Ο Ζωτικός έζησε κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του Μεγάλου Κωνσταντίνου και στη συνέχεια του γιου του Κωνστάντιου. Καταγόταν από τη Ρώμη, από γένος αρχοντικό και είχε εκπαιδευτεί τόσο στα γράμματα όσο και στη Θεού Σοφία. Όταν ο Κωνσταντίνος αποφάσισε τη μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας στη Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη, ζήτησε να τον ακολουθήσει και ο Μαγιστριάνος του Ζωτικός. Όπως κι έγινε.
Την περίοδο εκείνη «χτύπησε» την αυτοκρατορία η λέπρα, για την οποία πίστευαν ότι είναι μεταδοτική. Όπως αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος, ο αυτοκράτορας νομοθέτησε έναν σκληρό νόμο, σύμφωνα με τον οποίο αυτός που έπασχε από την παραπάνω ασθένεια θα ριπτόταν στη θάλασσα για να μη την μεταδώσει. Ο ευαίσθητος Ζωτικός δεν άντεξε και έλαβε δράση.
Απευθύνθηκε στο βασιλιά ζητώντας του χρυσάφι και του υποσχέθηκε ότι μ’ αυτό θα αγοράσει μαργαριτάρια και πολύτιμους λίθους για να τα προσφέρει σ’ αυτόν και στην αυτοκρατορία. Ο Κωνσταντίνος ενέδωσε και χορηγήθηκε στον Ζωτικό όσο χρυσάφι του ήταν απαραίτητο. Αμέσως, ο Άγιος ήρθε σε συνεννόηση με τους στρατιώτες που είχαν αναλάβει να θανατώνουν τους λεπρούς. Δωροδοκώντας τους, αγόραζε τους αρρώστους, τους μετέφερε σε μια περιοχή έξω από το Βυζάντιο, τους έφτιαχνε σκηνές για να μένουν και προσπαθούσε με κάθε δυνατό τρόπο να απαλύνει τον πόνο τους.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος πέθανε και ανέλαβε τη διοίκηση της αυτοκρατορίας ο Κωνστάντιος, ο οποίος δε συμπαθούσε τον Ζωτικό που ανήκε στους Ορθοδόξους, ενώ ο ίδιος υποστήριζε τους αιρετικούς. Επίσης, πίστευε αφενός πως ο Άγιος θα ήταν υπεύθυνος για τυχόν μετάδοση της επιδημίας της λέπρας στην αυτοκρατορία και αφετέρου τον θεωρούσε κύριο υπαίτιο της οικονομικής κρίσης που αντιμετώπιζε, αφού ο Ζωτικός ξόδευε μεγάλα ποσά, όχι μόνο για να αγοράσει τους ασθενείς αλλά και για να τους περιθάλψει. Τόσο πολύ φοβόταν ο Κωνστάντιος, ώστε ακόμα και την κόρη του παρέδωσε να θανατωθεί -πράξη που απέτρεψε με τον συνήθη τρόπο ο Άγιος -, επειδή είχε προσβληθεί από τη συγκεκριμένη αρρώστια.
Συνέβη, λοιπόν, κατά τη διάρκεια του φιλανθρωπικού έργου του Αγίου, όπως αφήσαμε να εννοηθεί παραπάνω, να πέσει πείνα στην αυτοκρατορία. Αμέσως, ο Ζωτικός παρουσιάστηκε από τους διαβολείς εχθρούς του στον αυτοκράτορα ως ο κύριος υπεύθυνος της δυστυχίας που έπληξε την αυτοκρατορία και έγινε ο αποδιοπομπαίος τράγος. Τότε ο βασιλιάς, επηρεασμένος από το στενό του περιβάλλον και έχοντας έντονη την αντιπάθεια προς τον Άγιο, διέταξε να συλλάβουν το Ζωτικό. Εκείνος, όμως, εμφανίστηκε μπροστά στον Κωνστάντιο πριν προλάβει να εκτελεστεί η διαταγή του. Με αυστηρό και συνάμα ειρωνικό ύφος, ο αυτοκράτορας τον ρώτησε αν έφερε μαζί του τους πολύτιμους λίθους που τόσο ο πατέρας του όσο και αυτός τον χρηματοδοτούσαν για να βρει. Η απάντηση ήταν καταφατική ∙ αρκεί να τον ακολουθούσε και θα τους έβλεπε. Οδήγησε, λοιπόν, τον αυτοκράτορα στο μέρος όπου φιλοξενούσε και περιέθαλπε τους λεπρούς. Ταράχτηκαν τότε τα λιμνάζοντα νερά της σκληροτράχηλης καρδιάς του Κωνσταντίου, όχι όμως από συμπόνια και αγάπη – ακόμα και όταν μετά από καιρό συναντούσε την κόρη του ζωντανή – αλλά από θυμό και μίσος, τόσο για τους λεπρούς όσο και για τον προστάτη τους. Λυπήθηκε που δεν είδε πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια, σιχάθηκε που αντίκρισε αρρώστους, προσβλήθηκε που ο Άγιος τον εξαπάτησε. Δεν ήξερε πως για τους ανθρώπους του Θεού η διακονία του συνανθρώπου -είτε αυτός είναι άρρωστος είτε ορφανός είτε οποιοσδήποτε αναγκεμένος- λαμβάνει από τον Κύριο μισθό σπουδαιότερο και από μαργαριτάρια και από ανεκτίμητης αξίας λίθους. Δεν ήξερε πως για τον άνθρωπο του Θεού ο άλλος άνθρωπος δεν είναι εχθρός του ή ο χειρότερός του εφιάλτης, αλλά αποτελεί το πολυτιμότερο μέσο της σωτηρίας του. Δεν ήξερε πως για τους χριστιανούς υπάρχει το «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» (Πραξ. 5:29). Η διαταγή του αυτοκράτορα ήταν άμεση και επιτακτική ∙ θάνατος στον Άγιο, στον φιλεύσπλαχνο, σ’ αυτόν που τόσο υποτίμησε τον θάνατο, σ’ αυτόν που με την αγάπη του νίκησε τον θάνατο των συμπατριωτών του. Και οδηγήθηκε αυτός αντί αυτών στον θάνατο – ως γνήσιο τέκνο του Θυσιασμένου Υιού του Θεού-, ο οποίος δεν ήταν παρά το δρομάκι που οδηγεί στη ζωή, στην αιωνιότητα. Ένας θάνατος μαρτυρικός, σκληρός και ανατριχιαστικός∙ τον έδεσαν σε δύο άλογα και τα ώθησαν προς αντίθετες κατευθύνσεις, με αποτέλεσμα να διαμελισθεί. Ήταν ένας θάνατος ηρωικός, μια πράξη ζωής με παραδείσια αύρα.
Ορφάνια και ιεραποστολή
Μελετώντας το βίο του Αγίου Ζωτικού του Ορφανοτρόφου, μου δημιουργήθηκε ένα εύλογο ερώτημα, όσον αφορά στο προσωνύμιό του. Ο Άγιος ήταν προστάτης των λεπρών∙ γιατί ονομάστηκε «Ορφανοτρόφος»[1];
Μια πιο διεισδυτική ματιά στον εσωτερικό κόσμο αυτών των αρρώστων μάς αποκαλύπτει, νομίζω, πως –αποκομμένοι από τους οικείους τους και την κοινωνία, θεωρούμενοι σιχαμεροί, μολυσμένοι και επικίνδυνοι, στερημένοι στοργής και φροντίδας, αντιμετωπίζοντας διαρκώς την απειλή του θανάτου- ένιωθαν περισσότερο ορφανοί και από τα ορφανά παιδιά. Ακόμα, μπορεί όντως να νοσούσαν από την λέπρα μικρά παιδιά που απομακρύνονταν από τους γονείς τους και γενικότερα από την οικογένεια τους, όπως η θυγατέρα του αυτοκράτορα. Οι ασθενείς της επάρατης, για την εποχή εκείνη, νόσο ή ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο -όπως είδαμε- ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, βρίσκονταν σε εξορία μακριά από την πατρίδα τους, τους οικείους τους και την ίδια τους τη ζωή.
Τι σχέση έχει όμως ο βίος του Αγίου με την Ιεραποστολή;
Ο εκάστοτε ιεραπόστολος υφίσταται και μερικές από τις συνέπειες της παραπάνω ασθένειας και παράλληλα ακολουθεί τα βήματα του αγίου Ζωτικού, αφού από την αρχή της προσπάθειας υλοποιήσεως της επιλογής του, εγκαταλείπει την μέχρι πρότινος ζωή του, την πατρίδα του, τους οικείους του -γονείς, συγγενείς και φίλους-, τις συνήθειές του, αυτοεξορίζεται με σκοπό τη διάδοση και την εφαρμογή του Ευαγγελίου στα «ξένα». Γιατί; Για να ταΐσει τους πεινασμένους, να επισπευτεί τους φυλακισμένους και «ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις» (Λουκ. 1:79).
Ακόμα κι αν η παραπάνω άποψη περιέχει ψήγματα αλήθειας, θα ήταν παράλειψη αν δεν εκθέταμε ότι καίριο έργο της ορθοδόξου εσωτερικής αλλά και εξωτερικής ιεραποστολής είναι η υπεράσπιση και η φροντίδα των ορφανών: Ορφανών παιδιών δημιουργώντας ορφανοτροφεία, «ορφανών» αρρώστων, κατασκευάζοντας νοσοκομεία, «ορφανών» αναγκεμένων κάνοντας συσσίτια, «ορφανών», όσον αφορά στη γνώση της Αλήθειας του Χριστού, οικοδομώντας ναούς και συστήνοντας κατηχητικά σχολεία και «ορφανών» στη μόρφωση χτίζοντας σχολεία όλων των βαθμίδων.
Φυσικά, χρησιμοποιώντας τον όρο «ορφάνια» (που κανονικά σημαίνει παιδιά δίχως γονείς) δεν μειώνουμε ή –καλύτερα- δεν υποτιμούμε την σημασία της, απλώς δίνουμε έμφαση στην μοναχικότητα και την αποξένωση από το σύνολο του κόσμου, που προκαλούν όλες οι προαναφερθείσες καταστάσεις. Πάνω στο θέμα αυτό και ο ιερός Χρυσόστομος εύστοχα τονίζει:
«Πράγματι τίποτε δεν υπάρχει οδυνηρότερο από την ορφάνια, όταν και η ηλικία δεν αρκεί για τίποτε στα ορφανά, και δεν υπάρχουν οι γνήσιοι προστάτες, και αναφαίνονται πλήθη ανθρώπων που είναι έτοιμοι να επιτεθούν και να επιβουλευθούν, και οι ορφανοί σαν αρνιά είναι εκτεθειμένοι ανάμεσα σε λύκους, οι οποίοι από παντού τα κατασπαράζουν και τα ξεσχίζουν. Κανένας δεν μπορεί να παραστήσει με λόγο το μέγεθος αυτής της συμφοράς. Γι’ αυτό και ο Παύλος, αφού αναζήτησε προσεκτικά λέξη ενδεικτική της ερημιάς και της οδυνηρής συμφοράς, για να παραστήσει ότι έπασχε, χωριζόμενος από τους αγαπημένους του, χρησιμοποίησε τη λέξη «απορφανισθέντες»(Ε.Π.Ε. τ.37, σσ. 423-425).
Η μνήμη του Αγίου Ζωτικού τιμάται στις 31 Δεκεμβρίου.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Μέγαν εὕρατο Ζωτικέ Μάρτυς, ἀντιλήπτορά σε καί προστάτην, οἱ λεπροί ὀρφανοί καί οἱ πένητες, καί οἱ ἐκ λοιμωδῶν νόσων τρυχόμενοι. Ὡς οὖν πηγήν ἁγιάσματος ἔμβλυσας, ἐκ τῶν Λειψάνων σου, ἰώμενον πᾶσαν ἀσθένειαν, τήν λέπραν οὕτως ἰάτρευσον, καί πάντας, τούς τιμῶντάς σε προστάτευσον.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Ζωτικέ Βασιλέως χρυσίον ἔλαβες, Κωνσταντίνου καί τούτῳ λεπρούς διέτρεφες, τόν Ἐλεήμονα Θεόν θεραπεύων ἐν αὐτοῖς, ἀλογήσας σῆς ζωῆς, καί μή φοβούμενος Πάτερ, μετάδοσιν φρικτῆς νόσου· διό συνήφθης Ἀγγέλοις, ὑπέρ ἡμῶν ἀεί δεόμενος.
[1] Ο Ορφανοτρόφος ήταν βυζαντινό υψηλόβαθμο πολιτικό, δικαστικό αλλά και θρησκευτικό αξίωμα και αναφερόταν στον υπεύθυνο ενός ή περισσοτέρων ορφανοτροφείων. Δεν ήταν υπό τον έλεγχο και την μέριμνα της Εκκλησίας τόσο αυτός όσο και το ορφανοτροφείο αντίστοιχα, αλλά βρισκόταν υπό κρατική υποστήριξη στην Κωνσταντινούπολη.