Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας: πρότυπο Ιεραποστολής

Όλοι οι Ευαγγελιστές, μηδενός εξαιρουμένου, μνημονεύουν στα ιερά συγγράμματά τους το γεγονός της αποκαθηλώσεως του νεκρού επί σκοπώ και για περιορισμένο χρονικό διάστημα Ιησού. Κατά συνέπεια, αναδεικνύουν δυο υπέροχες μορφές, του Ιωσήφ και του Νικοδήμου, ρίχνοντας φως στα φιλάνθρωπα, θεόφιλα και φιλεύσπλαχνά τους έργα ∙ αντίδωρο ευγνωμοσύνης και υποδειγματικής αγάπης –η οποία «ἔξω βάλλει τὸν φόβον» (Ιωάν. 4:18)– προς τον Διδάσκαλο και Θεό τους. Σε μια προσεκτική μελέτη των στίχων που αφιερώνονται στην αποκαθήλωση και στον ενταφιασμό του Κυρίου, παρατηρούμε τον κάθε Ευαγγελιστή να σκιαγραφεί ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του Ιωσήφ, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα διάφορες πληροφορίες για την κοινωνική και ιδιωτική του ζωή.

Ο Ιωσήφ καταγόταν από την Αριμαθαία, ιουδαϊκή πόλη της περιοχής Εφραίμ (Στέργιου Σάκκου, Ερμηνεία στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, τ. 3, εκδ.«Χριστιανική Ελπίς», Θεσσαλονίκη 2012, σ. 363). Ήταν πλούσιος σύμφωνα με τον Ματθαίο και πιο συγκεκριμένα «εὐσχήμων βουλευτής» (Μαρκ. 15:42). Το αξίωμα του «βουλευτή» τον κατέτασσε ανάμεσα στα μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου των Ιουδαίων, ενώ ο χαρακτηρισμός «εὐσχήμων» φανερώνει άνθρωπο ευλαβή και συνετό. Ο Λουκάς τον ονομάζει άντρα «ἀγαθὸ καὶ δίκαιο» (Λουκ. 23:50), γνωρίσματα που αποδεικνύονται με τη στάση του∙ όταν το Συνέδριο των Ιουδαίων αδίκως καταδίκασε τον Ιησού, «οὗτος οὐκ ἦν συγκατατεθειμένος τῇ βουλῇ καὶ τῇ πράξει αὐτῶν» (Λουκ. 23:51). Ήταν «κεκρυμμένος» μαθητής του Ναζωραίου, σύμφωνα με τον Ιωάννη, «διὰ τὸν φόβον τῶν ᾿Ιουδαίων» (Ιωάν. 19:38). Ο ιερός Χρυσόστομος πιθανολογεί ότι ανήκε στην ομάδα των εβδομήκοντα (Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία ΠΕ, Ε.Π.Ε, τ. 14, εκδ.«Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1981, σ. 678). Μπορούμε ακόμη να εικάσουμε πως συμπεριλαμβανόταν στους ένθερμους μαθητές, αφού «προσεδέχετο καὶ αὐτὸς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 23:51).

Όσο διαρκούσαν τα πάθη του Σωτήρα, συμπαραστεκόταν διακριτικά στο Διδάσκαλό του με πόνο ψυχής και αγάπη υιική. Κάθε μαστίγωμα που υφίστατο ο Ιησούς έσχιζε την δική του ύπαρξη, το όξος που ποτίσθηκε Αυτός πίκρανε και τα δικά του χείλη. Η συγκίνηση, η ιερή αγανάκτηση που αντάριαζε την ψυχή του εξαιτίας της ανείπωτης αδικίας εις βάρος του πνευματικού του Πατέρα, η θλίψη που τον κυρίευε στη θέα των Παθών, καθώς επίσης τα γεγονότα «τα σημεία» που ακολούθησαν μετά το θάνατο του Αθανάτου οδήγησαν τον Ιωσήφ χωρίς καμία αναστολή, χωρίς καθόλου να λιποψυχήσει, στη γενναία απόφαση∙ «τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ»(Μαρκ. 15:43). Εμβαθύνοντας στην κίνησή του, ο Άγιος Χρυσόστομος σχολιάζει:

«Αυτός είναι ο Ιωσήφ ο οποίος προηγουμένως κρυβόταν. Τώρα όμως μετά τον θάνατο του Χριστού έδειξε μεγάλη τόλμη. Διότι ούτε ασήμαντος ήταν, ούτε από εκείνους που μένουν απαρατήρητοι, αλλά ένας από τα μέλη του Συνεδρίου και πολύ επιφανής. Από αυτό μάλιστα φαίνεται καθαρά η ανδρεία του. Διότι καταδίκασε σε θάνατο τον εαυτό του, όταν διακήρυξε την απέχθειά του προς όλους με την συμπάθειά του προς τον Ιησού, και τόλμησε να ζητήσει το σώμα Του, και δεν απομακρύνθηκε παρά μόνον αφού πέτυχε αυτό που ήθελε»

(Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία ΠΗ, Ε.Π.Ε, τ. 12, εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1981, σ. 353).

Ο Πιλάτος συγκατατίθεται στην παράκλησή του και του χαρίζει αυτό που ποθεί. Κουβαλάει ο Ιωσήφ το πολύπαθο Τίμιο σώμα, προτρέποντας τον Άγιο Επιφάνιο ν’ αναφωνεί:

«Μακαρίζω τα χέρια σου, Ιωσήφ, που υπηρέτησαν και ψηλάφισαν τα θεόσωμα χέρια και πόδια του Ιησού, που έσταζαν ακόμη αίμα. Μακαρίζω τα χέρια σου, που άγγιξαν την αιμορροούσα πλευρά του Θεού πριν από τον πιστό – άπιστο Θωμά που είχε αξιέπαινη περιέργεια. Μακαρίζω το στόμα σου που γέμισε αχόρταγα και ασπάσθηκε το στόμα του Ιησού κι’ από εκεί γέμισε με Άγιο Πνεύμα. Μακαρίζω τα μάτια σου που ενώθηκαν με τα μάτια του Ιησού, και από εκεί πήραν το αληθινό φως. Μακαρίζω το πρόσωπο σου που πλησίασε το πρόσωπο του Θεού. Μακαρίζω τους ώμους σου που σήκωσαν Αυτόν που βαστάζει όλους. Μακαρίζω το κεφάλι σου που το άγγιξε ο Ιησούς, η κεφαλή των πάντων. Μακαρίζω τα χέρια σου στα οποία βάσταξες Αυτόν που βαστάζει τα πάντα. Μακαρίζω τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο, γιατί έγιναν Χερουβίμ μπροστά στα Χερουβίμ σηκώνοντας και μεταφέροντας επάνω τους τον Θεό» (Από το Διακόνημα)

Δεν εξαντλείται όμως εδώ η φιλοστοργία του Ιωσήφ. Παραχωρεί τον τάφο, τον δικό του, τον λαξευτό, τον ακατοίκητο, τον καινούριο, στον Ιησού. Τον θάβει με κάθε επισημότητα ακολουθώντας την ιουδαϊκή παράδοση, Τον τυλίγει με καινούρια σινδόνια και Τον αλείφει με πανάκριβα αρώματα που προσέφερε ο Νικόδημος (Ιωάν. 19:39). Το ακατανόητο -και συνάμα θαυμαστό- είναι ότι προβαίνει σε όλες αυτές τις ενέργειες έχοντας τη βεβαιότητα ότι περιθάλπει έναν νεκρό που δεν θα αναστηθεί ∙ τον Διδάσκαλό του, τον οποίο ασφαλώς και αγαπούσε, αλλά Εκείνος τον «εξαπάτησε». Του υποσχέθηκε πως θα αναστηθεί και τώρα κείτεται νεκρός μέσα στα χέρια του, έχοντας υποστεί τον ατιμωτικότερο θάνατο. Νεκρές οι ελπίδες του Ιωσήφ, όπως άλλωστε και των υπολοίπων απογοητευμένων και τρομαγμένων μαθητών. Η υποδειγματική αφοσίωσή του όμως υψώνεται εφάμιλλη με αυτή των γενναίων μυροφόρων. Διακινδυνεύει πλούτη, καριέρα, ίσως και την ίδια του την ζωή για ν’ αποδώσει τιμή λίγης ώρας στο νεκρό Διδάσκαλό του, για να διακονήσει Αυτόν στον οποίο αφιέρωσε όλη τη φλόγα της καρδιάς του. Κι ο Αναστημένος καρδιογνώστης Κύριός του θέλησε, παρόλη την απιστία του, να καταγράψει τέσσερις φορές αυτό το άλμα της αγάπης του Ιωσήφ στο θεόπνευστο βιβλίο Του για να μην λησμονηθεί στους αιώνες.

Μετά την ένδοξη Ανάσταση του Χριστού, ο Άγιος Ιωσήφ «δαπάνησε» το υπόλοιπο της ζωής του, όπως και οι υπόλοιποι μαθητές Του, κηρύττοντας το Ευαγγέλιο στα έθνη. Κατά την παράδοση -χωρίς να είμαστε απόλυτα βέβαιοι- ο Άγιος κατευθύνθηκε προς την Αγγλία, όπου και εργάστηκε ιεραποστολικά μέχρι την ειρηνική του κοίμηση.

Η μνήμη του τιμάται στις 31 Ιουλίου εκάστου έτους και την Κυριακή των Μυροφόρων, δύο εβδομάδες μετά το Πάσχα.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β΄
Ὀ εὐσχήμων Ἰωσήφ, ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελὼν τὸ ἄχραντόν σου σῶμα, σινδόνι καθαρὰ εἰλήσας καὶ ἀρώμασιν, ἐν μνήματι καινῷ, κηδεύσας ἀπέθετο· ἀλλὰ τριήμερος ἀνέστης Κύριε, παρέχων τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.

Πλούτος και Ιεραποστολή

Από το περιστατικό της αποκαθηλώσεως και του ενταφιασμού του Ιησού, η στάση του Ιωσήφ μας οδηγεί σε διδακτικά συμπεράσματα αφορούντα την ιεραποστολή.

Σύμφωνα με τον Ιερό Χρυσόστομο, «Πλούσιος οὐχ ὁ πολλῶν χρημάτων δεόμενος καὶ πολλὰ περιβεβλημένος, ἀλλ’ ὁ μηδενός χρείαν ἔχων» (Βενεδίκτου Ιερομονάχου, Χρυσοστομικόν Ταμείον, εκδ.«Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομανάχου», Άγιον Όρος 2002, σ. 842). Τέτοιος ήταν ο Ιωσήφ∙ διέθετε πλούτη, ήταν όμως απαλλαγμένος από κάθε είδος προσκόλλησης σ’ αυτά. Έτσι, όταν η συνείδησή του κραύγαζε για την κατάφωρη αδικία που υπέστη ο Διδάσκαλός του, φιλόπονος και στοργικός, ενεργούσε διακονικά προς τον Εσταυρωμένο και ας κινδύνευε να στερηθεί τα πλούτη του αποκαλύπτοντας την αφοσίωσή του σ’ Αυτόν. Επιπροσθέτως, ο ιερός πατήρ επισημαίνει: «Πλούσιος εστί ούχ ό πολλά κεκτημένος, αλλ’ ό πολλά διδούς» (Βενεδίκτου Ιερομονάχου, Χρυσοστομικόν Ταμείον, εκδ.«Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομανάχου», Άγιον Όρος 2002, σ. 843)∙ και ο Ιωσήφ πρόσφερε στον Κύριο το σινδόνι , το λαξευτό μνήμα. Ό,τι καλύτερο διέθετε εκείνη τη στιγμή Τού το παραχώρησε. Είναι αλήθεια πως χρειάζονται οι πλούσιοι στον αμπελώνα του ιεραποστολικού αγρού∙ πλούσιοι όμως με ευρύχωρη καρδιά, φιλάνθρωπη και φιλεύσπλαχνη, που αδυνατεί να δικαιολογήσει ή να καμουφλάρει την ανισότητα εις βάρος των ανθρώπων -και κυρίως των μικρών παιδιών- του λεγομένου Τρίτου Κόσμου∙ πλούσιοι με καρδιά του «μοίρασε» κι όχι του «είσπραξε», που ειρηνεύει και ευφραίνεται όταν αναπαύει τον πόνο και την δυστυχία των άλλων.

Ο Ιωσήφ τόλμησε, ρίσκαρε… και πιθανόν να έχασε χρήματα, περιουσία και αξιώματα, αλλά τα αντάλλαξε με την αιωνιότητα… Λέει ο ποιητής (Ανδρέας Κάλβος): «Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία». Και έχει δίκιο! Παραφράζοντας και εμείς λίγο την φράση αναφωνούμε: Ναι! Ω! Ναι! Θέλει αρετή και τόλμη η εν Χριστώ ελευθερία, η εν Χριστώ ζωή, ο ιεραποστολικός τρόπος ζωής! Ο Ιωσήφ δεν ήταν ελεύθερος όταν σκεφτόταν την περιουσία του, το κοινωνικό του προφίλ και τον κόσμο∙ κινούνταν υπό «τὸν φόβον τῶν ᾿Ιουδαίων». Όταν όμως τόλμησε, ελευθερώθηκε… Είχε αρετή, ήταν αγαθός και δίκαιος. Είχε και τόλμη. Σ’ αυτά υπολειπόμαστε σήμερα εμείς που διακονούμε το έργο της ιεραποστολής. Αρκετοί μεν έχουν τα προσόντα και την αρετή, αλλά δυστυχώς υστερούν σε τόλμη, ανδρεία, πνεύμα θυσίας και χριστιανική λεβεντιά. Άλλοι δε που τολμούν, υστερούν στην αρετή, στην άσκηση και στην εν Χριστώ ζωή.

Ζητώντας τις πρεσβείες του Αγίου Ιωσήφ του από Αριμαθαίας κι έχοντάς τον ως πρότυπό μας, ας καλλιεργήσουμε την αρετή και ας τολμήσουμε για τον Χριστό χωρίς να λησμονούμε ποτέ πως… «θέλει αρετή και τόλμη η ιεραποστολή!»

Περισσότερα

60 χρόνια μετά: Εκδήλωση μνήμης Αγίων Ιεραποστόλων