Ο Άγιος Κύριλλος γεννήθηκε, κατά πάσα πιθανότητα, το 313 μ.Χ. στα Ιεροσόλυμα. Από τους ευσεβείς και ορθόδοξους γονείς του παρέλαβε ως ιερή κληρονομιά την ευσέβεια και τα ορθά δόγματα, σε μία εποχή που η αίρεση του Αρείου εκδηλωνόταν ενεργά και επεκτατικά στο χώρο της πίστεως. Σε ηλικία μόλις είκοσι ετών κι ενώ είχε γίνει ευρέως γνωστή η πνευματική του ωριμότητα, χειροτονήθηκε διάκονος και -έπειτα από δέκα χρόνια- πρεσβύτερος από τον επίσκοπο Ιεροσολύμων Μάξιμο, του οποίου το θρόνο και τη διακονία ανέλαβε αμέσως μετά την κοίμησή του (349 μ.Χ.). Ως επίσκοπος έδρασε και υπερασπίστηκε τα ορθά δόγματα έναντι των αιρέσεων, παρά την εμφανή υποστήριξη του Αρειανισμού από πλευράς του αυτοκράτορα Κωνσταντίου.
Ο αρειανόφρων μητροπολίτης Καισαρείας Ακάκιος (μέσω του οποίου ο Άγιος είχε λάβει τον τελευταίο βαθμό της ιεροσύνης) ήλπιζε ότι ο Κύριλλος θα ενστερνιστεί τις δικές του απόψεις. Εκείνος, ωστόσο, αντέδρασε και έμεινε σταθερός και αμετακίνητος στις θέσεις του. Η γενναία, ηρωική και αγιοπατερική του στάση τον οδήγησε σε διώξεις και περιθωριοποιήσεις. Συγκεκριμένα, εξορίστηκε από τον αυτοκράτορα, αφού πρωτίστως συκοφαντήθηκε από τον μητροπολίτη Ακάκιο, στον οποίο ανήκε εκκλησιαστικά η επισκοπή των Ιεροσολύμων.
Ο Κύριλλος δαπάνησε δεκαετίες στην εξορία. Παρ’ όλα αυτά, μετά την εκδημία του Κωνσταντίου και την ανάδειξη του Ιουλιανού του παραβάτη στην εξουσία, η δυσχερής τούτη κατάσταση, τόσο του Κυρίλλου όσο και όλων των ορθοδόξων διωκομένων επισκόπων και κληρικών, μεταβλήθηκε άρδην. Ο Ιουλιανός ευελπιστούσε να κερδίσει την εύνοια όλων των επισκόπων που ο προκάτοχός του είχε σε δυσμένεια. Αυτό οδήγησε στο ευτυχές, για την Ορθοδοξία, αποτέλεσμα να ανακληθούν όλες οι εξορίες και να επιστρέψουν οι επίσκοποι στις έδρες τους, όπερ και εγένετο με τον Άγιο Κύριλλο, ο οποίος ανακατέλαβε την επισκοπή του. Η πλεονεκτική αυτή κατάσταση δεν διήρκησε για πολύ διότι, μετά τον θάνατο του Ιουλιανού, στον θρόνο της βασιλεύουσας ανήλθε ο αιρετικός Ουάλης. Αυτός, ακολουθώντας την τακτική του Κωνστάντιου, επανέλαβε την ποινή της εξορίας στον Κύριλλο. Το έτος 378 μ.Χ., μετά το τέλος του Ουάλεντα, ο Άγιος επέστρεψε και πάλι στα Ιεροσόλυμα.
Στα τελευταία οχτώ χρόνια της ζωής του ο επίσκοπος της Αγίας Πόλεως, των Ιεροσολύμων, αναλώθηκε αφενός στο έργο της καλλιέργειας του ποιμνίου του -στην ιεραποστολική δράση εντός των ορίων της επισκοπής του κατηχώντας και βαπτίζοντας- και αφετέρου στην καταπολέμηση των αιρέσεων.
Αναπαύθηκε εν ειρήνη το 387 μ.Χ. και η μνήμη του τιμάται στις 18 Μαρτίου εκάστου έτους.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Στολὴν τὴν ἔνθεον, ἀμφιεσάμενος, στῦλος ὁλόφωτος, ὤφθης τῆς πίστεως, τῶν Ἀποστόλων ἐν Σιῶν τὴν χάριν κεκληρωμένος, ὅθεν ἐνδιέπρεψας, εὐσέβειας τοὶς δόγμασι, καὶ πιστῶς ἐσκόρπισας, τῆς σοφίας τὸ τάλαντον. Καὶ νῦν ὑπὲρ ἠμῶν ἐκδυσώπει, Κύριλλε Πάτερ Ἱεράρχα.
Κατήχηση και ιεραποστολή
Ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με την κατήχηση του ποιμνίου του ή, αλλιώς, με την εσωτερική ιεραποστολή των πολιτών της επαρχίας του. Χειροπιαστή απόδειξη αυτής της διακονίας του αποτελούν οι «Κατηχήσεις» που εκφώνησε στο ναό της Αναστάσεως την περίοδο της Σαρακοστής του 350 μ.Χ. στα Ιεροσόλυμα, απευθυνόμενος στους φωτιζόμενους και τους νεοφώτιστους. Έτσι κι εμείς αδράχνουμε την ευκαιρία να ασχοληθούμε στο άρθρο μας με τον σύνδεσμο κατήχησης και ιεραποστολής, παραθέτοντας συνάμα αρκετά από τα εκλεκτότερα αποσπάσματα των «Κατηχήσεων» του Αγίου.
Λίγο πριν την Ανάληψή του ο Κύριος παρότρυνε τους μαθητές του με τα εξής λόγια: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» (Ματθ. 28:19). Τους ζήτησε δηλαδή να κατηχήσουν ολόκληρο τον κόσμο. Η λέξη «κατήχησις» πιθανότατα εκμαιεύεται από το περιστατικό της Πεντηκοστής και την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος («εκ του Ουρανού») ως ήχου («ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας») (Πράξ. 2:2) {Κάτω-ήχος}. Ωστόσο, το νόημά της σκιαγραφεί εξαιρετικά εύστοχα και κατανοητά ο Άγιος Κύριλλος:
«Η κατήχηση είναι οικοδομή. Αν δεν σκάψουμε βαθιά και να βάλουμε θεμέλια, και εάν στη συνέχεια δε δέσουμε με οικοδομικούς αρμούς όλη την οικοδομή, για να μη τυχόν βρεθεί κάτι χαλαρό και σωριαστεί κάτω η οικοδομή, δεν έχουμε κανένα όφελος από τον κόπο που κάναμε πριν. Πρέπει δηλαδή να δένεται η μια πέτρα με την άλλη στη σειρά και η μια γωνία να ακολουθεί την άλλη, και ξύνοντας εμείς όλα τα περιττά, να ανυψώνεται τέλεια η οικοδομή. Έτσι σου προσφέρουμε κατά κάποιον τρόπο τα λιθάρια της γνώσεως. Πρέπει να ακούς όλα όσα λέγονται για τον ζωντανό Θεό∙ πρέπει να ακούς όσα λέγονται για την κρίση∙ πρέπει να ακούς όσα λέγονται για τον Χριστό∙ πρέπει να ακούς όσα λέγονται για την ανάσταση και άλλα πολλά» (Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, τ.1, Ε.Π.Ε, σσ. 25-27).
Επομένως, κατήχηση είναι η προσφορά του λόγου του Θεού στους ανθρώπους, είναι οι ομιλίες, τα κατηχητικά σχολεία, οι νεανικές κατηχητικές συντροφιές, οι κύκλοι μελέτης Αγίας Γραφής και, φυσικά, τα κηρύγματα των ιερέων και των ιεροκηρύκων από τον άμβωνα της εκκλησιάς. Εδώ οφείλουμε να διατυπώσουμε μία διευκρίνιση. Τα πρώτα χριστιανικά χρόνια αλλά και σήμερα -στις χώρες που επιτελείται το θεάρεστο έργο της ιεραποστολής- είχαμε και έχουμε «κατηχουμένους», τουτέστιν ανθρώπους οι οποίοι γνωρίζουν για πρώτη φορά την ορθοδοξία και με διάκριση οδηγούνται στη βάπτιση. Αυτοί «κατηχούνται», διδάσκονται δηλαδή τα δόγματα της Εκκλησίας καθώς και τις αρχές του Ευαγγελίου ακόμα και μετά τη βάπτισή τους. Από την άλλη πλευρά, και στην πατρίδα μας, την Ορθόδοξη Ελλάδα, παρ’ όλο που η πλειοψηφία είμαστε χριστιανοί, έχουμε ανάγκη κατηχήσεως.
Υιοθετώντας την διδαχή του Χριστού «ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς, ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωὴν αἰώνιον ἔχειν· καὶ ἐκεῖναί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ»(Ιω. 5:39), ο ιερός πατήρ θεωρεί τόσο σημαντικές τις κατηχήσεις, ώστε προτρέπει:
«Να παρακολουθείς τακτικά τις κατηχήσεις, αν και τις παρατείνουμε πολύ λέγοντας πολλά, για να μη χαλαρώνει ο λογισμός σου. Διότι εδώ παίρνεις όπλα εναντίον της ενέργειας του εχθρού σου. Παίρνεις όπλα εναντίον των αιρέσεων, εναντίον των Ιουδαίων και των Σαμαρειτών και των ειδωλολατρών. Έχεις πολλούς εχθρούς ∙ πάρε πολλά βέλη ∙ διότι έχεις πολλούς να χτυπήσεις με το ακόντιό σου και πρέπει να μάθεις πώς να αντιμετωπίζεις τον ειδωλολάτρη, πώς να αγωνιστείς εναντίον του αιρετικού, του Ιουδαίου, του Σαμαρείτη. Και όπλα βέβαια είναι έτοιμα, ακόμα όμως πιο έτοιμο είναι το ξίφος του Πνεύματος ∙ πρέπει όμως να τεντώσεις το δεξί σου χέρι με την αγαθή προαίρεση, για να πολεμήσεις στον πόλεμο του Κυρίου, για να νικήσεις τις αντίθεες δυνάμεις, για να γίνεις ανίκητος μπροστά σε καθετί το αιρετικό»(Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, τ.1, Ε.Π.Ε, σσ. 23-25).
Έτσι λοιπόν, στις συμβουλές του προς όλους, όσον αφορά στην κακή επιθυμία που ανατέλλει στις καρδιές μας, υπογραμμίζει:
«Αλλ’ ίσως πεις∙ Είμαι πιστός και δεν μπορεί να με νικήσει η επιθυμία, έστω κι αν την φέρνω συχνά στο νου μου. Αγνοείς όμως ότι η ρίζα που επιμένει πολλές φορές σπάζει ακόμα και πέτρα; Μη δέχεσαι τον σπόρο, γιατί θα σου σπάσει την πέτρα της πίστεως. Βγάλε από τη ρίζα του το κακό πριν ακόμα ανθίσει, γιατί, αν στην αρχή αδιαφορήσεις, υπάρχει φόβος να χρειαστείς τσεκούρι και φωτιά. Όταν αρχίζεις να έχεις ενόχληση στα μάτια σου, θεράπευσέ τα έγκαιρα, για να μη φτάσεις να ζητάς τον γιατρό όταν θα έχεις τυφλωθεί τελείως»(Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, τ.1, Ε.Π.Ε, σσ. 55-57).
Αλλά, και αν ηττηθούμε από την αμαρτία, μας διδάσκει να μην απελπιζόμαστε:
«Αυτός, άνθρωπέ μου, που ανάστησε τον Λάζαρο, ο οποίος ήταν τέσσερις μέρες πεθαμένος και βρωμούσε, δε θα μπορούσε άραγε πιο εύκολα να αναστήσει εσένα που είσαι ζωντανός; Αυτός που έχυσε το τίμιο αίμα του για μας, αυτός θα μας γλυτώσει από την αμαρτία. Ας μην απελπιζόμαστε, αδελφοί μου. Ας μη ρίξουμε τους εαυτούς μας σε κατάσταση απελπισίας. Διότι είναι φοβερό να μην έχουμε εμπιστοσύνη στην ελπίδα της σωτηρίας ∙ γιατί αυτός που δεν περιμένει σωτηρία, ρίχνεται ολόψυχα στο κακό ∙ ενώ όποιος ελπίζει στη θεραπεία του, φροντίζει πάρα πολύ τον εαυτό του. Διότι και ο ληστής που δεν περιμένει χάρη φτάνει σε απόγνωση, ενώ όταν ελπίζει στη συγχώρηση, πολλές φορές οδηγείται στη μετάνοια. Έπειτα, το φίδι αποβάλλει από πάνω του το γερασμένο δέρμα του, κι εμείς δε θα αποβάλλουμε την αμαρτία; Και η γεμάτη αγκάθια γη, όταν οργωθεί καλά, γίνεται καρποφόρα, και για μας είναι ακατόρθωτη η σωτηρία; Η φύση μας λοιπόν είναι επιδεκτική για τη σωτηρία∙ απαιτείται όμως και η προαίρεση» (Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, τ.1, Ε.Π.Ε, σ. 59).
Και συνεχίζει:
«Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε; Και ποιοι είναι οι καρποί της μετάνοιας; «Εκείνος που έχει δυο χιτώνες, να δίνει σ’ αυτόν που δεν έχει (ήταν αξιόπιστος εκείνος που δίδασκε αυτά, γιατί ήταν ο πρώτος που εφάρμοζε εκείνα που δίδασκε. Δεν δυσκολευόταν να τα πει, διότι δεν τον εμπόδιζε η συνείδηση συγκρατώντας τη γλώσσα του), και αυτός που έχει τροφές να κάνει το ίδιο». Θέλεις ν’ απολαύσεις τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, και δεν θέλεις να δώσεις στους φτωχούς υλικές τροφές; Ζητάς τα μεγάλα και δε δίνεις τα μικρά;» (Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, τ.1, Ε.Π.Ε, σσ. 119-121).
Κι ενώ ο Άγιος Κύριλλος με σαφήνεια τονίζει τη μεγάλη σημασία της φιλανθρωπίας, ο ιερός Χρυσόστομος, από την μεριά του, αναδεικνύει πρωταρχική την ανάγκη της κατήχησης:
«Οὐκ ἔστι ψυχῆς οὐδὲν ἀντάξιον, οὐδὲ ὁ κόσμος ἅπας. Ὥστε κἂν μυρία δῷς χρήματα πένησιν, οὐδὲν τοιοῦτον ἐργάσῃ, οἷον ὁ μίαν ψυχὴν ἐπιστρέφων. Ὁ γὰρ ἐξάγων τίμιον ἐξ ἀναξίου, ὡς στόμα μου ἔσται, φησί. Μέγα μὲν γὰρ ἀγαθὸν καὶ τὸ ἐλεεῖν τοὺς πενομένους· ἀλλ’ οὐδὲν τοιοῦτον, οἷον τὸ πλάνης ἀπαλλάττειν· ὁ γὰρ τοῦτο ποιῶν, κατὰ Παῦλον γίνεται καὶ Πέτρον» (Εις Α΄ Κορινθίους Γ΄. ΕΠΕ 18,80. PG 61,29-30).
Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η έμφαση που δίνει ο επίσκοπος Ιεροσολύμων στην πίστη. Στο άκουσμα της λέξης «πίστη» έρχεται αυθόρμητα στο νου η εμπιστοσύνη στο Θεό που κλείνει ο καθένας στην καρδιά του για τον εαυτό του. Ανατρεπτικά, όμως, ο Άγιος εμφαίνει την πίστη του ενός για τον άλλο! Ας τον απολαύσουμε:
«Τόση μεγάλη δύναμη έχει η πίστη, ώστε όχι μόνο αυτός που πιστεύει να σώζεται, αλλά και πολλοί άλλοι σώθηκαν χάρη στην πίστη άλλων. Ο παραλυτικός της Καπερναούμ δεν ήταν ο ίδιος πιστός, όμως πίστευαν εκείνοι που τον μετέφεραν και τον κατέβασαν από τα κεραμίδια. Γιατί μαζί με το σώμα ήταν άρρωστη και η ψυχή του παραλυτικού. Και μη νομίσεις ότι εγώ τον κατηγορώ άδικα ∙ αυτό το λέει το Ευαγγέλιο ∙ «όταν ο Ιησούς είδε», όχι την πίστη, αλλά «την πίστη εκείνων, είπε στον παραλυτικό ∙ σήκω». Εκείνοι που τον σήκωναν πίστεψαν, και ο παραλυτικός απόλαυσε τη θεραπεία. Θέλεις να βεβαιωθείς ότι με την πίστη άλλων σώζονται άλλοι; Πέθανε ο Λάζαρος. Πέρασε μία και δεύτερη και τρίτη μέρα. Διαλύθηκαν τα νεύρα του και το σώμα του άρχισε να σαπίζει. Πώς μπορούσε να πιστέψει άνθρωπος που ήταν νεκρός τέσσερις μέρες, και να παρακαλέσει για τον εαυτό του τον Λυτρωτή; Αυτό λοιπόν που έλειπε από τον νεκρό , το έκαναν οι πραγματικές αδελφές του. Διότι, όταν ήρθε ο Κύριος, έπεσε στα πόδια του η αδελφή του, και στην ερώτηση του Ιησού, «πού τον θάψατε;» εκείνη του απάντησε ∙ «Κύριε, ήδη μυρίζει, διότι έχει τέσσερις μέρες πεθαμένος». Και ο Κύριος της είπε ∙ «Αν πιστέψεις, θα δεις τη δόξα του Θεού». Δηλαδή σαν να της έλεγε ∙ Συ αναπλήρωσε την πίστη που λείπει από τον νεκρό. Και η πίστη των αδελφών είχε τόση δύναμη, ώστε ξανάφερε τον νεκρό στη ζωή από τις πύλες του άδη. Εφόσον λοιπόν άλλοι οι άνθρωποι, πιστεύοντας για λογαριασμό άλλων, μπόρεσαν να αναστήσουν νεκρούς, εσύ, αν πιστέψεις για τον εαυτό σου ειλικρινά, δεν θα ωφεληθείς περισσότερο; Αλλά και αν ακόμα είσαι άπιστος ή ολιγόπιστος, ο Κύριος είναι φιλάνθρωπος και δέχεται τη μετάνοιά σου. Μόνο πες και συ με ευγνωμοσύνη ∙ «πιστεύω, Κύριε, βοήθησε την απιστία μου». Εάν πάλι νομίζεις ότι είσαι πιστός, όμως δεν έχεις ακόμα την τέλεια πίστη. Είναι ανάγκη λοιπόν να πεις και συ, όπως και οι απόστολοι ∙ «Κύριε, πρόσθεσέ μας πίστη». Ένα μέρος λοιπόν πίστεως το έχεις εσύ, το πιο πολύ όμως θα το πάρεις από εκείνον»(Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, τ.1, Ε.Π.Ε, σσ. 189-191).
Εν κατακλείδι, ο Άγιος Κύριλλος -όχι μόνο για τους νεοφώτιστους αλλά για όλους μας, δασκάλους και μαθητές, ιεροκήρυκες και κατηχούμενους- αναφέρει:
«Να μη προσέχεις σ’ αυτά που τώρα γίνονται, αλλά σ’ εκείνα που είναι γραμμένα. Ούτε αν εγώ, που σε διδάσκω χαθώ, να χαθείς και συ μαζί με μένα. Αλλά μπορεί ο ακροατής να γίνει καλύτερος από τον δάσκαλό του, και αυτός που ήρθε τελευταίος να γίνει πρώτος, διότι ο Δεσπότης δέχεται και αυτούς που φτάνουν την ενδέκατη ώρα» (Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, τ.2, Ε.Π.Ε, σ. 131).
Τέλος, στοχεύοντας να αφυπνίσει τους πιστούς, ώστε να γρηγορούν στην παρούσα ζωή, υπενθυμίζει το μη ανατρέψιμο της κρίσης των αμετανόητων ανθρώπων:
«ο Θεός δεν χρειάζεται να τους εξετάσει πολλή ώρα, αλλά μόλις οι ασεβείς αναστηθούν, αμέσως θα τιμωρηθούν. Και όταν λέγει, ότι «οι νεκροί δεν θα σε υμνήσουν, Κύριε», αυτό σημαίνει, ότι μόνο στη ζωή αυτή υπάρχει η δυνατότητα για μετάνοια και άφεση των αμαρτιών, κατά τη διάρκεια της οποίας όσοι τα απολαμβάνουν αυτά, «θα σε υμνούν». Δεν θα μπορούν όμως να υμνούν τον Θεό μετά τον θάνατό τους ως ευεργετημένοι, εκείνοι που πέθαναν μέσα στις αμαρτίες, διότι θα θρηνούν. Τότε λοιπόν οι μεν δίκαιοι θα υμνούν, ενώ όσοι πέθαναν μέσα σε αμαρτίες, δεν έχουν ευκαιρία πλέον για εξομολόγηση» (Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, τ.2, Ε.Π.Ε, σ. 291).