Ως Σαούλ, «γεννήθηκα στην Ταρσό της Κιλικίας (Πραξ. κβ΄, 3). Περιτμήθηκα βρέφος οχτώ ημερών, Ισραηλίτης από τη φυλή Βενιαμίν. Εβραίος γεννήθηκα, ως προς την εξήγηση του νόμου, ανήκα στους Φαρισαίους (Φιλ. γ΄,5-6). Ασφαλώς, έχετε ακούσει για τη διαγωγή μου. Όσο καιρό ανήκα στην ιουδαϊκή θρησκεία, κατεδίωκα με πάθος την Εκκλησία του Χριστού και προσπαθούσα να την εξαφανίσω. Πρόκοβα στον ιουδαϊσμό περισσότερο από πολλούς συνομήλικους συμπατριώτες μου, επειδή είχα μεγαλύτερο ζήλο για τις προγονικές μου παραδόσεις (Γαλ. α΄,13-14). Ακόμη και το θάνατο του Στεφάνου επικροτούσα (Πραξ. ζ΄,60).
Ρήμαζα την Εκκλησία, έμπαινα στα σπίτια με τη βία, έσερνα έξω άνδρες και γυναίκες και τους έριχνα στη φυλακή (Πραξ. η΄,3). Μάλιστα, έχοντας απειλητικές και φονικές διαθέσεις για τους μαθητές του Κυρίου, πήγα στον αρχιερέα και του ζήτησα συστατικές επιστολές για τις συναγωγές στη Δαμασκό. Ήθελα να φέρω δεμένους στην Ιερουσαλήμ, όποιους θα έβρισκα εκεί να ακολουθούν την οδό του Κυρίου, άνδρες και γυναίκες. Καθ’ οδόν κι ενώ πλησίαζα στη Δαμασκό, με φώτισε ξαφνικά μια αστραπή από τον ουρανό. Έπεσα στη γη και άκουσα μια φωνή να μου λέει:
– Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις;
– Ποιος είσαι, Κύριε; ρώτησα και ο Κύριος μου απάντησε:
– Εγώ είμαι ο Ιησούς, που εσύ καταδιώκεις (Πραξ. θ΄,1-5)».
Ως Παύλος, πλέον, «από Αυτόν έλαβα τη χάρη και την αποστολή να οδηγήσω όλα τα έθνη στην πίστη και στην αποδοχή του Ευαγγελίου, ώστε έτσι να δοξαστεί το όνομα του Χριστού(Ρωμ. α΄,5). Σε μένα, τον πιο ασήμαντο από όλους τους χριστιανούς, έδωσε ο Θεός αυτή τη χάρη, να κηρύξω στους εθνικούς τον ανεξερεύνητο πλούτο του Χριστού (Εφ. γ΄,8)».
Πραγματοποίησα τέσσερις ιεραποστολικές περιοδείες διανύοντας χιλιάδες χιλιόμετρα, περνώντας από πόλεις όπως τη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια, την Αθήνα, την Κόρινθο, την Αντιόχεια και άλλες. Αντιμετώπισα απειλές και κακουχίες, «με χτύπησαν με αφάνταστη αγριότητα, φυλακίστηκα πολλές φορές, κινδύνεψα πολλές φορές να θανατωθώ. Πέντε φορές μαστιγώθηκα από Ιουδαίους με τριάντα εννιά μαστιγώματα. Τρεις φορές με τιμώρησαν με ραβδισμούς, μια φορά με λιθοβόλησαν, τρεις φορές ναυάγησα, ένα μερόνυχτο έμεινα ναυαγός στο πέλαγος. Έκανα πολλές κοπιαστικές οδοιπορίες, διάβηκα επικίνδυνα ποτάμια, κινδύνεψα από ληστές, κινδύνεψα από τους ομογενείς μου Ιουδαίους, κινδύνεψα κι από τους εθνικούς. Πέρασα κινδύνους σε πόλεις, κινδύνους σε ερημιές, κινδύνους στη θάλασσα, κινδύνους από ανθρώπους που υποκρίνονταν τους αδελφούς. Κόπιασα και μόχθησα πολύ, ξαγρύπνησα πολλές φορές, πείνασα, δίψασα, πολλές φορές μου έλειψε εντελώς το φαγητό, ξεπάγιασα και δεν είχα ρούχα να φορέσω. Εκτός από τα άλλα, είχα την καθημερινή πίεση των εχθρών μου και τη φροντίδα για όλες τις Εκκλησίες (Β΄ Κορ. ια΄,23-28), κάνοντας εράνους (Α΄ Κορ. ιστ΄,1) και μεταφέροντας βοηθήματα στους πιστούς (Ρωμ. ιε΄,25).
Ήμουν ελεύθερος, χωρίς εξάρτηση από κανέναν, κι όμως έκανα τον εαυτό μου σκλάβο όλων για να κερδίσω όσο το δυνατόν πιο πολλούς. Ανάμεσα στους Ιουδαίους συμπεριφέρθηκα σαν Ιουδαίος, για να τους κερδίσω για το Χριστό. Παρόμοια, όταν βρισκόμουν μ’ αυτούς που αγνοούν το Μωσαϊκό Νόμο, για να τους κερδίσω, ζούσα κι εγώ σαν ξένος προς το Νόμο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπακούω στο νόμο του Θεού, αφού είμαι δεμένος με το νόμο του Χριστού. Με όσους έχουν αδύνατη πίστη, έγινα το ίδιο, για να κερδίσω τους αδυνάτους στην πίστη. Για τους πάντες, έγινα τα πάντα, έτσι ώστε με κάθε τρόπο να σώσω μερικούς (Α΄ Κορ. θ΄,19-22). Να η προτροπή μου: Μιμηθείτε εμένα, όπως κι εγώ μιμούμαι το Χριστό (Α΄ Κορ. ια΄,1)».
Κι όταν έφτασε ο καιρός να φύγω από αυτόν τον κόσμο ήμουν σε θέση να διακηρύξω με βεβαιότητα: «Εγώ πια ήρθε η ώρα να χύσω το αίμα μου σπονδή στο Θεό. Αγωνίστηκα τον ωραίο αγώνα, έτρεξα το δρόμο ως το τέλος, φύλαξα την πίστη. Τώρα πια με περιμένει το στεφάνι της δικαιοσύνης, με το οποίο θα με ανταμείψει ο Κύριος εκείνη την ημέρα, ο δίκαιος Κριτής. Κι όχι μόνο εμένα, αλλά και όλους εκείνους που περιμένουν με αγάπη τον ερχομό Του (Β΄ Τιμ. δ΄,6-8)».