Η Αγιοπνευματοκίνητη Εκκλησία μας – ορθά και για λόγους διδαχής και ασφάλειας -ορίζει μερικές Κυριακές του εκκλησιαστικού έτους να είναι αφιερωμένες στις Οικουμενικές Συνόδους. Στόχος της είναι να προβάλει και να τιμήσει τους Πατέρες που συμμετείχαν σε αυτές κρατώντας ανόθευτη την πίστη μας-χάριτι Θεού-από ποικίλες αιρέσεις και διαστροφές της δογματικής αλήθειας που εκφράζει και εκφράζεται από τη μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο π.Ιωάννης ο Ρωμανίδης, «ο κύριος σκοπός των Οικουμενικών Συνόδων είναι η περί της ορθής πίστεως πληροφορία των κατηχουμένων και πιστών υπό των θεουμένων και καθαιρουμένων πνευματικών ηγετών της Εκκλησίας έναντι μιας εντός της Εκκλησίας αναφυείσης αιρέσεως, ήτις ως αποτέλεσμα θα είχε την καταστροφήν της προς θέωσιν οδήγησιν των πιστών. Δια τον λόγον αυτόν ο θέλων πραγματικώς να υπεισέλθη εις τα πνευματικά μυστήρια των κατά των αιρετικών γραφομένων των Αγίων Πατέρων, οφείλει να διαβάση και να μελετήση και τα περί εν Χριστώ ασκητικά γραφόμενα αυτών».1
Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε στη Χαλκηδόνα το 451 μ.Χ.2, από το αυτοκρατορικό ζεύγος Μαρκιανό και Πουλχερία. Είχε πολύ μεγάλη σημασία η επίλυση της εκκλησιαστικής αυτής έριδας (αίρεση Μονοφυσιτισμού) τόσο για την ειρήνη του κράτους όσο και για την πορεία της εκκλησίας στο διάβα της ιστορίας. Γι’ αυτό η παρουσία τόσο πολιτικών αρχόντων3 όσο και επισκόπων (630 περίπου) ήταν αυξημένη. Παρευρέθηκαν στις εργασίες της Συνόδου ακόμα και ο αυτοκράτορας Μαρκιανός με τη σύζυγό του4, όλοι οι εκπρόσωποι των πρεσβυγενών πατριαρχείων και μια ισχυρή αντιπροσωπεία του Πάπα Ρώμης5.
Ας πάρουμε τα γεγονότα από την αρχή…
Το 448 μ.Χ. υπήρχαν δύο φίλοι· ο Ευσέβιος, επίσκοπος Δορυλαίου, και ο αρχιμανδρίτης Ευτυχής6, ο οποίος ήταν ηγούμενος σε ένα μεγάλο μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης και πνευματικός πατέρας πλήθους άλλων κοινοβίων. Σε μια συζήτησή τους διαφώνησαν έντονα όταν ο Ευτυχής ισχυρίστηκε πως μετά την ένωση της ανθρώπινης και της θεϊκής φύσεως του Χριστού, η ανθρώπινη υποχώρησε και επικράτησε η θεία. Επομένως, ο Ιησούς από την σύλληψή του στα σπλάχνα της Παρθένου και μετά, είχε μόνο θεϊκή φύση7 (αυτό πιστεύουν σήμερα οι κόπτες Αρμένιοι, απόγονοι του Ευτυχή). Ο Ευσέβιος προσπάθησε να τον μεταπείσει αλλά ο ηγούμενος ήταν ανένδοτος. Και σαν να μην έφτανε όλο αυτό, κήρυξε την αίρεσή του και σε όλα τα μοναστήρια που ζούσαν υπό την πνευματική του καθοδήγηση μέσω επιστολών8.
Ο Ευσέβιος κατήγγειλε τον Ευτυχή στην ενδημούσα σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως και αυτή με την σειρά της, αφού άκουσε τον αρχιμανδρίτη, διαπίστωσε τις αιρετικές απόψεις του. Ο πρόεδρός της, αρχιεπίσκοπος Φλαβιανός, προσπάθησε να τον μεταπείσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Τελικά ο αιρετικός καταδικάστηκε σε καθαίρεση9. Ο Ευτυχής, όμως, είχε άριστες σχέσεις με τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Διόσκορο και προπάντων με τον πρωθυπουργό της αυτοκρατορίας Χρυσάφιο, ο οποίος ήταν και πνευματικό του τέκνο10. Τα δυο παραπάνω σημαίνοντα πρόσωπα, για να αποκαταστήσουν τον Ευτυχή, συγκαλούν ένα χρόνο μετά (το 449)11 «ληστρική» (παράνομη) σύνοδο στην Έφεσο, όπου αφενός τον αθωώνουν12 και αφετέρου καταδικάζουν τον Ευσέβιο και τον αρχιεπίσκοπο Φλαβιανό σε καθαίρεση13. Μάλιστα μετά το τέλος των εργασιών της Συνόδου, με την προτροπή των αιρετικών επισκόπων, εισβάλλουν μέσα στον χώρο φανατισμένοι αιρετικοί – μοναχοί και λαϊκοί – και λιντσάρουν τον Φλαβιανό. Ο Άγιος χτυπήθηκε βάναυσα και μετά από τρεις ημέρες άφησε την τελευταία του πνοή14.
Παράλληλα με τη γενική κατακραυγή για τις παρατυπίες της συνόδου της Εφέσου15, τη δολοφονία του Φλαβιανού και την αλλαγή της αυτοκρατορικής εξουσίας, συγκαλείται η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος. Καταδικάζονται ο Διόσκορος, ο Ευτυχής και η αίρεση του Μονοφυσιτισμού και αναγνωρίζεται ως μάρτυρας, ομολογητής και άγιος της Εκκλησίας μας ο αρχιεπίσκοπος Φλαβιανός:«Οἱ Ἀνατολικοὶ καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι ἐβόησαν· Ὁ μάρτυς Φλαβιανὸς τὴν πίστιν καλῶς ἐξέθετο. ὁ ἀρχιεπίσκοπος Φλαβιανὸς τὴν πίστιν καλῶς ἐξέθετο»16.
Με αφορμή, λοιπόν, τον τίτλο της Κυριακής – «Μνήμη των Πατέρων της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου» – θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε μερικούς από τους Πατέρες που πρωταγωνίστησαν σε αυτήν.
- Οι Άγιοι Μαρκιανός και Πουλχερία, το αυτοκρατορικό ζεύγος
- Η Πουλχερία ήταν στην εξορία εξαιτίας της ορθόδοξης στάσης που κράτησε ενάντια στον αιρετικό Θεοδόσιο Β΄17. Όταν ανέλαβαν την εξουσία μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου, πήραν το μέρος των ορθοδόξων και ανέλαβαν όλα τα έξοδα και την οργάνωση για τη σύγκληση της μεγαλύτερης, σε αριθμό επισκόπων, Οικουμενικής Συνόδου. Όρισαν τις αποφάσεις της Συνόδου ως νόμους του κράτους.
- Ευσέβιος Επίσκοπος Δορυλαίου
- Άξιο απορίας είναι το γεγονός ότι αυτός ο ήρωας των δογματικών νικών και μαχών δεν συγκαταλέγεται στη χορεία των Ομολογητών. Ως λαϊκός – νομικός στο επάγγελμα – διέκοπτε τους ομιλητές την ώρα των κηρυγμάτων τους, όταν αυτοί πρόδιδαν την αλήθεια της πίστεως. Ήλεγξε τις πλάνες του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου και τοιχοκολλούσε διαμαρτυρίες για την πλάνη της διδαχής του. Πληροφόρησε τον Άγιο Κύριλλο έτσι ώστε να αναλάβει εκείνος τη μάχη κατά της αιρέσεως του Νεστορίου και να βγει νικητής18. Αργότερα, ως επίσκοπος, αποκάλυψε την αίρεση του μονοφυσιτισμού. Κινδύνεψε και αυτός στη ληστρική σύνοδο της Εφέσου και έμεινε μέχρι τέλους ένας μάχιμος ομολογητής και φύλακας της ορθοδόξου πίστεως…
- Λέων ο Α΄ πάπας Ρώμης και Άγιος της Εκκλησίας μας
- Από την πρώτη στιγμή πήρε το μέρος του αρχιεπισκόπου Φλαβιανού, στηλίτευσε την στάση των αιρετικών και απέστειλε πλήθος επιστολών για την υπεράσπιση της ορθοδοξίας. Στη ληστρική σύνοδο της Εφέσου έστειλε μία επιστολή (Τόμος) όπου υπερασπιζόταν τον Φλαβιανό, αλλά δεν επετράπη να διαβαστεί. Πρωτοστάτησε στον αγώνα για τη σύγκληση της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, έστειλε εκπροσώπους, οι οποίοι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις εργασίες της και χάρη σε αυτόν επιβίωσε η ορθοδοξία.
- Άγιος Φλαβιανός
- Στην αρχή δεν ήθελε να πάρει μεγάλες διαστάσεις η έριδα. Έτσι, έκανε τα πάντα για να συνετίσει τον αιρετικό Ευτυχή. Στη ληστρική σύνοδο είχε την δυνατότητα να αρνηθεί τις απόψεις του και να γλυτώσει. Προτίμησε όμως την Ορθοδοξία και το μαρτύριό της…
- Άγιος Ανατόλιος
- Εκλέχτηκε πατριάρχης από τη ληστρική σύνοδο και ήταν πνευματικό παιδί του αιρετικού Διοσκόρου19. Ωστόσο, επέλεξε να υπηρετήσει το δίκαιο και την ορθόδοξη πίστη και πρωτοστάτησε στην σύγκληση της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
- Τέλος, ο Άγιος Ιουβενάλιος επίσκοπος Ιεροσολύμων
- Πήρε μέρος στην ληστρική σύνοδο, αλλά είχε το θάρρος να ομολογήσει το λάθος του και να συνεχίσει να υπηρετεί την εκκλησία. Ήταν ένα από τα σπουδαιότερα πρόσωπα της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου, όχι μόνο επειδή διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στις εργασίες της, αλλά κυρίως διότι είχε το σθένος να αλλάξει την άποψή του και να στραφεί προς τους Ορθοδόξους, σε αντίθεση με τους περισσότερους επίσκοπους οι οποίοι παρέμειναν εγωιστικά στην πλάνη τους.
Δόγμα και Ιεραποστολή
Με αφορμή την εορτή και τα τιμώμενα από την Εκκλησία πρόσωπα – τα προαναφερθέντα αλλά και το σύνολο των συμμετεχόντων στην Αγία Σύνοδο – θα ασχοληθούμε με τον σύνδεσμο ορθοδόξου Δόγματος και Ιεραποστολής.
Τι είναι τα δόγματα και ποια η σχέση τους με την Ιεραποστολή;
Τα δόγματα είναι οι αλήθειες της πίστεώς μας. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο π. Ιωάννης ο Ρωμανίδης: «Τα δόγματα της Ορθοδόξου πίστεως είναι η υπό των Πατέρων Συνοδική κατοχύρωσις της ήδη αποκαλυφθείσης την Πεντηκοστήν και εν Χριστώ και τοις μυστηρίοις Αυτού υπαρχούσης πάσης αληθείας της υπό του Παναγίου Πνεύματος εις τους θεουμένους διδαχθείσης. Η διατύπωσις των δογμάτων υπό των Πατέρων είναι έκφρασις και κατοχύρωσις της εν Χριστώ μυστηριακής ζωής των θεουμένων και πιστών και ουδόλως διαφέρει το εκφρασθέν δια της διατυπώσεως ταύτης από το δόγμα της Αγίας Γραφής»20. Επομένως, πρόκειται για τις αποκεκαλυμμένες αλήθειες της πίστεώς μας που πηγάζουν από την Αγία Γραφή, ερμηνεύονται από τους φωτισμένους Πατέρες της Εκκλησίας μας και κατοχυρώνονται από τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων.
Κατά ανάλογο τρόπο εκφράζεται και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην ομολογία του για τις Οικουμενικές και τοπικές συνόδους: «Ασπαζόμαστε όλες τις με την χάρη του Θεού συναθροισθείσες κατά καιρό και τόπο αγίας συνόδους για βεβαίωση της ευσεβείας και της ευαγγελικής πολιτείας»21. Παραδεχόμαστε, δηλαδή, τις συνόδους που ακολούθησαν, εμπνεύστηκαν και στηρίχθηκαν στις αρχές του Ευαγγελίου. Το ιερό Πηδάλιο δε, αντιστρέφει τα λόγια του Αγίου Γρηγορίου ενισχύοντας τη σημασία τους: «Τὰς γενομένας συνόδους, ἡ εὐσεβής πῖστις κυροῖ, καὶ πάλιν, ἡ τῶν δογμάτων ὀρθότης κρίνει τὰς συνόδους»22. Κατά το Πηδάλιον, αυτό που βεβαιώνει εάν οι Σύνοδοι ορθοδοξούν είναι η αποδοχή τους από το σώμα του Χριστού, το ποίμνιο δηλαδή που καθοδηγείται από το Άγιο Πνεύμα και, φυσικά, το αν οι αποφάσεις τους εκφράζουν με ακρίβεια τη διδαχή της Εκκλησίας του Χριστού.
Το δόγμα έχει αναμφισβήτητα καθοριστική σημασία στην εν Χριστώ ζωή. Αν μερικοί ισχυρίζονται πως για να φτάσει κανείς στην τελείωση και στη σωτηρία αρκούν τα καλά έργα και η αγιότητα του βίου, ανεξάρτητα από την αποδοχή ή μη των δογμάτων της ορθοδόξου πίστεως, ας ακούσουν τον ιερό Χρυσόστομο που συμβουλεύει: «Οὐδέν ὄφελος βίου καθαροῦ, δογμάτων διεφθαρμένων. Ὥσπερ οὖν οὐδέ τοὐναντίον, δογμάτων ὑγιῶν, ἐὰν βίος ῇ διεφθαρμένος»23. Και αλλού υπογραμμίζει: «Εἴ μὲν δόγμα ἔχει διεστραμμένον κὰν ἄγγελος ῇ, μή πειθοῦ. Εἰ δὲ ὀρθὰ διδάσκει, μὴ τῷ βίῳ πρόσεχε, ἀλλὰ τοῖς ρήμασιν καὶ ἀνάμενε τὸν κριτήν»24. Συνεπώς, είναι αδύνατον να έχουμε ιεραποστολική δραστηριότητα χωρίς να παραδίδουμε στους αδελφούς μας ανόθευτο το ορθόδοξο δόγμα· ιεραποστολή είναι η προσφορά της αληθινής πίστεως, της μοναδικής που οδηγεί στην σωτηρία.
Στο αποστολικό ανάγνωσμα της εορτής – στο 3ο κεφάλαιο, στίχοι 8 με 11- ο θεσπέσιος Παύλος συμβουλεύει τον Τίτο: «πιστὸς ὁ λόγος, καὶ περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι, ἵνα φροντίζωσιν καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες θεῷ. ταῦτά ἐστιν καλὰ καὶ ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις· μωρὰς δὲ ζητήσεις καὶ γενεαλογίας καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομικὰς περιΐστασο, εἰσὶν γὰρ ἀνωφελεῖς καὶ μάταιοι. αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει, ὢν αὐτοκατάκριτος». Εδώ, με τη λέξη «ἔρεις» ο απόστολος εννοεί τις φιλονικίες με τους αιρετικούς, «για να μην κουραζόμαστε στα χαμένα, όταν δεν υπάρχει κανένα κέρδος, αφού το τέλος τους είναι το τίποτε. Γιατί, όταν κάποιος είναι διεστραμμένος και προδιατεθειμένος, να μην αλλάξει καθόλου τη γνώμη του, ό,τι και αν γίνει, για ποιο λόγο να κουράζεσαι άσκοπα, σπέρνοντας επάνω σε πέτρες, ενώ έπρεπε να διαθέτεις τον καλό αυτόν κόπο στους δικούς σου, μιλώντας σ’ αυτούς για την ελεημοσύνη και τις άλλες αρετές; Πώς λοιπόν λέγει αλλού, «μήπως τους δώσει ο Θεός μετάνοια», και εδώ, «τον αιρετικό άνθρωπο μετά την πρώτη και τη δεύτερη νουθεσία άφησε τον, γνωρίζοντας ότι έχει διαστραφεί αυτός και αμαρτάνει, καταδικάζοντας έτσι ο ίδιος τον εαυτό του»; Στην πρώτη περίπτωση μιλάει γι’ αυτούς που έχουν κάποια ελπίδα για διόρθωση και γι’ αυτούς που έχουν αντίθετη γνώμη. Όταν όμως είναι φανερός και γνωστός σε όλους, για κάποιο λόγο αγωνίζεσαι άδικα; Γιατί χτυπάς τον αέρα; Τι σημαίνει «καταδικάζοντας ο ίδιος τον εαυτό του»; Δεν μπορεί δηλαδή να πει, ‘κανείς δε με συμβούλευσε’. Όταν λοιπόν μετά τη συμβουλή ο ίδιος επιμένει, τότε καταδικάζει ο ίδιος τον εαυτό του»25.
Η παραπάνω στάση απέναντι στους πρωτεργάτες των αιρετικών, είτε αυτοί είναι δάσκαλοι της αιρέσεως είτε είναι φανατισμένοι οπαδοί, ισχύει μόνο όταν είναι ακίνδυνοι και δεν επιχειρούν να μεταδώσουν την πνευματική νόσο τους στους υγιείς ή αδιάφορους αδελφούς μας. Προχωρώντας, λοιπόν, ο Άγιος επισημαίνει: «Αν όμως οι αιρετικοί καταστρέφουν άλλους, πρέπει να διαφωνείς και να τους πολεμάς και ν’ αντιστέκεσαι προς αυτούς με πολλή δύναμη και αν βρεθείς σε ανάγκη, βλέποντας άλλους να διαφθείρονται, να μη σιωπάς, αλλά να τους αποστομώνεις, φροντίζοντας έτσι για εκείνους που πρόκειται να καταστραφούν»26.
Ας παρακολουθήσουμε κι έναν όμορφο παραλληλισμό του Ιερού Χρυσοστόμου: «Ο Σαμαρείτης όταν είδε ένα τραυματία που του ήταν εντελώς άγνωστος και δεν είχε καμία σχέση, σταμάτησε και τον ανέβασε στο ζώο του και τον μετέφερε σε ξενοδοχείο και μίσθωσε γιατρό και του έδωσε χρήματα και του υποσχέθηκε και άλλα. Εμείς, αντιθέτως, αν και δεν βλέπουμε ανθρώπους που έπεσαν σε ενέδρα ληστών, αλλά σε ενέδρα μιας ομάδας διαβόλων, και τους πολιορκεί η οργή του, όχι σε έρημο τόπο αλλά στη μέση της αγοράς, εμείς που δεν πρόκειται να ξοδέψουμε χρήματα ούτε να νοικιάσουμε ζώο ούτε να συνοδεύσουμε σε μακρινό δρόμο, αλλά να απευθύνουμε λίγες συμβουλές, διστάζουμε και αλλάζουμε δρόμο και προσπερνάμε απάνθρωπα και χωρίς οίκτο. Πως περιμένουμε με αυτή μας την συμπεριφορά όταν επικαλεσθούμε τον Θεό να μας σπλαχνισθεί;»27.
Σε κάθε περίπτωση απαιτείται πολλή διάκριση. «Όπως το να παραβλέπουμε όσους έχουν ελπίδα για κάποια μεταβολή είναι απόδειξη οκνηρίας, έτσι το να προσπαθούμε να θεραπεύσουμε αυτούς που πάσχουν από ανίατες ασθένειες είναι απόδειξη ανοησίας και της χειρότερης παραφροσύνης. Γιατί έτσι τους κάνουμε θρασύτερους»28. Αν δεν καταλαβαίνουν, να μην ξεχνάμε πως τα περιττά λόγια είναι μεγάλη ζημιά. Ας τους διδάσκουμε με τον τρόπο της ζωής μας. Να προσευχόμαστε για τους πειραζομένους αδελφούς και να έχουμε τη βεβαιότητα πως τον τελευταίο λόγο τον έχει ο Θεός και το σχέδιό Του για την Σωτηρία κάθε ανθρώπου, εάν φυσικά ο ελεύθερος από τον Θεό άνθρωπος το αποδεχτεί και δεν μείνει δέσμιος στα πάθη και τις πλάνες του.
Τούτα τα φωτεινά παραδείγματα, οι Πατέρες της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, οι απόστολοι της εποχής τους, ας μεσιτεύουν για όλους μας. Ας εύχονται, καταρχήν, να μην μπλέκονται άνθρωποι στα δίχτυα των αιρέσεων και, έπειτα, να αναδεικνύει ο Κύριος εργάτες των οποίων ο λόγος να είναι, κατά τον Απόστολο Παύλο, «πάντοτε ἐν χάριτι, ἅλατι ἠρτυμένος»,ώστε να καθοδηγούν με ασφάλεια το ποίμνιό Του, την Εκκλησία, και να ευαγγελίζουν τα Έθνη.
Η μνήμη των Αγίων Πατέρων της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου τιμάται τη δεύτερη Κυριακή του μηνός Ιουλίου εκάστου έτους.
Ἀπολυτίκιον
ΗΧΟΣ ΠΛ. Δ´.
Ὑπερδεδοξασμένος εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς, τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι᾿ αὐτῶν, πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν, πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας. Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.
Παραπομπές
- π. Ιωάννου Ρωμανίδου, Δογματική και συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, εκδ.«Πουρναρά», τ. 1, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 198.
- Ευαγρίου Σχολαστικού, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ.«J. Bidez and L. Parmentier, The ecclesiastical history of Evagrius with the scholia», London 1898 (ανατύπωση 1979), 38-57. Θεοφάνη Ομολογητή, Χρονογραφία, εκδ.«C. De Boor, Theophanis chronographia, vol. 1», Leipzig 1883, (ανατύπωση Hildesheim 1963), 103,7-106,14.
- A.C.O. 2.1.1. σσ. 55-56.
- A.C.O. 2.1.2. σσ. 130-158. Mansi 7. 117-177.
- A.C.O. 2.1.2. σ. 4. Κωνσταντίνου Μεταλλίδη, Το ζήτημα των προεδριών των Οικουμενικών Συνόδων, Θεσσαλονίκη 2013, σ. 72.
- Βασιλείου Κουκουσά, Ο ρόλος του αυτοκράτορα στη συνοδική πράξη της Εκκλησίας κατά τον 5ο αιώνα, εκδ.«Σταμούλη», Θεσσαλονίκη 2004, σ. 59. Παύλου Μενεβισόγλου Μητροπολίτου Σουηδίας και πάσης Σκανδιναβίας, Ιστορική Εισαγωγή εις τους Κανόνας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Στοκχόλμη 1990, σ. 228.
- A.C.O. 2,1,1. σ. 143. Mansi 6, σ. 744. Charles Joseph Hefele, Histoire des conciles, εκδ.«letouzey et ane», τ.2,1, Paris 1908, σ. 537. P.Labrialle-G.Barby-G.Plinval-L.Brehier, Histoire de l’Eglise, εκδ.«Bloud and Gay», τ.4, 1948, σ. 216.
- A.C.O 2,1,1. σ. 126.
- A.C.O. 2,1,1. σ. 145. Mansi 6, σ. 748. Charles Joseph Hefele, Histoire des conciles, εκδ.«letouzey et ane», τ.2,1, Paris 1908, σ. 538. Philip Hughes, A history of the church, εκδ.«Sheed & Ward», τ.1, London 1947, σ. 252. Γεωργίου Φλορόφσκυ, Οι βυζαντινοί πατέρες του 5ου αιώνα, εκδ.«Πουρναρά», Θεσσαλονίκη 2007, σ. 530. Γεωργίου Στόγιογλου, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ.1, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 162. Παναγιώτη Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ.4, εκδ.«Κυρομάνος», Θεσσαλονίκη 2006, σ. 329.
- Philip Hughes, A history of the church, εκδ.«Sheed & Ward», τ.1, London 1947, σ. 250. Lucia Pierluigi, The Petrine ministry at the Time of the First Four Ecumenical Councils, εκδ.«Boston College», Boston 2010, σ. 69.
- A.C.O. 2,1,1. σ. 68. Peter L’Huillier, The Church of the Ancient Councils, εκδ.«St Vladimir’s Seminary press», New York 1996, σ. 183. J.W.C. Wand, A History of the early church to A.D. 500, εκδ.«Methuen and Coltd», 1936, σ. 240. Charles Joseph Hefele, Histoire des conciles, εκδ.«letouzey et ane», τ.2,1, Paris 1908, σ. 585. P.Labrialle-G.Barby-G.Plinval-L.Brehier, Histoire de l’Eglise, εκδ.«Bloud and Gay», τ.4, 1948, σ. 220.
- A.C.O. 2,1,1. σ. 189. Mansi 6, σ. 869. Ευαγρίου Σχολαστικού, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ.«J. Bidez and L. Parmentier, The ecclesiastical history of Evagrius with the scholia», London 1898 (ανατύπωση 1979), 38-54. Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου Αρχιεπισκόπου, Ιστορία της Εκκλησίας Αλεξανδρείας, Αλεξάνδρεια 1935, σ. 391. Βασίλειος Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ.«Παπαδημητρίου», Αθήνα 1998, σ. 223.
- A.C.O. 2,1,1. σ. 191. Mansi 6, σσ. 908-909. Theodoretus Cyr, Correspondance II, ed.«Cerf», Paris 1964, σσ. 20-248. Ευαγρίου Σχολαστικού, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ.«J. Bidez and L. Parmentier, The ecclesiastical history of Evagrius with the scholia», London 1898 (ανατύπωση 1979), 38-54. Κωνσταντίνου Μεταλλίδη, Το ζήτημα των προεδριών των Οικουμενικών Συνόδων, Θεσσαλονίκη 2013
- Mansi 6, σσ. 828-829. Αγίου Νεκταρίου, Μελέτη ιστορική περί των αιτιών του σχίσματος, εκδ.«Παναγόπουλος», τ. 1, Αθήνα 1911, σ. 147.
- A.C.O. 2,1,1. σ. 48-49. Mansi 6, σσ. 25-28.
- A.C.O. 2,1,1. σ. 115. Charles Joseph Hefele, Histoire des conciles, εκδ.«letouzey et ane», τ.2,1, Paris 1908, σ. 613.
- Βασιλείου Κουκουσά, Ο ρόλος του αυτοκράτορα στη συνοδική πράξη της Εκκλησίας κατά τον 5ο αιώνα, εκδ.«Σταμούλη», Θεσσαλονίκη 2004, σ. 73
- Θεοφάνη Ομολογητή, Χρονογραφία, εκδ.«C. De Boor, Theophanis chronographia, vol. 1», Leipzig 1883, (ανατύπωση Hildesheim 1963), σ. 88. Κωνσταντίνου Μεταλλίδη, Το ζήτημα των προεδριών των Οικουμενικών Συνόδων, Θεσσαλονίκη 2013, σ. 47.
- Ευαγρίου Σχολαστικού, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ.«J. Bidez and L. Parmentier, The ecclesiastical history of Evagrius with the scholia», London 1898 (ανατύπωση 1979), 38-54. Frend, The rise of the monophysite movement, ad.«Cambridge University Press». Cambridge 1972, σ. 43.
- Π.Ιωάννου Ρωμανίδου, Δογματική και συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, εκδ.«Πουρναρά», τ. 1, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 198.
- Βενεδίκτου Ιερομονάχου, Παλαμικόν Ταμείον, εκδ.«Συνοδεία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου», Άγιον Όρος 2007, σ. 719.
- Αγαπίου Ιερομονάχου και Νικοδήμου Μοναχού, Πηδάλιον, εκδ.«Παπαδημητρίου», Αθήνα 2003, σ. 118.
- Βενεδίκτου Ιερομονάχου, Χρυσοστομικόν Ταμείον, εκδ.«Συνοδεία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου», Άγιον Όρος 2002, σ. 370.
- Βενεδίκτου Ιερομονάχου, Χρυσοστομικόν Ταμείον, εκδ.«Συνοδεία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου», Άγιον Όρος 2002, σ. 370.
- Χρυσοστόμου, Προς Τίτο επιστολή ομιλία ς΄, εκδ.«Ε.Π.Ε», τ. 24, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 121.
- Χρυσοστόμου, Προς Τίτο επιστολή ομιλία ς΄, εκδ.«Ε.Π.Ε», τ. 24, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 123.
- Χρυσοστόμου, Ομιλία ΙΕ΄, εκδ.«Ε.Π.Ε», τ. 9, Θεσσαλονίκη 1978, σ. 515.
- Χρυσοστόμου, Προς Τίτο επιστολή ομιλία ς΄, εκδ.«Ε.Π.Ε», τ. 24, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 125