Η Θέκλα καταγόταν από το Ικόνιο, όπου και κατοικούσε. Οι γονείς της ήταν επιφανείς Έλληνες ειδωλολάτρες. Ο Άγιος Νικόδημος μας πληροφορεί πως ήταν αρραβωνιασμένη -στην ηλικία των 18 ετών- μ’ έναν ειδωλολάτρη ονομαζόμενο Θάμυριν. Στο Ικόνιο συνάντησε για πρώτη φορά τον Απόστολο των εθνών, ο οποίος επιτελούσε ιεραποστολικές περιοδείες και φιλοξενούνταν από τον μαθητή του Ονησιφόρο. Στην κατ’ οίκον Εκκλησία που δημιουργήθηκε, ο θεσπέσιος Παύλος κήρυττε τον Λόγο του Θεού. Πλήθος ανθρώπων σαγηνεύονταν από τη διδασκαλία του και εγκολπώνονταν την πίστη στο Χριστό.
Έτσι και η χαριτωμένη Θέκλα, γειτόνισσα του Ονησιφόρου, «ήκουεν από την θυρίδα τα γλυκύτατα λόγια του μακαρίου Παύλου, με τόσην ηδονήν και επιθυμίαν, ώστε ελησμόνει και φαγητόν και πιοτόν και όλα της τα προς το ζην αναγκαία∙ ελησμόνει δε και αυτήν ακόμη την μητέρα και τον αρραβωνιαστικόν της» (Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής, εκδ.«Ορθόδοξος Κυψέλη», τ. 1, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 194). Οι διδαχές του Χριστού αναδύονταν συνεχώς στη σκέψη της γνήσιας μαθήτριάς Του και η καρδιά της αφουγκράζονταν με υποτακτική αγάπη τη φωνή Του: «Ο φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10:37).
Επιθύμησε η Θέκλα να γίνει μιμήτρια των Αποστόλων, που εγκατέλειψαν τις οικογένειές τους και τον μέχρι τότε τρόπο ζωής τους και συστοιχήθηκαν με τον Ιησού. Ένιωσε βαθιά της την κλήση του Διδασκάλου, όπως και οι μαθητές στην λίμνη Γεννησαρέτ που συγκλονίστηκαν από το περιστατικό της θαυμαστής αλιείας. Αντήχησε και στα δικά της αυτιά η ρήση του Ιησού προς τον Πέτρο: «ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν» (Λουκ. 5:10) . Αποχωρίστηκε μητέρα και άνδρα όπως οι Απόστολοι, οι οποίοι κατά τον ευαγγελιστή Λουκά «ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Λουκ. 5:11) και μάλιστα –κατά τον Ματθαίο-χωρίς ίχνος αναβλητικότητας: «οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Ματθ. 4:22).
Στο σημείο αυτό αξίζει να παραθέσουμε το σχόλιο που κάνει ο ιερός Χρυσόστομος εστιάζοντας στο επίρρημα εὐθέως: «Προσέξτε όμως και την πίστη τους και την υπακοή τους. Όταν άκουσαν την πρόσκλησή Του βρισκόντουσαν στο μέσον της εργασίας τους και γνωρίζετε πόσο αχόρταγο είναι το ψάρεμα -ειδικά μετά από μια τέτοια ψαριά. Και όμως δεν ανέβαλαν, δεν άφησαν για αργότερα, δεν είπαν να επιστρέψουμε στο σπίτι να συνεννοηθούμε με τους δικούς μας. Τα άφησαν όλα και τον ακολούθησαν, τέτοια υπακοή ζητεί ο Χριστός από εμάς, ούτε δευτερόλεπτο αναβολή να μην κάνουμε, ακόμη και αν μας βιάζει κάτι από τα ευτελή απαραίτητα. Γι’ αυτό και για κάποιον άλλον, ο οποίος τον πλησίασε και ζήτησε να θάψει πρώτα τον πατέρα του, ούτε αυτό δεν τον άφησε να πράξει τόνισε ότι από όλα όσα έχουμε να κάνουμε πρέπει να προτιμήσουμε να τον ακολουθήσουμε» (Ιωάννη Χρυσοστόμου, Ομιλία ΙΔ΄, εκδ.«Γρηγόριος ο Παλαμάς», Ε.Π.Ε., τ.9, Θεσσαλονίκη 1978, σσ. 447-448).
Υιοθετώντας τα ως άνω λεχθέντα και πραχθέντα, η Θέκλα συντάχθηκε με τον θείο Παύλο, τον επισκεπτόταν ακόμα και στη φυλακή, εισερχομένη κρυφά τα βράδια για να κατηχείται. Έκτοτε δεν έπαυσε να συνοδεύει τον Παύλο, να συνοδοιπορεί μαζί του στα δύσβατα μονοπάτια του ευαγγελισμού των εθνών, τα μαρτυρικά, τα αιματοβαμμένα, τα πλημμυρισμένα από δάκρυ και ιδρώτα αποστολικό…
Να, λοιπόν, ένα σπουδαίο γνώρισμα του ανθρώπου με ιεραποστολικό φρόνημα∙ η μαθητεία, η όρεξη και το πάθος που φιλοξενεί κανείς για να γνωρίσει εις βάθος τη Χριστιανική διδαχή, το Λόγο του Θεού, να του φανερωθεί το σχέδιο της Θείας Οικονομίας και αυτός με τη σειρά του να το μεταδώσει, να το προσφέρει όπως του προσφέρθηκε. Βέβαια, στην ορθόδοξη πίστη μας, αδιαμφισβήτητη βαρύτητα για την πνευματική ζωή έχει το βίωμα και όχι μόνο η γνώση. Ωστόσο, αν δεν μελετήσουμε, αν δεν γνωρίσουμε, αν δεν εντρυφήσουμε, πώς θα βιώσουμε;
Στην καρδιά της Θέκλας ο πόθος της γνώσης μαζί με τα θεία βιώματα έγιναν φλόγα ισχυρή, που πυροδοτούσε όλο της το είναι. Έτσι, δεν δίστασε να βρίσκεται δίπλα στον Παύλο, ακόμα και στις πιο επικίνδυνες περιστάσεις. Τους συνέλαβαν και τους υπέβαλαν σε βασανιστήρια. Πρώτος ο Παύλος, αφού ξυλοκοπήθηκε βάναυσα, εκδιώχθηκε από το Ικόνιο. Έπειτα η Θέκλα ρίχθηκε στη φωτιά, αλλά με θαυματουργικό τρόπο παρέμεινε αβλαβής. Οι δρόμοι τους χώρισαν, αλλά η καρδιά τους παλλόταν ρυθμικά συντονισμένη στη συχνότητα της Θείας Αγάπης και της διαδόσεώς της. Η απόσταση ήταν πρόσκαιρη, διότι η Θέκλα αδυνατούσε να αντέξει την απουσία του δασκάλου της και κατά συνέπεια την απουσία του Λόγου του Θεού. Έσπευσε κοντά του και μαζί με τον Ονησιφόρο συνοδοιπόρησαν ως την Αντιόχεια. Εκεί ανέμενε την νύφη Χριστού μία επιπλέον δοκιμασία, σαν και αυτές που επιτρέπει ο Θεός να πλήξουν τα παιδιά Του, για να φανερωθεί η δόξα Του∙ σαν αυτές που χρησιμοποιεί για ν’ αποδείξει πως τον άνθρωπο που αγαπά τον Χριστό τίποτα από τα γήινα δεν τον κρατά όμηρο, παρά μόνο η υπακοή στο θέλημά Του, δίχως όρους και όρια, ακόμα και όταν η λογική του αντιστρατεύεται. Για του λόγου το αληθές, καθώς εισέρχονταν στην πόλη, η όμορφη στην όψη και θαυμάσια στην ψυχή Θέκλα, γοήτεψε τον άρχοντά της, Αλέξανδρο, ο οποίος -εντυπωσιασμένος καθώς ήταν- ζήτησε να την κάνει γυναίκα του. Η αντίδραση, τόσο του Παύλου όσο και της Θέκλας, ήταν φυσικά αρνητική, γεγονός που εξόργισε τον άρχοντα και τον ώθησε να επιτεθεί δημοσίως στην κοπέλα επιχειρώντας να την ατιμάσει. Η Αγία αντιστάθηκε. Δεν γοητεύτηκε από την εφάμαρτη πρόκληση και την εύηχη πρόταση γάμου∙ ήταν με σώμα και καρδιά δοσμένη στον Χριστό και κατά συνέπεια στην διάδοση του έργου Του.
Ο Αλέξανδρος αδυνατώντας να αντιμετωπίσει τις ντροπιαστικές συνέπειες της ηρωικής απόρριψής του από την Θέκλα, την κατέδωσε στον ηγεμόνα της Αντιόχειας και αυτός με τη σειρά του την υπέβαλε σε φοβερά μαρτύρια. Την έριξαν σε λάκκο με άγρια θηρία, όπως λιοντάρια και αρκούδες, αλλά παραδόξως κανένα δεν της επιτέθηκε. Στην Αγία, παρ’ όλη την αγάπη της για τον Χριστό και τις θυσίες που κατέβαλε, δεν είχε δοθεί η δυνατότητα να βαπτισθεί. Αντικρίζοντας, κατά την ώρα των βασανιστηρίων, ένα λάκκο με νερό, άδραξε την ευκαιρία, εισήχθη μέσα και βαπτίσθηκε. Τέλος, έδεσαν την Θέκλα σε δύο ταύρους και τους κατηύθυναν σε αντίθετη πορεία με σκοπό τον διαμελισμό της, αλλά κατά Θεία βουλή, οι ταύροι δεν ενήργησαν καθώς έπρεπε, αλλά παρέμεναν πεισματωδώς ακίνητοι. Αναγκαστικά οι δήμιοι και οι διώκτες της, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τις μισάνθρωπες και αντίθεες τακτικές τους και να την ελευθερώσουν.
Ορίστε, αδελφοί και αδελφές μου, κι άλλο ένα γνώρισμα της ψυχής που διακατέχεται από το φρόνημα της ιεραποστολής: η υπομονή στις δοκιμασίες και η επιμονή στο έργο, αφού -όπως επισημαίνει ο Απόστολος των εθνών Παύλος- «πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ διωχθήσονται» (Β’ Τιμ. 3:12). Και ο ιερός Χρυσόστομος ερμηνεύει: «Γιατί δεν υπάρχει χριστιανός που να βαδίζει την οδό της αρετής χωρίς θλίψη, οδύνη και πειρασμούς∙ γιατί πως άραγε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς γι’ αυτόν που βαδίζει τη στενή και θλιμμένη οδό; Γι’ αυτόν που άκουσε ότι «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε»; Αν εκείνα τα χρόνια έλεγε ο Ιώβ, «πειρατήριον ο βίος ανθρώπου επί της γης», πόσο μάλλον σήμερα;» Και συνεχίζει ο ιερός Πατήρ: «Από την εμπειρία μου, μπορείς να μάθεις ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να πολεμά με τους πονηρούς και να μην είναι σε θλίψη. Δεν είναι δυνατόν αυτός που πυγμαχεί να ζει σε τρυφή, δεν είναι δυνατόν αυτός που παλεύει να ευωχεί. Κανένας λοιπόν από τους αθλητές να μην ζητάει άνεση, κανένας να μη βρίσκεται σε ευθυμία. Τα παρόντα είναι αγώνας, πόλεμος, θλίψη, στεναχώρια, δοκιμασία, το στάδιο των αγώνων. Άλλοι είναι οι καιροί της ανέσεως∙ αυτός ο καιρός είναι των ιδρώτων, αυτός είναι των πόνων. Κανένας που έβγαλε τα ρούχα του και αλείφθηκε με λάδι και ετοιμάστηκε να παλέψει δεν επιζητεί άνεση και αν επιζητούμε άνεση τότε γιατί κάναμε την αρχή του αγώνα;» (Ιωάννη Χρυσοστόμου, Ομιλία Η΄, εκδ.«Γρηγόριος ο Παλαμάς», Ε.Π.Ε., τ.23, Θεσσαλονίκη 1978, σ. 617).
Η Αγία και Ισαπόστολος Θέκλα επέστρεψε στο Ικόνιο και έπειτα κατευθύνθηκε στην Σελεύκεια. Αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή της στη διδαχή του Ευαγγελίου, κυρίως προς τους απίστους, καθώς επίσης και στην ασκητική ζωή μέχρι και την ειρηνική της κοίμηση. Η μελέτη της άγιας βιοτής της, μας υπενθυμίζει πως το ιεραποστολικό φρόνημα δεν είναι ρομαντισμός και φιλοσοφία, αλλά πράξη, αγώνας καθημερινός και αδιάκοπος. Κι αυτό διότι συνοδεύεται από την πλήρη «εγκατάλειψη» του «είναι» μας στο σχέδιο του Θεού και στο θέλημά Του, από αγάπη για τον Θεό πάνω από όλα και από όλους, από εφάμιλλο ζήλο, τόσο για μαθητεία όσο και για διάδοση του Ευαγγελίου, από την υπομονή στις θλίψεις και τη σταθερότητα στο έργο. Κι όλα αυτά για να κάνουμε την ζωή Του ζωή μας και την ζωή μας ζωή Του, μιμούμενοι το παράδειγμα του Ιησού και των Αγίων.
Η μνήμη της Αγίας Θέκλας τιμάται 24 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους.
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ Παύλου συνέκδημος, ὡς καθαρα τὴν ψυχήν, καὶ πρώταθλος πέφηνας, ἐν γυναιξὶν εὐκλεῶς, Χριστὸν ἀγαπήσασα, σὺ γὰρ τῆς εὐσέβειας, πτερωθεῖσα τῷ πόθῳ, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, Ἰσαπόστελε Θέκλα διὸ σὲ ὁ Πανοικτίρμων νύμφην ἠγάγετο.