Ο Άγιος Κάντοκ (Cadoc) γεννήθηκε στο Monmouthshire της Ουαλίας κατά τα τέλη του 5ου αιώνα μ.Χ. και καταγόταν από οικογένεια ευγενών. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Gundleus και της Gladys. Οι γονείς του, παρόλο που είχαν βασιλική καταγωγή και ήταν οικονομικά και κοινωνικά αποκατεστημένοι, έγιναν μοναχοί, ακολούθησαν τον ασκητικό βίο και τιμούνται από την Εκκλησία ως Άγιοι. Τόσο η μητέρα του όσο και ο πνευματικός του πατέρας, ο ερημίτης ιερέας Tathan, τον στήριξαν και τον καθοδήγησαν στην εν Χριστώ ζωή*. Ο Άγιος αρνήθηκε τις επίγειες δόξες και τα αξιώματα που του πρόσφερε ο κόσμος, ως τέκνο επιφανών γονέων, και αφοσιώθηκε στη διάδοση του Ευαγγελίου στα έθνη, ως τέκνο του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Αξιώθηκε του αγγελικού σχήματος και της εις πρεσβύτερον χειροτονίας. Ήταν ιδρυτής του Μοναστηριού στο Llancarfan, πλησίον του Cardiff** της Νοτίου Ουαλίας. Το μοναστήρι αυτό, στο οποίο ηγούμενος διατελούσε ο Άγιος Κάντοκ, «πλημμύρισε» από εκατοντάδες μοναχούς και περικυκλώθηκε από πλήθος σκήτες και ασκητές που καθοδηγούνταν πνευματικά από τον Άγιο. Στο εσωτερικό της μονής ο Κάντοκ ίδρυσε ιερατική σχολή, ένα «εργαστήριο Αγίων», αφού εκεί γαλουχήθηκαν με τα νάματα της πίστεως εξέχουσες πνευματικές μορφές όπως ο Άγιος Finnian και ο Άγιος Barrog. Λέγεται μάλιστα ότι αυτή τη σχολή την επισκέφτηκε – αλλά και δίδαξε μερικές φορές – ο μεγάλος Άγιος Gildos, που διατηρούσε στενή εν Χριστώ φιλία με τον Κάντοκ. Το μοναστήρι του Llancarfan είχε αποκτήσει χιλιάδες στρέμματα καλλιεργήσιμης γης και είχε επιπλέον ένα νοσοκομείο, το οποίο περιέθαλπε όχι μόνο τους μοναχούς, αλλά όλους τους αναγκεμένους της περιοχής. Άξιο αναφοράς είναι το περιστατικό εκείνο της επίθεσης ληστών στο μοναστήρι· το περικύκλωσαν και ετοιμάζονταν να το λεηλατήσουν, όταν ο σοφός και συνετός ηγούμενος ώθησε τους εκατοντάδες μοναχούς να ψάλλουν όλοι μαζί. Έτσι, οι ληστές τράπηκαν ντροπιασμένοι σε φυγή.
Ο Άγιος δεν αναπαύθηκε από το τεράστιο σε διαστάσεις πνευματικό έργο που επιτελούσε, αλλά επιβεβαιώνοντας το ρητό «ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (Αποκ. 22:11) κινήθηκε φλεγόμενος από αποστολικό φρόνημα με κατεύθυνση την Κορνουάλη, τη Σκωτία και την Ιρλανδία, όπου κήρυξε το Ευαγγέλιο και οδήγησε πλήθος ανθρώπων στο Χριστό, ακόμα και στο μοναχικό βίο.
Το 580 με 590 μ.Χ., βρήκε μαρτυρικό τέλος από Αγγλοσάξονες ειδωλολάτρες, κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, ενώ προσευχόταν για τους χριστιανούς της χώρας του, δηλαδή τους νεοφώτιστους αδελφούς και υιούς του.
Η μνήμη του τιμάται στις 24 Ιανουαρίου εκάστου έτους.
Ιεραποστολή προς τους αιρετικούς
Παραπάνω, ψηλαφήσαμε το ιεραποστολικό φρόνημα του Αγίου Κάντοκ και παρακολουθήσαμε το ουσιαστικό έργο που επιτέλεσε, αφού προσέλκυσε πλήθος ειδωλολατρών στο Χριστιανισμό. Επειδή όμως, οι χώρες που διακόνησε και πρόσφερε την Ορθόδοξη Μαρτυρία ο Άγιος κατοικούνται σήμερα από Χριστιανούς κυρίως αιρετικούς και, επιπλέον, ο μήνας Ιανουάριος λαμπρύνεται από εορτάζοντες ομολογητές και αγωνιστές πατέρες της Εκκλησίας μας, οι οποίοι με τη γενναία και ηρωική τους στάση ωφέλησαν τους αιρετικούς, αξίζει να προσανατολίσουμε τη σκέψη μας πάνω στο ζήτημα της ιεραποστολής προς αυτούς.
Οι Άγιοι Βασίλειος ο Μέγας, ο αδελφός του Γρηγόριος Νύσσης, Κύριλλος και Αθανάσιος αρχιεπίσκοποι Αλεξανδρείας, Μάρκος ο Ευγενικός, Μάξιμος ο Ομολογητής, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος, πρωταρχικά κατέδειξαν στους αιρετικούς την αλήθεια. Έπειτα κατήργησαν το ψεύδος και σε καμία περίπτωση δεν τους εγκατέλειψαν στην πλάνη τους, αλλά αντιθέτως, τους δίδαξαν την αλήθεια ανόθευτη και επανέφεραν πολλούς από αυτούς στην Ορθοδοξία, ακόμα και με κίνδυνο τη ζωή τους.
Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο οποίος υπερέβη τον φιλήσυχο εαυτό του χάριν της ομολογίας της πίστεως και πέτυχε την απελευθέρωση των κατοίκων της Κωνσταντινουπόλεως από τα δίχτυα των αιρέσεων, του αρειανισμού και των πνευματομάχων, αλλά και την επιστροφή τους στην Ορθοδοξία. Είναι ευρέως γνωστό πως, φτάνοντας στη Βασιλεύουσα, ο Γρηγόριος δε βρήκε ούτε ένα ναό στα «χέρια» των Ορθοδόξων για να λειτουργήσει, παρά μόνον το ναό της Αγίας Αναστασίας, μιας κατ’ οίκον εκκλησίας, από της οποίας τον άμβωνα εκφωνούσε τα συγκλονιστικά του κηρύγματα υπέρ της θεότητας του Αγίου Πνεύματος. Όλη η παραπάνω δράση του είχε ως αποτέλεσμα, παρ’ όλο που αποχωρούσε από τον θρόνο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως ως «πληγωμένος αετός», να έχει αποκαταστήσει την Ορθοδοξία στις καρδιές των κατοίκων της.
Υπάρχει λοιπόν, κατά το πρότυπο των ιερών πατέρων που προαναφέραμε, επιτακτική και άμεση η ανάγκη ιεραποστολής. Όχι μόνον των κρατών της αφρικανικής ηπείρου ή των χωρών του «Τρίτου Κόσμου», όπως πολλοί τις αποκαλούνε, αλλά και των εθνών του «δυτικού, πολιτισμένου κόσμου», εις πάντα τα έθνη. Όχι μόνο σε παγανιστές και ειδωλολάτρες, αλλά και σε αιρετικούς Χριστιανούς. Όχι μόνο στους υπανάπτυκτους λαούς, αλλά και στους ανεπτυγμένους. Βεβαίως, με διαφορετικό τρόπο, όχι όμως με διαφορετικό φρόνημα. Σίγουρα στο μεγαλύτερο μέρος του «Δυτικού Κόσμου», οι άνθρωποι δεν πεινούν, δε διψούν, δεν τους λείπουν τα ρούχα. Ωστόσο, οι ψυχές τους πεινούν και διψούν και ποθούν να γνωρίσουν την αλήθεια. Ποια αλήθεια; Τη μία και μοναδική, την Ορθοδοξία.
Από την άλλη πλευρά, δεν επιτρέπεται να γεμίζει η καρδιά μας -όλων όσοι αγωνίζονται για την διάδοση του ευαγγελίου στα έθνη- από μίσος, εμπάθεια και ανταγωνιστικότητα προς τους αιρετικούς. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Ιερός Χρυσόστομος τονίζει:
«Δεν πολεμώ με υλικά όπλα, αλλά με το λόγο καταδιώκω, όχι τον αιρετικό, αλλά την αίρεση∙ δεν αποστρέφομαι τον άνθρωπο, αλλά μισώ την πλάνη και θέλω να τον αποσπάσω από αυτήν. Δεν κάμνω πόλεμο προς ουσία, αλλά θέλω να διορθώσω τη γνώμη, που τη διέφθειρε ο διάβολος. Το ίδιο και ο γιατρός, θεραπεύοντας τον άρρωστο δεν πολεμά το σώμα, αλλ’ απαλλάσσει το σώμα από την κάκωση»***.
Με ποιον όμως τρόπο επιτελούμε έργο ιεραποστολικό προς τους αιρετικούς;
- Με το διάλογο, τη συζήτηση, αν φυσικά είμαστε γνώστες των αληθειών και των εμπειριών της πίστεως μας. Κι αυτή η συζήτηση είναι ανάγκη να διεξάγεται όχι σε συλλογικό επίπεδο, αλλά σε ατομικό. «Αν όμως είμαστε ασθενέστεροι ως προς την πίστη, ας αποφεύγουμε τις συναναστροφές μ’ αυτούς, ας απομακρυνόμαστε από τις συγκεντρώσεις τους, ώστε να μη γίνει η αιτία της φιλίας, αφορμή ασεβείας»****.
- Με την παρουσία των Ορθοδόξων μητροπόλεων και ενοριών -που, δόξα τω Θεώ, υπάρχουν-, οι οποίες λειτουργούν, διακονούν και προσφέρουν Ορθόδοξη μαρτυρία στους κατοίκους των πόλεων και των χωρών του «Δυτικού Κόσμου».
- Με το παράδειγμά μας, αφού οφείλουμε να είμαστε -κατά το αγιογραφικό- «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» και πόλις η οποία «οὐ δύναται κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη» (Ματθ. 5:14). Και τέλος,
- Με την προσευχή μας για τους αιρετικούς, που ο Ιερός Χρυσόστομος την αποκαλεί το «ασφαλέστερο όπλο»*****.
* Dmitry Lapa, Venerable Cadoc, Abbot of Llancarfan in Wales
** Χριστοφόρου Κομμοδάτου, Οι Άγιοι των Βρεττανικών νήσων, Αθήνα 1985, σ. 62
*** ΕΠΕ, Λόγος στον ιερομάρτυρα Φωκά, εκδ.«Γρηγόριος Παλαμάς», τ. 37, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 297
**** Χρυσοστόμου, ΕΠΕ, Περί Ακαταλήπτου Β΄, εκδ.«Γρηγόριος Παλαμάς», τ. 35, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 75
***** ΕΠΕ, Περί Ακαταλήπτου Β΄, εκδ.«Γρηγόριος Παλαμάς», τ. 35, Θεσσαλονίκη 1989, σσ. 74-76