Οι Πράξεις των Αποστόλων, το θεόπνευστο αυτό βιβλίο της Καινής Διαθήκης, περιγράφει με ξεχωριστή γλαφυρότητα το ιεραποστολικό έργο των μαθητών του Κυρίου και αποτελεί για μας ένα εγχειρίδιο ιστορίας και τρόπου κατάθεσης της μαρτυρίας Χριστού.
Στο πρώτο κιόλας κεφάλαιο του βιβλίου δίνεται η εντολή από τον Ιησού: «ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πραξ. 1:8-9), την οποία στη συνέχεια θα ακολουθήσουν με αυτοθυσία οι μαθητές Του. Είναι τόσο σημαντικό το έργο της διαδόσεως του Ευαγγελίου που, αμέσως μετά την απώλεια του Ιούδα, την θέση του αναλαμβάνει ο Ματθίας (Πραξ. 1:22). Καίριος είναι ο ρόλος του καθενός από τους δώδεκα αποστόλους στη διακονία του Λόγου του Θεού, γεγονός που αποδεικνύεται στην πορεία, αφού κάθε μαθητής του Χριστού πραγματοποιεί τερατώδες ιεραποστολικό έργο παρ’ όλα τα πενιχρά μέσα που διαθέτει.
Η Ιεραποστολή δεν είναι ανθρώπινη υπόθεση μόνο, αλλά ήταν, είναι και θα είναι Θεανθρώπινη. Γι’ αυτό και όταν συντελείται η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στους Αποστόλους, ευθύς αμέσως αρχίζει το κήρυγμα συνοδευόμενο μάλιστα από θαυμαστά σημεία. Οι παρευρισκόμενοι, καταγόμενοι από διαφορετικές χώρες, ακούν τη διδασκαλία καθαρά στη γλώσσα τους, σε βαθμό που αναρτιούνται: «καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ ᾿Ελαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, ᾿Ιουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν ᾿Ασίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, ᾿Ιουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ ῎Αραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;» (Πραξ. 2:8-11). Ο Λόγος του Θεού μιλάει στις καρδιές των ανθρώπων, αυτές τις καρδιές που φτιάχτηκαν από Αυτόν και αναπαύονται σ’ Αυτόν. Προσφέρεται από τα χείλη του Πέτρου και οι άνθρωποι, ζώντας μια υπέρλογη εσωτερική κοσμογονία, εκφράζονται με ενθουσιασμό, πίστη και ζήλο: «τί ποιήσομεν, ἄνδρες ἀδελφοί;» (Πραξ. 2:37). Ο απόστολος του Χριστού πάραυτα τους προτρέπει: «μετανοήσατε, καὶ βαπτισθήτω ἕκαστος ὑμῶν ἐπὶ τῷ ὀνόματι ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, καὶ λήψεσθε τὴν δωρεὰν τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος» (Πραξ. 2:38) κι ανταποκρίνονται ψυχές «ὡσεὶ τρισχίλιαι» (Πραξ. 2:41).
Έτσι, με τη φλόγα των Αποστόλων, αλλά κυρίως με τη Χάρη του Θεού και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, περνούσε ο καιρός «καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε, καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν ῾Ιερουσαλὴμ σφόδρα, πολύς τε ὄχλος τῶν ᾿Ιουδαίων ὑπήκουον τῇ πίστει» (Πραξ. 6:7). Αυτή η αστραπιαία εξάπλωση του Ευαγγελίου ερέθισε τους άρχοντες των Ιεροσολύμων με αποτέλεσμα να εξαπολυθεί «διωγμὸς μέγας ἐπὶ τὴν ἐκκλησίαν τὴν ἐν ῾Ιεροσολύμοις· πάντες δὲ διεσπάρησαν κατὰ τὰς χώρας τῆς ᾿Ιουδαίας καὶ Σαμαρείας» (Πραξ. 8:1). Όπως όλοι οι κατατρεγμένοι απόστολοι «διασπαρέντες διῆλθον εὐαγγελιζόμενοι τὸν λόγον» (Πραξ. 8:4), έτσι και ο Φίλιππος, ένας από τους επτά διακόνους, «κατελθὼν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας ἐκήρυσσεν αὐτοῖς τὸν Χριστόν» (Πραξ. 8:5). Ζώντας ανάμεσα στους Σαμαρείτες κήρυττε και θαυματουργούσε, με αποτέλεσμα να συρρέει δίπλα του πλήθος κόσμου, να πιστεύει στον Χριστό και να βαπτίζεται. Ακόμα και αυτός ο Σίμων ο μάγος, έκπληκτος μπροστά στη δύναμη του Θεού του Φιλίππου, βαπτίσθηκε και έμεινε «προσκαρτερῶν τῷ Φιλίππῳ» (Πραξ. 8:13).
Όργανο του Θεού ο Φίλιππος -όπως πρέπει να είναι και οι ιεραπόστολοι- έλαβε εντολή από Άγγελο Κυρίου: «ἀνάστηθι καὶ πορεύου κατὰ μεσημβρίαν ἐπὶ τὴν ὁδὸν τὴν καταβαίνουσαν ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς Γάζαν· αὕτη ἐστὶν ἔρημος.καὶ ἀναστὰς ἐπορεύθη» (Πραξ. 8:26-27). Η αμεσότητα της επικοινωνίας ανάμεσα στον Άγγελο και τον Φίλιππο είναι αναμφισβήτητη και δηλώνει πως ο διάκονος ήταν συμμέτοχος στο θεϊκό έργο, είχε καρδιά με ευαίσθητα αισθητήρια αγάπης για ν’ ακούσει τη φωνή του Θεού και ύπαρξη έτοιμη να υπακούσει και να Τον ακολουθήσει. Η δικιά μας καρδιά «ακούει»; Αισθάνεται τις προτροπές του Θεού; Μάλλον όχι, διότι δεν είμαστε διατεθειμένοι να Τον ακολουθήσουμε…
«Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ Αἰθίοψ εὐνοῦχος δυνάστης Κανδάκης τῆς βασιλίσσης Αἰθιόπων, ὃς ἦν ἐπὶ πάσης τῆς γάζης αὐτῆς, ὃς ἐληλύθει προσκυνήσων εἰς ῾Ιερουσαλήμ,ἦν τε ὑποστρέφων καὶ καθήμενος ἐπὶ τοῦ ἅρματος αὐτοῦ, καὶ ἀνεγίνωσκε τὸν προφήτην ῾Ησαΐαν» (Πραξ. 8:27-28). Ο ιερός Χρυσόστομος σχολιάζει για τον Αιθίοπα: «Μεγάλα εγκώμια είναι τα όσα έχουν λεχθεί γι’ αυτόν, αν και διέμενε βέβαια στην Αιθιοπία και περιβαλλόταν από τόσες υποθέσεις λόγω της θέσεώς του, αν και δεν υπήρχε κάποια μεγάλη εορτή, αν και διέμενε σε δεισιδαιμονική πόλη, εν τούτοις ερχόταν για να προσκυνήσει στα Ιεροσόλυμα» (Ιωάννη Χρυσοστόμου, Ε.Π.Ε., Ομιλία ΙΘ΄, εκδ.«Γρηγόριος ο Παλαμάς», τ. 15, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 539). Και δεν του αρκούσε μόνο η προσκύνηση στον ιερό χώρο, δεν έμενε υποκριτικά μόνο σε μια στείρα εξωτερική εκδήλωση της θρησκευτικότητάς του αλλά, κυριευμένος από πνεύμα μαθητείας μελετούσε, πάσχιζε να κατανοήσει τον προφήτη. Η επίμονη αυτή προσπάθεια είχε συσσωρεύσει απορίες στο μυαλό του, για τις οποίες δεν μπορούσε να προστρέξει σε κανέναν.
«Εἶπε δὲ τὸ Πνεῦμα τῷ Φιλίππῳ· πρόσελθε καὶ κολλήθητι τῷ ἅρματι τούτῳ.προσδραμὼν δὲ ὁ Φίλιππος ἤκουσεν αὐτοῦ ἀναγινώσκοντος τὸν προφήτην ῾Ησαΐαν, καὶ εἶπεν· ἆρά γε γινώσκεις ἃ ἀναγινώσκεις;ὁ δὲ εἶπε· πῶς γὰρ ἂν δυναίμην, ἐὰν μή τις ὁδηγήσῃ με; παρεκάλεσέ τε τὸν Φίλιππον ἀναβάντα καθίσαι σὺν αὐτῷ» (Πραξ. 8:29-31). «Πως είναι δυνατόν να κατανοήσω, να αντιληφθώ και να βιώσω τα θεόπνευστα κείμενα αν δεν με κατευθύνει κάποιος;», απαντά στην ερώτηση του Φιλίππου ο άρχοντας. Την ίδια απόκριση – και μάλιστα κράζοντας – προφέρουν τα Έθνη προς την Ορθόδοξη Εκκλησία: «Ποιος θα μας διδάξει το Ευαγγέλιο, ποιος θα μας κατηχήσει και θα μας οδηγήσει στην αγκαλιά της Εκκλησίας, στη Σωτηρία;» Κι όταν συναντήσουν δια μέσου του ιεραποστολικού έργου τον Μεσσία, τότε η απέραντη ευγνωμοσύνη τους αναμειγνύεται με το παράπονο: «Γιατί αργήσατε τόσο; Πού βρισκόσασταν όλα αυτά τα χρόνια;» Λοιπόν, αν δεν είσαι εσύ αδελφέ μου και αδελφή μου ή εγώ να διδάξω τον Χριστό, τότε ποιος; Μήπως ο αιρετικός, ο αλλόπιστος ή ο άθεος; Μη γένοιτο. Τα έθνη κράζουν. Τουλάχιστον να μην αδιαφορούμε…
«Η δὲ περιοχὴ τῆς γραφῆς ἣν ἀνεγίνωσκεν ἦν αὕτη· ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη· καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ.ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη· τὴν δὲ γενεὰν αὐτοῦ τίς διηγήσεται; ὅτι αἴρεται ἀπὸ τῆς γῆς ἡ ζωὴ αὐτοῦ.ἀποκριθεὶς δὲ ὁ εὐνοῦχος τῷ Φιλίππῳ εἶπε· δέομαί σου, περὶ τίνος ὁ προφήτης λέγει τοῦτο; περὶ ἑαυτοῦ ἢ περὶ ἑτέρου τινός;ἀνοίξας δὲ ὁ Φίλιππος τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς γραφῆς ταύτης εὐηγγελίσατο αὐτῷ τὸν ᾿Ιησοῦν» (Πραξ. 8:32-35). Σκοπός του Ιεραποστολικού έργου είναι το κήρυγμα περί «τὸν ᾿Ιησοῦν». Αυτό ακριβώς που έπρατταν οι Απόστολοι∙ διαλαλούσαν Χριστό και Ανάσταση. Επομένως, οφείλουμε πρωταρχικά να συνδεθούμε με τον Χριστό μέσω των Μυστηρίων, να Τον ανακαλύψουμε μέσα στην Αγία Γραφή, να Τον κατανοήσουμε μελετώντας τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας και έπειτα να Τον συναντήσουμε διακονώντας Τον στο πρόσωπο των αναγκεμένων αδελφών. Είναι ανάγκη να αυξήσουμε και να θερμάνουμε την αγάπη μας προς τον Ιησού, να μην μένουμε προσκολλημένοι αποκλειστικά και μόνο στη φροντίδα των φτωχών με έναν συναισθηματισμό-ρομαντισμό που φθίνει μέρα με την ημέρα και χρόνο με το χρόνο, οδηγώντας μας στο να καταντήσουμε φορείς ενός εγωιστικού προσωπείου και να αδιαφορούμε για τη σχέση μας με τον Θεό. Αλλά απεναντίας, βουτηγμένοι στο πηγάδι της Θείας Αγάπης, να αντλούμε το ύδωρ το ζων και να το μεταδίδουμε απανταχού.
«Ως δὲ ἐπορεύοντο κατὰ τὴν ὁδόν, ἦλθον ἐπί τι ὕδωρ, καί φησιν ὁ εὐνοῦχος· ἰδοὺ ὕδωρ· τί κωλύει με βαπτισθῆναι;εἶπε δὲ ὁ Φίλιππος· εἰ πιστεύεις ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἔξεστιν. ἀποκριθεὶς δὲ εἶπε· πιστεύω τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸν ᾿Ιησοῦν Χριστόν.καὶ ἐκέλευσε στῆναι τὸ ἅρμα, καὶ κατέβησαν ἀμφότεροι εἰς τὸ ὕδωρ, ὅ τε Φίλιππος καὶ ὁ εὐνοῦχος, καὶ ἐβάπτισεν αὐτόν» (Πραξ. 8:38). «Τι μας εμποδίζει να βαπτισθούμε;» κράζουν μαζί με τον Αιθίοπα και τα έθνη, αδελφοί και αδελφές αβάπτιστοι ανά τον κόσμο, όπου αγνοείται η Αλήθεια του Χριστού. Τι σας εμποδίζει… Σας εμποδίζει που δεν έχω καρδιά φλεγόμενη από αγάπη σαν αυτή του Φιλίππου… Σας εμποδίζει που δεν έχω πόδια σαν εκείνου να τρέξω κοντά σας, που δεν θέτω τον εαυτό μου στη διάθεση του Θεού… Σας εμποδίζει που δεν κατανοώ τον Ιησού ο οποίος με προτρέπει να κατευθυνθώ προς εσάς… Σας εμποδίζει που πολλές φορές Τον καταλαβαίνω, αλλά δυστυχώς δεν έχω το θάρρος να Τον υπακούσω… Εμπόδιο στέκεται η αδιαφορία μου, η αδιαφορία του από τα γεννοφάσκια ορθοδόξου βαπτισμένου Χριστιανού με τη χλιαρή κατά Χριστόν ζωή. Κώλυμα το λαθεμένο μου παράδειγμα, η μάσκα υποκρισίας που φορώ, η ανικανότητά μου ν’ αγαπήσω τον Χριστό όπως μ’ αγάπησε και να θυσιαστώ για εσάς. Μειονέκτημα η ελλιπής μου πίστη και η αδυναμία μου να σας την μεταδώσω, έτσι ώστε και εσείς όπως και ο Αιθίοπας να ομολογήσετε: «πιστεύω τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸν ᾿Ιησοῦν Χριστόν».
Η μνήμη βαπτίσεως του Αιθίοπα από τον διάκονο Φίλιππο τιμάται 26 Αυγούστου εκάστου έτους.