση τοῦ Θεοῦ.
✝Ο Αρούσας Αγαθόνικος