Είναι αδιαμφισβήτητο πως ο καθένας από εμάς, αν βρισκόταν στη συνοδεία του Χριστού, θα φοβόταν και θα δείλιαζε μπροστά στα δυσοίωνα περιστατικά που ακολούθησαν από την είσοδό Του στα Ιεροσόλυμα και έπειτα. Μέχρι τότε ο Ιησούς θεράπευε οποιαδήποτε ασθένεια συναντούσε στο διάβα Του, υπέτασσε τόσο τα στοιχεία της φύσης όσο και τα δαιμόνια, γνώριζε τις σκέψεις των ανθρώπων πριν ακόμη τις εκφράσουν οι ίδιοι και το αποδείκνυε σε κάθε διάλογο που πραγματοποιούσε, νικούσε τον θάνατο με την ίδια ευκολία που επιτελούσε και τα άλλα σημεία Του. Αγία η βιωτή Του, αναμάρτητη και αψεγάδιαστη η διδασκαλία Του, ως Θεός που ήταν. Είχε αποκτήσει στενό και ευρύ κύκλο μαθητών και συνεργατών, όπως επίσης τον θαυμασμό ενός σαγηνεμένου πλήθους που Τον ακολουθούσε και Τον επευφημούσε. Οι Ισραηλίτες πίστευαν πως αυτός ήταν ο Μεσσίας του λαού τους, ο επίγειος βασιλιάς που περίμεναν (ακόμη περιμένουν και θα περιμένουν), ο οποίος θα ελευθέρωνε την πατρίδα τους και θα ασκούσε εξουσία∙ γι’ αυτό, άλλωστε, οι υιοί του Ζεβεδαίου ζήτησαν τόσο ωμά από τον Κύριο πρωτοκαθεδρίες: «δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου» (Μαρκ. 10,37).
Τι περίεργο όμως! Ο Ιησούς εισέρχεται στα Ιεροσόλυμα, όχι πάνω σε άρμα ή βασιλική άμαξα, αλλά ανεβασμένος σε γαϊδουράκι. Δεν φοράει επίσημο ένδυμα ή στρατιωτική στολή, αλλά τα φτωχικά ρούχα της καθημερινότητάς Του. Δεν Τον ακολουθούν οι αξιωματικοί Του με σπαθιά στα χέρια, αλλά οι απλοί μαθητές Του. Δεν καλεί σε επανάσταση, δεν διεκδικεί τον Ναό, ούτε συμμαχεί με τις ιουδαϊκές αρχές – οι πρώτες πολιτικές και στρατιωτικές κινήσεις που θα επιδίωκε ένας διεκδικητής της εξουσίας με απώτερο σκοπό την απελευθέρωση του Ισραήλ -, αλλά διώχνει τους εμπόρους από τον Ναό, θεραπεύει αρρώστους, ομολογεί έμμεσα στους αρχιερείς και γραμματείς πως αυτός είναι ο «Υιός Δαυίδ» και, όταν αισθάνεται ότι η παρουσία Του τους ενοχλεί και τους ελέγχει, «καταλιπὼν αὐτοὺς ἐξῆλθεν ἔξω τῆς πόλεως εἰς Βηθανίαν καὶ ηὐλίσθη ἐκεῖ» (Ματθ. 21,17).
Μετά την απογοήτευση που υπέστησαν οι Ιουδαίοι – οι προσδοκόντες τον Ιησού ως Βασιλιά εγκόσμιο και την βασιλεία Του ως επίγεια – οι διαθέσεις απέναντί Του άρχισαν να γίνονται ολοένα και απειλητικότερες. Οι αρχιερείς, οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι συνωμοτούν εναντίον Του και αποφασίζουν να Τον συλλάβουν (Ματθ. 26,35). Ο Ιούδας Τον παραδίδει για τριάντα αργύρια (Ματθ. 26, 14-16). Ο Ιησούς γεύεται το τελευταίο Του δείπνο προφητεύοντας πως κάποιος από τους μαθητές Του θα Τον προδώσει (Ματθ. 26,17-30). Προλέγει την άρνηση του πρώτου των μαθητών, του Πέτρου. Προσεύχεται συντετριμμένος στη Γεσθημανή ομολογώντας πως «περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου»(Ματθ. 26,38). Έπειτα, δέχεται το φίλημα του δόλιου Ιούδα, συλλαμβάνεται από πλήθος ανθρώπων με ξίφη και ρόπαλα, οδηγείται στο Μεγάλο Συνέδριο. Ποιος; Ο αναμενόμενος Μεσσίας, η ελπίδα του Ισραήλ, αυτός στον οποίο είχε στηριχτεί η πίστη για την σωτηρία και την ανάδειξη του έθνους τους! Καταδικάζεται από την ιουδαϊκή εξουσία σε θάνατο και ακολουθούν φτυσίματα και ραπίσματα σε βάρος Του. Τον αρνείται ο μαθητής που θα όφειλε να είναι μπροστάρης και αρχηγός της ομάδας των δώδεκα τώρα που Τον συνέλαβαν ∙ τον αρνείται μπροστά σε γυναίκες και μάλιστα δούλες! Κι όχι για μία, αλλά για δύο φορές και μία τρίτη μπροστά στους παρευρισκομένους… Στην συνέχεια, ο Ιησούς οδηγείται στον Πιλάτο και καταδικάζεται σε σταυρικό θάνατο, αφού ο λαός επιλέγει να ελευθερωθεί ο «επίσημος δέσμιος» – ο Βαραββάς – και να σταυρωθεί ο Αθώος, επιλέγει την αμαρτία από την αρετή. Ο Χριστός εμπαίζεται από τους στρατιώτες, βασανίζεται, εξευτελίζεται και πεθαίνει κρεμασμένος στο σταυρό.
Σ’ εκείνα τα δύσκολα, τα αποκρουστικά, τα δυσβάστακτα τελευταία γεγονότα της ζωής του Χριστού «ἦσαν δὲ ἐκεῖ» –συνοδοιπόροι, συμπαραστάτες- «καὶ γυναῖκες πολλαὶ ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι, αἵτινες ἠκολούθησαν τῷ ᾿Ιησοῦ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας διακονοῦσαι αὐτῷ· ἐν αἷς ἦν Μαρία ἡ Μαγδαληνή, καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ ᾿Ιωσῆ μήτηρ, καὶ ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου»(Ματθ. 27,55-56). Ήταν οι Μυροφόρες. «Μυροφόρες -κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά- είναι οι γυναίκες που ακολούθησαν τον Κύριο μαζί με την Μητέρα του, έμειναν μαζί της κατά την ώρα του σωτηριώδους πάθους και φρόντισαν να αλείψουν με μύρα το σώμα του Κυρίου. Όταν δηλαδή ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος ζήτησαν και έλαβαν από τον Πιλάτο το δεσποτικό σώμα, το κατέβασαν από τον σταυρό, το περιέβαλαν σε σινδόνια μαζί με εκλεκτά αρώματα, το τοποθέτησαν σε λαξευτό μνημείο και έβαλαν μεγάλη πέτρα επάνω στην θύρα του μνημείου, παρευρίσκονταν θεωρώντας κατά τον ευαγγελιστή Μάρκο η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία που καθόταν απέναντι του τάφου. Με την φράση και η άλλη Μαρία εννοούσε οπωσδήποτε την Θεομήτορα∙ διότι αυτή λεγόταν μητέρα και του Ιακώβου και του Ιωσή, που ήσαν από τον Ιωσήφ τον Μνήστορα. Δεν παρευρισκόταν δε μόνο αυτές παρατηρώντας, όταν ενταφιαζόταν ο Κύριος, αλλά και άλλες γυναίκες». (Βενεδίκτου Ιερομονάχου, Παλαμικόν Ταμείον, εκδ.«Συνοδίας Σπυρίδωνος Ιερομονάχου», Άγιον Όρος 2007, σσ. 646-647).
Δόξα όμως να ’χει ο καλός Θεός, ο πάνσοφος Δημιουργός των πάντων! Το σχέδιο της Θείας Οικονομίας Του υλοποιήθηκε. Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, οδηγήθηκε στον θάνατο και τον νίκησε. Αναστήθηκε!!
Αναστήθηκε και φανερώθηκε πρώτα στις Μυροφόρες, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, γιατί αυτές είχαν το θάρρος να επισκεφτούν το μνήμα του:
- «Ὀψὲ δὲ σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων, ἦλθε Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία θεωρῆσαι τὸν τάφον» (Ματθ. 28,1)
- «Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου» (Μαρκ. 16, 1-2).
- «Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς»(Λουκ. 26,1) «και ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ᾿Ιωάννα καὶ Μαρία ᾿Ιακώβου καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς» (Λουκ. 26,10).
- «Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωῒ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ μνημεῖον» (Ιωαν. 20,1).
Εμφανίστηκε στις Μυροφόρες και τις έδωσε την εντολή να μεταδώσουν το μήνυμα της Αναστάσεώς Του στους μαθητές, δηλαδή τους ζήτησε να κάνουν ιεραποστολή στους Αποστόλους:
«Κηρύξατε τοῖς κήρυξιν αὐτοῦ Μαθηταῖς» (Πεντηκοστάριον, εκδ.«Αποστολική Διακονία», Αθήνα 2002, σ. 150) και ακόμη,
«ἀπελθοῦσαι κηρύξατε, τοῖς αὐτοῦ Μαθηταῖς»(Πεντηκοστάριον, εκδ.«Αποστολική Διακονία», Αθήνα 2002, σ. 25),
έτσι ώστε να μετατρέψει την λύπη των μαθητών σε χαρά, όπως όμορφα επισημαίνει ένα τροπάριο της ακολουθίας της Κυριακής των Μυροφόρων∙ «Μαθηταῖς ἀπαγγείλατε∙ τήν κατήφειαν, εἰς χαράν μετατρέψατε» (Πεντηκοστάριον, εκδ.«Αποστολική Διακονία», Αθήνα 2002, σ. 152).
- «Καὶ ταχὺ πορευθεῖσαι εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ ἰδοὺ προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν» (Ματθ. 28,7) και «λέγει αὐταῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· μὴ φοβεῖσθε· ὑπάγετε ἀπαγγείλατε τοῖς ἀδελφοῖς μου ἵνα ἀπέλθωσιν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, κἀκεῖ με ὄψονται» (Ματθ. 28, 10).
- «Υπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου» (Μαρκ. 16, 7-8).
- «Καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς» (Λουκ. 24,9).
- «Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· μή μου ἅπτου· οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου· πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου καὶ εἰπὲ αὐτοῖς· ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν. ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον, καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ» (Ιωαν. 20, 17-18).
Οι Μυροφόρες, παρ’ όλο που δεν πίστευαν στην Ανάσταση, έμειναν πιστές στον διδάσκαλό τους. Ακόμη και όταν ο Χριστός πέθανε, η καρδιά τους διατηρήθηκε προσκολλημένη σ’ Εκείνον όπως όταν ζούσε, όπως όταν Τον ακολουθούσαν με πόνο ψυχής στο μαρτύριο. Έμειναν πιστές στον Ιησού που τους έταξε αιώνια ζωή και τώρα βρίσκεται στον τάφο. Ώ αφοσίωση! Ώ θείος πόθος! Με κίνδυνο της ζωής τους επισκέπτονται τον τάφο του διδασκάλου για να αλείψουν με μύρα το τίμιο σώμα Του. Τι ανδρεία! Τι γενναιότητα! Τι αγάπη! «Φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ᾿ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον» (Ιω. Α. 4,18). Πού βρίσκεσαι Σίμων Βαριωνά να δεις το θάρρος που επιδεικνύουν αυτές οι γυναίκες; Πού είσαι Πέτρο που με βεβαιότητα υποστήριζες πως και αν όλοι χάσουν την εμπιστοσύνη τους στον Χριστό η δική σου ποτέ δε θα εκλείψει (Ματθ. 26, 33) και, ακόμα, πως δεν θα Τον αρνηθείς, έστω και αν χρειαστεί να πεθάνεις μαζί Του (Ματθ. 26,35); Πού κρύβεσαι τώρα εσύ που έκλαψες πικρά (Ματθ. 26,75); Γιατί δεν παραστέκεσαι συνοδοιπόρος στο πάθος του Χριστού, κάτω από τον Σταυρό Του και δεν δίνεις το παρόν στον θάνατό Του; Γιατί δεν τρέχεις στο μνήμα Του να βοηθήσεις τις γενναίες Μυροφόρες να κυλίσουν το λίθο; Πού μένετε μαθητές του Χριστού – πλην βεβαίως του Ιωάννη που στεκόταν δίπλα στο σταυρό – αμπαρωμένοι από φόβο, απογοήτευση και απιστία;
Η ανδρεία των Μυροφόρων κάλυψε την δειλία των μαθητών σ’ αυτά τα δύσκολα γεγονότα (Χρυσοστόμου, Εις Ματθαίον, ΕΠΕ, τ.12, σσ. 366-376) και γι’ αυτό τιμήθηκαν από τον Κύριο ∙ πρώτα σ’ αυτές έφτασε το μήνυμα της Αναστάσεως από τον άγγελο, πρώτα σ’ αυτές εμφανίσθηκε ο Ιησούς αναστημένος κι αυτές έλαβαν την πρώτη εντολή μεταδόσεως της χαρμόσυνης αγγελίας της Αναστάσεως του Χριστού. Έγιναν «γυναῖκες εὐαγγελίστριαι» (Πεντηκοστάριον, εκδ.«Αποστολική Διακονία», Αθήνα 2002, σ. 25) κι ευαγγέλισαν τους μετέπειτα ευαγγελιστές του κόσμου∙ «Γυναῖκες μετὰ μύρων θεόφρονες, ὀπίσω σου ἔδραμον, ὃν δὲ ὡς θνητὸν μετὰ δακρύων ἐζήτουν, προσεκύνησαν, χαίρουσαι ζῶντα Θεόν, καὶ Πάσχα τὸ μυστικόν, σοῖς Χριστὲ Μαθηταῖς εὐηγγελίσαντο» (Πεντηκοστάριον, εκδ.«Αποστολική Διακονία», Αθήνα 2002, σ. 143).
Η μνήμη τους τιμάται τη δεύτερη Κυριακή μετά την Ανάσταση εκάστου έτους.
Ἀπολυτίκιον
Ταῖς μυροφόροις γυναιξί, παρὰ τὸ μνῆμα ἐπιστάς, ὁ Ἄγγελος ἐβόα· τὰ μύρα τοῖς θνητοῖς ὑπάρχει ἁρμόδια· Χριστὸς δὲ διαφθορᾶς ἐδείχθη ἀλλότριος· ἀλλὰ κραυγάσατε· Ἀνέστη ὁ Κύριος, παρέχων τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.