Οι γονείς της Παναγιάς μας ήταν ο Ιωακείμ και η Άννα. Αν και άτεκνοι, μετά από θερμές προσευχές και σε μεγάλη ηλικία, συνέλαβαν τη Θεοτόκο και την γέννησαν, σύμφωνα με την παράδοση, στην Ιερουσαλήμ. Το όνομα που της έδωσαν ήταν Μαριάμ. Τη γαλούχησαν με ευσέβεια οι τίμιοι γονείς της και αυτή, φυλάγοντας στην αγνή καρδιά της ό,τι όμορφο της προσέφεραν, ζούσε με πιστή στο Θεό και αγιότητα στα έργα και στη συμπεριφορά της.
Στην εφηβική ηλικία – κι ενώ ο Ιωακείμ και η Άννα είχαν κοιμηθεί – την πήρε υπό την προστασία του ο δίκαιος Ιωσήφ (Μτ. α΄,19). Στη Ναζαρέτ όπου ζούσαν την επισκέφθηκε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ και της ανέφερε ότι θα συλλάβει και θα γεννήσει γιό που θα τον ονομάσει Ιησού (Λκ. α΄,31). Η Παρθένος Μαρία, παρά τις λογικές της αμφιβολίες και γνωρίζοντας πως αν μια γυναίκα έμενε έγκυος με κάποιον εκτός του νόμιμου συζύγου της θα οδηγούνταν στο θάνατο, αποκρίθηκε με πίστη και εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού: «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τὸ ῥῆμά σου»(Λκ. α΄,38).
Σε αρκετά χωρία της Αγίας Γραφής η παρουσία της Παναγίας είναι αισθητή, όμως εμείς θα μείνουμε μόνο σε μερικά από αυτά. Παραδομένη με απόλυτη εμπιστοσύνη στο θείο σχέδιο, καταφεύγει συνοδευόμενη από τον Ιωσήφ σε έναν στάβλο της Βηθλεέμ για να γεννήσει την Άκρα Ταπείνωση. Κι ήταν εκείνος ο στάβλος περισσότερο άξιος από τα ομορφότερα παλάτια για να υποδεχθεί και να φιλοξενήσει τον νεογέννητο Χριστό, τον Υιό του Θεού. Στη συνέχεια, κυνηγημένοι η αγία Μητέρα και ο ουράνιος Βασιλιάς από τον επίγειο, καταφεύγουν στην Αίγυπτο για να μείνουν εκεί ως τον θάνατο του Ηρώδη. Έπειτα, επιστρέφουν στη Ναζαρέτ.
Η Παναγία, σε μια από τις ελάχιστες αναφερόμενες από τους Ευαγγελιστές δημόσιες εμφανίσεις της, στο γάμο της Κανά, δείχνει την παρρησία που έχει ενώπιον του Υιού της και Θεού δίνοντας τη σπουδαιότερη συμβουλή στους υπηρέτες του νυμφίου – και κατ’ επέκταση σε όλους μας – «Ὅ τι ἂν λέγῃ ὑμῖν, ποιήσατε»(Ιω. β΄,5).
Τελειώνοντας την ελλιπή αυτή βιογραφία της Θεοτόκου, είναι άξιο να προβάλουμε – πριν την κοίμησή της στη Γεσθημανή – τη δυσκολότερη στιγμή της αγίας ζωής της. Ήταν η συμπόρευση στα Πάθη και στον Γολγοθά του Κυρίου, η συντριβή και ο αφόρητος πόνος της μάνας που άδικα χάνει το παιδί της με μαρτυρικό τρόπο και η υιοθέτηση των φονιάδων του Υιού της και Θεού.
Η Παναγία πρότυπο ιεραποστολής
Η αποδοχή από την Παρθένο Μαρία να συμμετάσχει στο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου εκφράζεται από την απάντησή της στην κλήση του Αρχαγγέλου Γαβριήλ: «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τὸ ῥῆμά σου». Η γενναία της στάση που εμπνέεται από τη βαθιά πίστη και αγάπη της στο Θεό ωθεί κι εμάς, τον καθένα ξεχωριστά ή όλους μαζί, να μιμηθούμε την υπακοή της συμμετέχοντας στο κατεξοχήν έργο της Εκκλησίας, στο έργο του ευαγγελισμού όλων των εθνών που βρίσκονται στα σκοτάδια της αθεΐας, της αιρέσεως και της ειδωλολατρίας.
Εκτός από Μητέρα όλων των ανθρώπων είναι χωρίς αμφιβολία και η «Πάντων Μεσίτρια». Με την αφιέρωσή της στο έργο του Θεού έγινε συμμέτοχος του ευαγγελισμού της ανθρωπότητας. Συνελήφθη μυστηριακά εντός της ο Υιός και Λόγος του Θεού, Τον κυοφόρησε καθιστώντας τον εαυτό της θεοφόρο και Τον κράτησε στην αγκαλιά της προσφέροντας την ύπαρξή της για θρόνο Του Αιώνιου
Βασιλιά. Εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό δυνατή εσωτερική επικοινωνία μαζί Του, καταθέτει με παρρησία ενώπιόν Του τα αιτήματα όλων όσων καταφεύγουν με ελπίδα σ’ αυτήν.
Η Παναγία δίνοντας κουράγιο και δύναμη στους ιεραποστόλους, βοηθώντας τους σε κάθε πρόβλημα, δυσκολία ή πειρασμό, στέκεται μπροστάρης και συμπαραστάτης στην επιτέλεση του σπουδαιότερου έργου που μπορεί να αναλάβει άνθρωπος επί της γης: να διαδώσει το Ευαγγέλιο του Χριστού «πάσῃ τῇ κτίσει», να ανοίξει τον δρόμο της αλήθειας και της ζωής του Παραδείσου, του αιώνιου Παραδείσου, στους ανθρώπους όλης της γης.