Ο Απόστολος Θωμάς καταγόταν από οικογένεια αλιέων. Πιθανότατα – με βάση την παράδοση της Εκκλησίας – εξασκούσε το επάγγελμα του ξυλουργού ή του οικοδόμου. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης τον αναφέρει ανάμεσα στους μαθητές που συνοδεύουν τον Πέτρο στο ψάρεμα (Ιω. 21:2-3), χωρίς αυτό να υπονοεί σίγουρα ότι ο εν λόγω Απόστολος ασχολείτο επαγγελματικά και με την αλιεία.
Στην Καινή Διαθήκη, ψηλαφούμε την προσωπικότητα του Θωμά όταν ο Κύριος πληροφορείται την αρρώστια του φίλου του Λαζάρου και εκφράζει την επιθυμία να τον επισκεφτεί στην Ιουδαία, παραθεωρώντας τη λιποψυχία των μαθητών, οι οποίοι εναγωνίως αναρωτιούνται: «ραββί, νῦν ἐζήτουν σε λιθάσαι οἱ ᾿Ιουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ;» (Ιω. 11:8). Τότε, ο φοβισμένος – όπως τον χαρακτηρίζει ο ιερός Χρυσόστομος – Θωμάς αναφωνεί: «ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ» (Ιω. 11:16). Η απαισιόδοξη αυτή φράση αποτελεί εξωτερίκευση της πίεσης που βιώνει ο μαθητής, ο οποίος αγαπά τον Διδάσκαλο αλλά είναι «πνευματικά ασθενέστερος από τους άλλους και απιστότερος» (Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία ΞΒ, Ε.Π.Ε., εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», τ. 14, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 181). Όμως, παρ’ όλη την αδυναμία της πίστης και τη δειλία του ακολούθησε τον Ιησού, Τον εμπιστεύτηκε, έμεινε μαζί Του, δικός Του. Και συλλογίζεται κανείς… Άραγε, ποιος είναι πιο επαινετός; Ο δειλός που αντιστέκεται στον φόβο του και συμπορεύεται ή ο γενναίος που τελικά αρνείται…;
Στην συνέχεια, έπονται τα γεγονότα μέσα από τα οποία ο Κύριος σταδιακά προετοιμάζει τους μαθητές Του για τα σωτηριώδη πάθη Του.
- Η Μαρία μυρώνει τα πόδια του Ιησού, με τον Ιούδα να διαμαρτύρεται και τον Κύριο να δικαιολογεί την πράξη της απαντώντας συγκλονιστικά: «ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό» (Ιω. 12:7).
- Έπειτα, ο Ιησούς εισέρχεται στα Ιεροσόλυμα υλοποιώντας την προφητεία «ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου» (Ιω. 12:15) μα απογοητεύοντας ταυτόχρονα τους μαθητές Του, που περίμεναν έναν κοσμικό βασιλιά με επίγεια δόξα.
- Κατόπιν, πλένει τα πόδια των δώδεκα, διδάσκοντάς τους την ταπείνωση.
- Αποκαλύπτει τον προδότη.
- Δίνει την νέα εντολή, που από τότε και στο εξής στιγματίζει την οντότητα κάθε χριστιανού· «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ιω. 13:34).
- Ύστερα, με αφορμή τον γεμάτο αυτοπεποίθηση λόγο του Πέτρου «τὴν ψυχήν μου ὑπὲρ σοῦ θήσω», προλέγει την άρνησή του, θέλοντας να δώσει σε όλους ένα σπουδαίο δίδαγμα, όπως ερμηνεύει ο ιερός Χρυσόστομος: «Τι λες, Πέτρε; Είπε ο Κύριος ότι «δεν μπορείτε» και εσύ ισχυρίζεσαι «μπορώ»; Λοιπόν θα γνωρίσεις με αυτήν τη δοκιμασία, ότι δεν έχει καμία αξία η αγάπη σου, εάν δεν υπάρχει η ουράνια ενίσχυση… τον άφησε μόνο, ώστε να αντιληφθεί την αδυναμία του» (Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία ΞΒ, Ε.Π.Ε., εκδ.«Γρηγόριος ο Παλαμάς», τ. 14, Θεσσαλονίκη 1981, σσ. 396-397).
- Τέλος, στην προσπάθεια να τους μυήσει στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας Του, ο Ιησούς αποκαλύπτει τον προορισμό Του, ο οποίος – τους εξηγεί ότι – είναι και δικός τους προορισμός.
Στο σημείο αυτό ακούμε τον Θωμά να ρωτάει γεμάτος απορία: «Κύριε, οὐκ οἴδαμεν ποῦ ὑπάγεις· καὶ πῶς δυνάμεθα τὴν ὁδὸν εἰδέναι;» (Ιω. 14:5) Τότε ο Ιησούς δράττεται της ευκαιρίας και παραδίδει ένα από τα σημαντικότερα μαθήματα που έχει την βαρύτητα της αποκάλυψης: «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ» (Ιω. 14:6). Ερμηνεύοντας την απάντηση του Χριστού ο Άγιος Ιωάννης σημειώνει: ««Εγώ είμαι η οδός»· αυτό αποτελεί απόδειξη του «κανείς δεν έρχεται, παρά μόνο δι’ εμού» το δε «και αλήθεια και η ζωή», του ότι αυτά θα συμβούν οπωσδήποτε. Εφ’ όσον λοιπόν είμαι και ζωή, ούτε αυτός ο θάνατος θα μπορέσει να σας εμποδίσει να έλθετε. Εξάλλου δε, εάν «εγώ είμαι η οδός» δεν θα χρειαστείτε οδηγό, εάν δε είμαι και η αλήθεια, δεν είναι ψεύδος τα λεγόμενά μου, εάν δε και ζωή, και αν ακόμη πεθάνετε, θα επιτύχετε τα όσα ελέχθησαν» (Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία ΞΒ, Ε.Π.Ε., εκδ.«Γρηγόριος ο Παλαμάς», τ. 14, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 405).
Το θεόπνευστο κείμενο παρουσιάζει για τελευταία φορά τον Απόστολο Θωμά να πρωταγωνιστεί σε μια από τις εμφανίσεις του Αναστημένου. Ο Θεάνθρωπος έχει οικονομήσει έτσι την κατάσταση, ώστε ο Θωμάς να απουσιάζει στην πρώτη Του συνάντηση με τους μαθητές μετά την Ανάσταση. Όταν ο απών πληροφορείται το συγκλονιστικό γεγονός, δυσπιστεί λέγοντας: «ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω» (Ιω. 20,25). Ο Κύριος, λοιπόν, μετά από οχτώ ημέρες, σπεύδει και ξαναεμφανίζεται στους μαθητές, όταν ο Θωμάς ήταν ανάμεσά τους. Απευθύνεται ο Παντογνώστης προσωπικά στον ίδιο και τον παρακινεί: «φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός» (Ιω. 20,27). «Συ όμως όταν δεις τον μαθητή να μη πιστεύει, σκέψου την φιλανθρωπία του Κυρίου, πως και χάρη μιας ψυχής δείχνει τον εαυτό του να έχει τραύματα, και έρχεται για να σώσει και τον ένα, αν και ήταν πνευματικά πιο ατελής από άλλους. Για αυτό ζητάει να πιστέψει δια της πιο χονδροειδούς αισθήσεως και ούτε με τα μάτια πίστευε, διότι δεν είπε, ‘εάν δεν δω’, αλλά ‘εάν δεν ψηλαφήσω’, λέει, ‘μη τυχόν και είναι φάντασμα αυτό που βλέπω’. Και όμως οι μαθητές, που ανήγγειλαν αυτά, ήταν αξιόπιστοι και ο ίδιος ο Κύριος που υποσχόταν αυτά, αλλά όμως επειδή ζήτησε κάτι περισσότερο, ούτε αυτό του αποστέρησε ο Χριστός»(Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία ΞΒ, Ε.Π.Ε., εκδ.«Γρηγόριος ο Παλαμάς», τ. 14, Θεσσαλονίκη 1981, σσ. 719-721).
Ο Θωμάς… ο άνθρωπος της εποχής μας· ο δύσπιστος, ο καχύποπτος, ο πολλές φορές εξαπατημένος, αυτός που αν δεν βιώσει, αν δεν γνωρίσει, αν δεν δει παραδείγματα, έμπρακτη αγάπη, αρετές στους ανθρώπους που του κηρύττουν, που τον διδάσκουν, αν δεν μυρίσει αγιότητα «οὐ μὴ» πιστεύσει… Απευθυνόμενη και η Εκκλησία σε τέτοιους ανθρώπους με το σωτήριο έργο της ιεραποστολής, οφείλει να ακολουθήσει το παράδειγμα της κεφαλής της, του Ιησού. Είναι ανάγκη να αποκαλυφθεί εκεί που δεν το έχει κάνει, να ξαναεμφανιστεί εκεί που ήδη εμφανίστηκε… και, όταν συμβεί αυτό, να ’χει να δείξει μάτια δακρυσμένα από την συμπαράσταση στην ανθρώπινη δυστυχία, χέρια ματωμένα από τον κόπο της φιλανθρωπίας, σώμα πληγωμένο από τον μόχθο της εν Χριστώ επίπονης πορείας, πλευρά ανοιγμένη από τον πόνο της θυσίας και φρόνημα σταθερό, αναστημένο…
Ανάσταση, Ανάληψη, Πεντηκοστή… και οι πνευματοφόροι απόστολοι σκορπίστηκαν στα πέρατα της γης, πειθήνιοι στο «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη». Μια τέτοια πορεία ακολούθησε και ο Άγιος μας, Απόστολος Θωμάς. Το Πνεύμα το Άγιο οδήγησε τα διαβήματά του στους Πάρθους, τους Μήδους, τους Πέρσες (Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής, εκδ.«Ορθόδοξος Κυψέλη», τ. 1, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 296) και κυρίως τους Ινδούς, όπως μελωδικά μνημονεύει το απολυτίκιό του: «Ὅθεν τῆς εὐσέβειας, κατασπείρας τὸν λόγον, ἔλαμψας ἐν Ἰνδίᾳ, ὡς ἀκτὶς οὐρανία, Θωμὰ τῶν Ἀποστόλων, τὸ θεῖον ἀγλάισμα». Εκεί λοιπόν, όπως μας πληροφορεί ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Απόστολος του Θεού κατήχησε και βάπτισε τον γιο του βασιλιά της Ινδίας Μισδαίο, καθώς επίσης την γυναίκα του και τις δύο κόρες του. Όταν το αντιλήφθηκε ο Βασιλιάς διέταξε τη σύλληψη και τον θάνατό του με το μαρτύριο του λογχισμού.
Ένα αξιοσημείωτο και συνάμα διδακτικό περιστατικό διασώζεται από τους βιογράφους του Αγίου Θωμά· ένα περιστατικό που παροτρύνει στη σωστή χρήση του χρήματος με σκοπό, όχι την επίγεια δόξα και ικανοποίηση, αλλά την επένδυση στον ουρανό, όπως παραστατικά την συναντάμε και στις Παροιμίες: «Δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν» (Παροιμ. 19:17).
Ένας άλλος Ινδός βασιλιάς, ο Γουνδιαφόρος, ζήτησε από τον Απόστολο του Θεού, ως τεχνίτης που ήτανε, να του κατασκευάσει ένα όμορφο παλάτι που όμοιό του δεν θα υπήρχε στη γη. Δε λυπήθηκε τα λεφτά· απεναντίας, του έταξε περισσότερα από όσα χρειαζόταν. Μάλιστα, επειδή ήταν ανάγκη να πραγματοποιήσει ένα μακρινό ταξίδι εκείνη τη χρονική περίοδο, του υπέδειξε τον τόπο, του πρόσφερε πολύ χρυσάφι, του υποσχέθηκε και άλλο και αναχώρησε. Έτσι, ο Άγιος άρχισε το έργο του· πρόσφερε σιγά σιγά όλο το χρυσάφι σε πτωχούς, ορφανά και ανήμπορους χτίζοντας για τον βασιλιά, όχι επίγειο φθαρτό παλάτι, αλλά ουράνιο. Μάλιστα, ζήτησε και άλλα χρήματα. Τα μοίρασε και εκείνα, αυξάνοντας τις βασιλικές καταθέσεις στην τράπεζα του ουρανού. Και κήρυττε ο Απόστολος Θωμάς και έκανε ελεημοσύνη! Και διέδιδε το Ευαγγέλιο και έπραττε την φιλανθρωπία, με άμεσο αποτέλεσμα ο Λόγος του Θεού να αυξάνει στις καρδιές των Ινδών και να φωτίζει την διάνοιά τους. Όταν ο βασιλιάς πληροφορήθηκε τι συνέβαινε, επέστρεψε πίσω οργισμένος. Ζήτησε από τον Θωμά να τον οδηγήσει στο παλάτι που τόσο καιρό χρηματοδοτούσε κι εκείνος ήρεμα του απάντησε πως αυτό θα το δει στην αιώνια ζωή… Τότε, ο Γουνδιοφόρος θύμωσε ακόμη περισσότερο και διέταξε να συλλάβουν τον Θωμά και να τον οδηγήσουν στη φυλακή. Συνέβη όμως ένα θαυμαστό γεγονός στον αδελφό του βασιλιά που επιβεβαίωνε τα λεγόμενα του Θωμά. Ο βασιλιάς ημέρεψε, αποφυλάκισε τον Απόστολο, του ζήτησε συγνώμη κι έπειτα, αφού κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε (Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», τ. 1, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 300-303). Επέτρεψε, τέλος, στον Απόστολο του Θεού να συνεχίσει την πορεία του…
Παίρνοντας αφορμή από το παραπάνω περιστατικό, παραθέτουμε παρακάτω μερικά αποφθέγματα του φωτισμένου αγίου αρχιεπισκόπου Κων/πόλεως Ιωάννου σχετικά με τα χρήματα, τα οποία έχουν τη δύναμη – ανάλογα με τη χρήση τους – είτε να μας εξασφαλίσουν την αιώνια ζωή είτε να μας κλείσουν για πάντα τις πύλες του Παραδείσου.
Ο ιερός πατήρ διδάσκει ότι αν αγαπήσουμε το Θεό και τους συνανθρώπους μας πάνω από τα χρήματα δεν θα πονέσουμε από τα δεινά της παρούσας ζωής
«γιατί θα νομίζουμε ότι ούτε καν τα βλέπουμε. Διότι τέτοια δύναμη έχει ο έρωτας, εκείνους δηλαδή που δεν βρίσκονται κοντά μας, αλλ’ είναι απόντες και τους ποθούμε, τους σκεπτόμαστε καθημερινά, διότι είναι μεγάλη η τυραννίς της αγάπης, όλα τα παραμερίζει και δένει την ψυχή με εκείνο που ποθούμε. Αν έτσι αγαπήσουμε τον Χριστό, όλα τα της ζωής εδώ θα φανούν σκιά, όλα εικών και όνειρον. Θα πούμε και εμείς «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Θλίψη ή στεναχώρια;». Δεν είπε χρήματα ή πλούτος ή κάλλος, αλλά ανέφερε εκείνα που φαίνονται βαριά, τους λιμούς, τους διωγμούς, τους θανάτους» (Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία ΞΒ, Ε.Π.Ε., εκδ.«Γρηγόριος ο Παλαμάς», τ. 14, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 733).
Ο Κύριος, οι Απόστολοι, ο Παύλος, αλλά και οι άγιοι πόσο περιφρόνησαν τα χρήματα! Ενώ εμείς, εξαιτίας αυτών απομακρυνόμαστε από το φως μας, τον Χριστό μας. Βλέποντας αυτήν την δυσμορφία των «χριστιανών» -στο όνομα μόνο- ο Άγιος σχολιάζει:
«Αυτό είναι το φοβερό· όταν βλέπουμε τέτοιες συμπεριφορές σε άλλους ανθρώπους φρίττουμε, όταν όμως τις πράττουμε εμείς, δεν φρίττουμε, αλλά και οργιζόμαστε εύκολα και επιορκούμε και αρπάζουμε και τους τόκους, απαιτούμε και παραμελούμε την σωφροσύνη και απομακρυνόμαστε από την πραγματική προσευχή και παραβαίνουμε τις περισσότερες από τις εντολές και εξαιτίας των χρημάτων δείχνουμε τελεία αδιαφορία για τα δικά μας μέλη. Διότι εκείνος που αγαπά τα χρήματα θα προξενήσει άπειρα κακά στον πλησίον, και μαζί με εκείνον και στον εαυτό του. Καθ’ όσον θα οργισθεί εύκολα και θα τον βρίσει και θα τον αποκαλέσει ανόητο και θα ορκισθεί και θα επιορκήσει και ούτε του παλαιού νόμου το μέτρο θα τηρήσει, διότι δεν θ’ αγαπήσει τον πλησίον εκείνος που αγαπά το χρυσό. Και όμως εμείς λαμβάνουμε εντολή και τους εχθρούς μας ν΄ αγαπάμε χάρη της -ουράνιας- βασιλείας. Διότι, αν εκτελούσαμε τα παλιά προστάγματα δεν θα μπορούσαμε να εισέλθουμε στην βασιλεία των ουρανών. Εκείνος που αγαπά τα χρήματα, όχι μόνο δεν θα αγνοήσει τους εχθρούς του, αλλά και τους φίλους του θα τους μεταχειρισθεί ως εχθρούς» (Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία ΞΒ, Ε.Π.Ε., εκδ.«Γρηγόριος ο Παλαμάς», τ. 14, Θεσσαλονίκη 1981, σσ. 733-735).
Και κλείνει λέγοντας:
«Εκείνος που αγαπάει τα χρήματα δεν θα μπορέσει ποτέ να τα χρησιμοποιήσει, αλλά θα είναι δούλος και φύλακας, και όχι κύριος, διότι θα φροντίζει πάντοτε να τα κάνει περισσότερα, δεν θα θέλει να τα ξοδεύει για κανένα λόγο, θα καταστρέψει τον εαυτό του και θα τον καταστήσει πτωχότερο από όλους τους πτωχούς, καθ’ όσον με κανέναν τρόπο δεν σταματάει την επιθυμία του αυτή…»
Η μνήμη του Αποστόλου Θωμά τιμάται την επομένη Κυριακή μετά την Κυριακή της Αναστάσεως και στις 6 Οκτωβρίου εκάστου έτους.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖος Ἀπόστολος, θεολογίας κρουνούς, ἐνθέως ἐξήντλησας, ἐκ λογχονύκτου πλευρᾶς, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἠμῶν. Ὅθεν τῆς εὐσέβειας, κατασπείρας τὸν λόγον, ἔλαμψας ἐν Ἰνδίᾳ, ὡς ἀκτὶς οὐρανία, Θωμὰ τῶν Ἀποστόλων, τὸ θεῖον ἀγλάισμα.