Ὅσο ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου στερεῖται τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τόσο ὁ Θεός ἐνισχύει αὐτήν καί τήν προετοιμάζει γιά μιά ἀνάταση πνευματική καί ζωή μακαριότητας, εἰρήνης καί ἀθωότητας. Ἀκόμα, βλέπει κανείς, ὅτι ὁ ἀγώνας τῆς ψυχῆς αὐτῆς εἶναι μιά πνευματική ἄσκηση κι ἄς φαίνεται κουρασμένη, ταλαιπωρημένη καί δυστυχισμένη. Στό τέλος, μπαίνει σ’ ἐκείνη τήν εὐφορία τῆς ἀκατονόμαστης πληθωρικῆς ταπείνωσης καί χαράς ἀνεκλαλήτου. Ἀξίζει νά τονίσουμε ὅτι τό φαγητό, ἡ πολλή τροφή, συνήθως μᾶς κάνει δούλους τοῦ σώματός μας –γιατί πιστεύουμε ὅτι, ὅσο πιό πολλά κιλά βάζουμε, τόσο πιό ἀσφαλεῖς καί ὑγιεῖς θά αἰσθανόμαστε. Ἀλλά ἀλίμονο! Τό ἀντίθετο συμβαίνει. Θά ὑποφέρουμε ἀπό τό πάχος, τό ὁποῖο, τελικά, μᾶς κάνει δυσκίνητους, ἄρρωστους καί δυστυχισμένους. Ἁλλά δυστυχῶς εἴμαστε δοῦλοι τῶν παθών μας ἐκ πεποιθήσεως καί πείσματος, θεωρώντας πώς ὅ,τι σχετίζεται μέ τό ὑλικό τμῆμα τῆς ὕπαρξής μας εἶναι τό σημαντικότερο, τό πιό ἀπαραίτητο. Ὅμως, δέν εἶναι αὐτή ἡ πραγματικότητα. Στερούμαστε τῆς μοναδικῆς καί ἀναντικατάστατης πνευματικῆς τροφῆς πού βγαίνει μέσα ἀπό τή συμμετοχή μας στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, μέσω τῶν ὁποίων ἁγιαζόμαστε καί ἀναγεννιόμαστε. Μόνο αὐτή τή στιγμή θά ἀναβλέψουμε καί θά δοῦμε φῶς πού πηγάζει ἀπό τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.
Ζοῦμε, καθημερινά, ἐδῶ στό χῶρο τῆς Ἱεραποστολῆς μας, ἀληθινές μέρες καί αὐθεντικὲς στιγμές ἀπό τήν πρώτη χριστιανική ὥρα. Κηρύττουμε τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας, ἰδιαίτερα στίς ταπεινές καί ἀθῶες ψυχές τῶν μικρῶν παιδιῶν. Μέσα ἀπό τήν παιδεία, τή μόρφωση, ὅπου συναντῶνται ἀκαδημαϊκή γνώση καί θρησκεία, διδάσκεται ἡ Ὀρθόδοξη πίστη.
Στό σχολεῖο μας, πού στεγάζεται στήν αὐλή τῆς Μητρόπολης, μαζεύονται καθημερινά 450 παιδάκια ἀπό φτωχές οἰκογένειες. Ἴσως τά πιό πολλά νά μήν ἔχουν γονεῖς, ἤ ἀκόμη νά ζοῦν μόνο μέ ἕνα γονιό, κυρίως τή μητέρα τους. Φτωχά πλασματάκια! Θά νόμιζε κανείς καί θά τό ἔλεγε χωρίς δεύτερη σκέψη: δυστυχισμένα. Ὅμως, ἡ δυστυχία τούς αὐτή κρύβει κάτι πολύτιμο, κρύβει ἕνα θησαυρό. Βιώνουμε μαζί τους, καθημερινά, τόν πόνο τους καί προσπαθοῦμε νά τούς βοηθήσουμε ὅσο μποροῦμε νά τόν ἁπαλύνουμε. Ἀνάμεσά τούς ξεχωρίζουν ἀρκετοί γιά τή σοβαρότητα, τήν ἐπιμέλεια καί τήν ἀφοσίωσή τους στό Χριστό καί τήν Ὀρθοδοξία. Ἡ ἡλικία αὐτή εἶναι τό καλύτερο καί ἀσφαλέστερο σημεῖο ἀναφοράς.
Ὁ Παῦλος εἶναι ἕνας ἀπό αὐτούς. Εἶναι χαρισματικός. Εἶναι φτωχότατος. Ἂν τόν δεῖτε, θά νομίζετε ὅτι εἶναι διά Χριστόν σαλός, γιατί εἶναι ντυμένος μέ κουρέλια καί ἀκατάστατος στήν ἐμφάνισή του. Ζεῖ μέ τή μητέρα του, ἡ ὁποία, γιά νά τόν μεγαλώσει, ἔχει στήσει ἕνα μικρό λαχανοπωλείο στήν ἄκρη τοῦ δρόμου, ἀκριβῶς στήν εἴσοδο τῆς Πατριαρχικῆς μας Σχολῆς. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἐξασφαλίζει ἐλάχιστα χρήματα, φυσικά, γιά τήν ἐπιβίωσή τους. Ἐμεῖς προσφέρουμε δωρεάν σχολεῖο, πρωινό καί μεσημεριανό. Ὁ μικρός αὐτός, ἐκτός τῶν ἄλλων προσόντων, εἶναι πρῶτος στήν τάξη. Δέν ἀπουσιάζει ποτέ ἀπό τίς καθημερινές ἱερές ἀκολουθίες, πού τελοῦνται πρωί καί βράδυ στό ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἔχει μιά θαυμάσια λεπτή φωνή –εἶναι μόνο ἕντεκα χρονῶν. Εἶναι συνήθως στή χορωδία τῶν ἱεροσπουδαστῶν καί ὅλοι μένουν ἔκθαμβοι, γιατί γνωρίζει ἄριστα τούς ἤχους. Εἶναι πανευτυχής, γιατί φαίνεται να γνωρίζει καλύτερα ἀπό ἐμᾶς τό μυστικό τῆς πραγματικῆς εὐτυχίας.
Μιά μέρα, μετά τόν ἑσπερινό, μέ ἀκολούθησε στό γραφεῖο μου. Ἀπανωτές οἱ ἐρωτήσεις πού εἶχαν σχέση μέ τόν Χριστό, τούς Ἀποστόλους καί, γενικότερα, τήν Ὀρθοδοξία. Ἐκεῖ, λοιπόν, πού συζητούσαμε, τόν πρόσεξα ὅτι προβληματιζόταν μέ τίς ἀπαντήσεις μου. Μοῦ ἐξήγησε μέ σοβαρότητα, ὅτι προγραμματίζει στή ζωή του νά γίνει ἱερέας καί σπουδαῖος θεολόγος, γι’ αὐτό θέλει νά προετοιμαστεῖ. Ἡ συζήτησή μας συνεχίστηκε καί ὁ νεαρός ἔδειχνε ἱκανοποιημένος. Τόν προσκάλεσα στήν κουζίνα, γιά νά τοῦ προσφέρω κάτι να φάει, γιατί κατάλαβα ὅτι πεινοῦσε. Πάνω στό τραπέζι, ὑπῆρχαν δύο μπουκαλάκια. Τό ἕνα περιεῖχε λάδι καί τό ἄλλο ξίδι. Ρώτησε, λοιπόν:
—Τι εἶναι ἐκεῖνο στό μπουκάλι;
—Εἶναι ξύδι, τό ὁποῖο χρησιμοποιοῦμε, γιά νά γίνεται τό φαγητό πιό νόστιμο.
—Δέν ἔχω ξαναδεῖ στή ζωή μου.
—Ἐμεῖς τό χρησιμοποιοῦμε συχνά καί γιά θεραπευτικούς λόγους, ἀναμειγνύοντάς τό μέ χῶμα.
Προβληματισμένος, τότε, εἶπε:
—Δηλαδή, ἄν κατάλαβα καλά, αὐτό εἶναι τό ξύδι πού ἔδωσαν στόν Χριστό, ὅταν ἦταν στό Σταυρό;
—Ἀκριβῶς αὐτό.
—Μπορῶ νά τό δοκιμάσω;
—Καί φυσικά.
Τότε γέμισα ἕνα κουταλάκι μέ ξίδι καί τό δοκίμασε. Ἡ ἀντίδρασή του ἦταν ὁλοφάνερη. Δέν τοῦ ἄρεσε ἡ γεύση. Καί σχολίασε τό ἑξῆς:
Σκέφτηκα ὅτι θά ἦταν καλό νά γνωρίζω πῶς αἰσθάνθηκε ὁ Χριστός ὅταν τοῦ τό ἔδωσαν. Ἤθελα κι ἐγώ νά δῶ πόσο δυσκολεύτηκε ὁ Κύριος ἐκείνη τήν τρομερή στιγμή, ὅταν ἦταν στό Σταυρό. Τώρα, κατάλαβα πόσο πόνεσε καί ὑπέφερε.
Ὁ Κένυας Μακάριος