Χαρές και λύπες στην Ιεραποστολή

Η Ιεραποστολή είναι μια πολυσύνθετη υπόθεση. Χαίρεται κανείς από τη στιγμή που αποφασίζει να ασχοληθεί με αυτή. Φαντάζεται τους τόπους και τις χώρες όπου θα μεταβεί, για να μεταδώσει το μήνυμα του Ευαγγελίου, μήνυμα Αναστάσεως και χαράς. Φαντάζεται τους ανθρώπους στους οποίους θα πάει να κηρύξει, τις συνήθειές τους και πολλά άλλα που έχει ακούσει και έχει διαβάσει. Εφοδιασμένος με την ευλογία της Μητροπόλεως, όπου θα πορευθεί για να σπείρει τον σπόρο του Ευαγγελίου, βρίσκεται εκεί που τον καλεί ο Θεός.

Ξαφνικά, αλλάζει όλο το σκηνικό της ζωής του. Άλλοι τόποι, άλλη γλώσσα, άλλες κλιματολογικές συνθήκες, άλλοι άνθρωποι. Με τα δύο φτερά, της πίστεως και της αγάπης, αρχίζει σιγά-σιγά να πετά. Οι πρώτοι κατηχούμενοι γεμίζουν από χαρά την ψυχή τη δική του και των συνεργατών του. Η χαρά αυτή ολοκληρώνεται με την απόκτηση του πρώτου Ορθόδοξου ιερέα και του πρώτου Ιερού Ναού, που μπορεί να είναι απλά μια καλύβα από ξύλα και χόρτα. Όμως, ο Τίμιος Σταυρός, το σύμβολο της χριστιανικής πίστεως και ελπίδος, έχει στηθεί κι όλα γύρω αγιάζονται. Ανείπωτες οι χαρές από τις πρώτες βαπτίσεις στις λίμνες και τα ποτάμια και τους πρώτους γάμους με τα στέφανα από λουλούδια και κλαδιά. Και το έργο προχωρεί…

Κοντά στις χαρές έρχονται και οι λύπες. Φτωχοί άνθρωποι οι ιθαγενείς, περιμένουν από τη Μητέρα Εκκλησία τα πάντα. Δεν είναι συνηθισμένοι να συμβάλλουν και αυτοί στην αντιμετώπιση των αναγκών και την επίλυση των προβλημάτων. Είναι ανεξίκακοι και πάντα χαμογελαστοί. Δεν μπορούν να κατανοήσουν την αξία της προσφοράς, ούτε να την εκτιμήσουν, ούτε να εκφράσουν με κάποιο τρόπο ευγνωμοσύνη για τα προσφερόμενα. Και αυτό είναι που κουράζει ιδιαίτερα τους ιεραποστόλους που είναι κοντά τους και όλους τους άλλους που από τα μετόπισθεν βοηθούν με κάθε τρόπο και θυσία. Υπάρχουν, βέβαια, και οι εξαιρέσεις. Όμως, οι ιεραπόστολοι κάνουν υπομονή και προσεύχονται για τα παιδιά τους, τους νεοφώτιστους Ορθοδόξους, για τις εκκλησίες, τα μοναστήρια και όποια ιερά ιδρύματα έδωσε ο Θεός να γίνουν και τα οποία πρέπει να συνεχίζουν να υπάρχουν, για να προχωρεί το έργο της Εκκλησίας με την ευλογία και τη χάρη του Θεού.

Όταν ακούει κανείς στην εκκλησία τριάντα-σαράντα στόματα να ψάλλουν με μια καρδιά το «εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν πνεῦμα ἐπουράνιον…», ρίγη συγκινήσεως γεμίζουν την ψυχή του και αισθάνεται ότι κανένας κόπος δεν πήγε χαμένος. Το ίδιο και όταν βλέπει τον ιθαγενή ιερέα να διακόπτει την Θεία Λειτουργία από ιερά συγκίνηση και λυγμούς κατανύξεως και τη χάρη του Τιμίου Σταυρού να κάνει θαύματα σε άρρωστους και δαιμονισμένους. Τότε και ο ιεραπόστολος μαζί με τη σύναξη των νεοφώτιστων Ορθοδόξων αδελφών ψάλλει το «εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον…», ευχαριστώντας και δοξάζοντας τον αρχηγό της Σωτηρίας όλων, τον Κύριο Ιησού Χριστό, που είναι πάνω απ’ όλα και η χάρη Του ρυθμίζει τα πάντα.

Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως

Περισσότερα

60 χρόνια μετά: Εκδήλωση μνήμης Αγίων Ιεραποστόλων