«Σκεύος εκλογής» (Πράξ. 9:15) ήταν ο Παύλος «τοῦ βαστάσαι τό ὄνομα Κυρίου ἐνώπιον ἐθνῶν»… Πώς να αντισταθεί στην παράκληση του θεόσταλτου Μακεδόνα (Πράξ. 16:9); Υπάκουσε και βρέθηκε να κηρύττει στη Νεάπολη της Μακεδονίας και στην πόλη των Φιλίππων, σημερινή περιοχή της Καβάλας. Με τα πρώτα βήματα του αποστόλου των Εθνών στην Ευρώπη, οι απαρχές του Ευαγγελίου Ιησού Χριστού στους βαρβάρους, η πρώτη ηλιαχτίδα αρετών όπως η δικαιοσύνη, η ισότητα, η αλληλεγγύη και η αγάπη άρχισαν να αχνοφαίνονται.
Παράλληλα, μια αγνή και καλοπροαίρετη ύπαρξη, η Λυδία, απορρίπτει τους ψεύτικους θεούς των εθνικών – οι οποίοι κατασκευάστηκαν για να καλύψουν, αρχικά, και να καλλιεργήσουν, έπειτα, τα πάθη των ανθρώπων – και βρίσκεται στη συναγωγή με πόθο να διδαχθεί για τον αληθινό Θεό. Καταγόταν από τα Θυάτειρα και ήταν έμπορος πορφυρών υφασμάτων. Λόγω επαγγέλματος – και μάλιστα στη σπουδαιότερη πόλη της Μακεδονίας – θα ήταν σίγουρα έξυπνη, δραστήρια και πολυπράγμων. Είχε ακούσει τον Παύλο να προσφέρει λύσεις στα αδιέξοδα της ζωής, να συμπληρώνει και να ερμηνεύει τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, αποδεικνύοντας έτσι τον Ιησού Χριστό ως τον αναμενόμενο Μεσσία.
Η Λυδία εκφράζει την επιθυμία να βαπτισθεί Χριστιανή, αφού πρώτα «ὁ Κύριος διήνοιξεν τὴν καρδίαν» (Πραξ.16,14) αυτής. Το γεγονός αυτό αποκαλύπτει την αγαθή της προαίρεση, στοιχείο απαραίτητο για κάθε Χριστιανό όσον αφορά την προσέγγιση της πίστης. Η Λυδία «ἐβαπτίσθη» (Πράξ. 16:15), αλλά όχι μόνη. Οδηγήθηκε στο μυστήριο του βαπτίσματος με τις προτροπές και το ζωντανό παράδειγμά της και ο «οἶκος αὐτῆς» (Πράξ. 16:15). Ασφαλώς ο δάσκαλός της Παύλος θα της είχε φλογίσει την καρδιά, προτρέποντάς την όμοια με τον Τιμόθεο: «εἰ δέ τις τῶν ἰδίων καὶ μάλιστα οἰκείων οὐ προνοεῖ, τὴν πίστιν ἤρνηται καὶ ἔστιν ἀπίστου χείρων» (Α΄ Τιμ. 5:8). Τέλος, άξια αναφοράς είναι η διάθεση προσφοράς που επέδειξε, ζητώντας να φιλοξενήσει τους Αποστόλους και να τους αναπαύσει με όποιον τρόπο μπορούσε.
Η Ιεραποστολή στην Οικογένεια
«Καί τις γυνὴ ὀνόματι Λυδία πορφυρόπωλις πόλεως Θυατείρων σεβομένη τὸν Θεὸν, ἤκουεν, ἧς ὁ κύριος διήνοιξεν τὴν καρδίαν προσέχειν τοῖς λαλουμένοις ὑπὸ Παύλου, ὡς δὲ ἐβαπτίσθη καὶ ὁ οἶκος αὐτῆς»(Πραξ. 16:14-15). Ο ενθουσιασμός της Λυδίας, το παράδειγμα της, η χωρίς προσωπεία γνήσια αγάπη της προς το Θεό ήταν από τα γνωρίσματα που οδήγησαν την οικογένεια της στην πίστη.
Σήμερα ορισμένοι από εμάς που ταχθήκαμε στο έργο της Ιεραποστολής, φοράμε ένα προσωπείο που ωθεί τους ανθρώπους να μας επευφημούν, να μας συγχαίρουν για το έργο που επιτελούμε και την προσφορά μας! Σε αντίθεση με αυτούς, η οικογένεια μας δεν ελκύεται, ούτε σαγηνεύεται από το έργο και την θυσία μας για τον συνάνθρωπο. Γιατί; Διότι ο άνθρωπος με προσωπείο δεν μπορεί να πείσει και να καλλιεργήσει την οικογένεια του. Δεν καθιστά τον εαυτό του παράδειγμα προς μίμηση αλλά προς αποφυγή και αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλές φορές να γινόμαστε εμείς τα αγκάθια της σχέσης της οικογένειάς μας με το Θεό.
Αρκετοί είναι αυτοί που αναρωτιούνται: Τι είναι πιο ορθό να πράξω; Να αποκρύψω τα πάθη μου επιτελώντας υποκρισία ή να τα φανερώσω με κίνδυνο να σκανδαλίσω τους αδελφούς μου; Αυτό δεν μπορεί παρά να είναι το δίλλημα του παραλόγου ή καλύτερα του Εωσφόρου. Εάν εφαρμόσεις το πρώτο, σε τι θα διαφέρεις από τους γραμματείς και τους Φαρισαίους που ο Κύριος επιτίμησε με τα φοβερά εκείνα «ουαί»; Από την άλλη, αν σκανδαλίσεις έστω και έναν από τους ελάχιστους αδελφούς σου, δεν είναι καλύτερα να δέσεις μια πέτρα στο λαιμό σου και να πέσεις στη θάλασσα; Η απάντηση δεν έχει καμία σχέση με το δίλλημα. Ωστόσο, βρίσκεται ξεκάθαρη στο Ευαγγέλιο: Να κόψεις τα πάθη σου. Να αγωνιστείς, να θυσιαστείς και να τα κόψεις. Και αν αμφιβάλλεις για τις δυνατότητές σου, μην ξεχνάς το παύλειο: «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ»(Φιλιπ. 4:13).
Η αγάπη για την Iεραποστολή στα έθνη έχει αφετηρία την αγάπη στο Χριστό, στου οποίου το πρόσωπο συναντάμε καταρχήν τα μέλη της οικογένειας μας, τους γείτονες μας, τους ανθρώπους που συναναστρεφόμαστε στην καθημερινότητα μας και έπειτα τους απανταχού της γης ανθρώπους.