ΠΡΑΞΗ 1η
Μικρές φωτιές έχουν ήδη ανάψει στους δρόμους της Ταναναρίβης. Άλλες από τους μικρούς κατοίκους των δρόμων, για να ζεσταθούν, άλλες για να πάρουν μπρος τα κάρβουνα για το πρωινό ρόφημα που θα ξεγελάσει την πείνα των φτωχών. 5.30 π.μ. Η ζωή στην πόλη ήδη άρχισε.
Για δες με πόση ζωντάνια φορτώνεται ο μικρός οκτάχρονος το μπιτόν με το νερό στην πλάτη του!
Ο αγωγιάτης τραβάει με δύναμη το σαρέτι και αγωνίζεται να μεταφέρει γρήγορα τη μάζα των επίπλων που έχει φορτωθεί αποβραδίς. Ο ίδιος, ως συνήθως, έχει αναλάβει το ρόλο του οδηγού αλλά και του υποζυγίου. Το προσδόκιμο μεροκάματο 5.000 αριάρι, 1,5 ευρώ. Κι αυτό γιατί η κυρία του σαλονιού είναι ευκατάστατη.
“Ο λαός μου χύνει το αίμα του για να ζήσει”, σκέφτεται ο νεαρός Ταχίρι καθώς βαδίζει γοργά για τη δουλειά. “Το ίδιο πρέπει να κάνω κι εγώ. Φτάνει πια. Πρέπει να κάνω κι εγώ οικογένεια. Φτωχός ίσως, μα έχει ο Θεός, όπως έχει για όλους αυτούς τους ομοίους μου… Για όλους τους φτωχούς του κόσμου.
ΠΡΑΞΗ 2η
Το μαχαίρι της μηχανής κρέατος έχει μπλοκάρει και ο πελάτης περιμένει να πάρει το κρέας. Ο Ταχίρι με πολλή επιμέλεια έχει βγάλει το προστατευτικό μέρος της μηχανής και την καθαρίζει με το χέρι του βαθιά μέσα της.
Όμως το μοτέρ παίρνει ξαφνικά εμπρός… Σε κλάσματα δευτερολέπτου, το δεξί του χέρι είναι παρελθόν. Αίμα, πόνος, ψυχική απόγνωση, κλάμα, σκοτάδι. Όλα γύρω του μοιάζουν να έχουν τώρα σβήσει.
ΠΡΑΞΗ 3η
Στο χειρουργικό κρεβάτι μόνο ένα ρόγχο ακούς· του πόνου. Ο νους έχει χαθεί. Τα όνειρα σε μια στιγμή έγιναν σκόνη. Είναι μόνος. Στη ζάλη της νάρκωσης, του πόνου και της απόγνωσης. Ό,τι το πρωί έχτιζε, τώρα γκρεμίστηκε.
Τα υγρά μάτια του διακρίνουν μια μαύρη φιγούρα να ανεβοκατεβαίνει το διάδρομο. Το περπάτημα μηχανικό. Κοντοστέκεται εμπρός στην πόρτα του χειρουργείου για λίγο. Φεύγει, έρχεται. Ποιος δίνει όμως σημασία. Ο πόνος προέχει και προτρέχει. Γρήγορα κλείνει αυτομάτως τα μάτια του ο Ταχίρι, καθώς σουβλίζει αλύπητα ο πόνος το σώμα του και την καρδιά.
ΠΡΑΞΗ 4η
Τώρα μόλις συνήλθε από τη νάρκωση, όχι όμως και από τον πόνο. Μέσα στα αναφιλητά του τα υγρά μάτια του μαυρίζουν ξαφνικά· η μαύρη φιγούρα. Τώρα κοντά όσο ποτέ άλλοτε.
Το χέρι του μαυροφορεμένου αγνώστου έχει κολλήσει στο προσκεφάλι του.
“Μην κλαις. Θα γίνεις καλά”, ακούγεται να του λέει σιγά με όσο το δυνατόν περισσότερη γλυκύτητα και ενθάρρυνση.
Μέσα από τον πόνο και την απορία ακούγεται σιγά-σιγά η φωνή του νέου να ρωτά:
“Ποιος είσαι εσύ;”
ΠΡΑΞΗ 5η
Στο σπίτι πλέον. Έχουν περάσει σχεδόν δύο μήνες. Ακόμα πονά, μα τώρα ελπίζει. Η μαύρη φιγούρα κοντά του και πάλι· είναι ιερέας Ορθόδοξος. Ο καλύτερός του φίλος πλέον. Άρχισε πια να σουρουπώνει.
– Άραγε θα με ξεχάσεις σύντομα; ρωτά ο ιερέας.
– Ποτέ, απαντά ο Ταχίρι. Ούτε τα λόγια σου ξεχνώ.
– Νομίζω, μια μέρα θα προσευχόμαστε μαζί.
– Θα το ήθελα πολύ. Οι Καθολικοί όμως δε σας συμπαθούν.
– Εγώ όμως τους αγαπώ. Δεν ήλθα να κλέψω, αλλά να δώσω. Το θέμα είναι εσύ τι θες. Σου είπα τα πάντα για το Θεό. Θες να προσεύχεσαι μαζί μου;
– Είναι πολύ όμορφο και το αγαπώ. Μα οι Καθολικοί με στηρίζουν οικονομικά. Είμαι Καθολικός.
– Σ’ το είπα, δεν κλέβω. Μόνο δίνω. Έχει ο Θεός, παιδί μου.
– Δεν ξεχνώ το πόσο κοντά μου στάθηκες τόσον καιρό. Κι ακόμα είσαι δίπλα μου. Δε σε ξεχνώ.
– Όταν γίνεις Ορθόδοξος, θα είναι η μεγαλύτερη για μένα χαρά.
Κουνά καταφατικά το κεφάλι ο νεαρός.
Τα αριστερά τους χέρια ενωμένα πλέον σε ένα. Ο ήλιος αφήνει τις τελευταίες ερυθρές του ακτίνες να πέσουν πάνω τους, παίζοντας χαριτωμένα το υπέροχο παιχνίδι του, που με μεγάλη τέχνη διαγράφει τη χρωματική τους διαφορά και αφήνει το ένα και μοναδικό υποπόρφυρο χρώμα να βασιλεύει στα δυο καλά σφιγμένα άκρα και να εξαφανίζει τη διαφορά του ενός λευκού από του άλλου μαύρου.
– Για δες, γίναμε ίδιοι, λέει ο ιερέας.
Ο νεαρός τον κοιτάζει στα μάτια. Το χέρι του ιερέα χωρίζεται βιαστικά. Με δυσκολία κρατάει τα θολωμένα πλέον δικά του μάτια.
– Φεύγω, μονολογεί. Σύντομα θα γυρίσω. Μη φοβάσαι.
ΠΡΑΞΗ ΕΣΧΑΤΗ
Ο φύλακας Άγγελος της πόλης ήδη απλώνει το πορφυροκίτρινο σάλουτσά του πάνω από την προστατευόμενη πολιτεία. Η Ταναναρίβη στα γόνατά του, σκεπασμένη από το ζεστό του σάλουτσα. Στα χέρια έχει πάρει το λέφου του, για να προστατεύσει τα παιδιά που του έχει εμπιστευθεί ο Παντοδύναμος Θεός. Λαγοκοιμάται πάνω στο προσκέφαλό τους έτοιμος να τα υπερασπιστεί από κάθε εχθρό. Και να δώσει παρηγοριά σε αυτές τις απαράκλητες φτωχότατες υπάρξεις. Παρηγοριά στον πόνο και στα δάκρυά τους.
Η νύχτα πέφτει. Οι 2 πρωταγωνιστές μόνοι με τα μάτια κλειστά, προσεύχονται ήδη στον ίδιο Θεό. Ο ένας χωριστά από τον άλλο, μα ο ένας για τον άλλο.
Η αυλαία κλείνει εδώ. Το “επεισόδιο” της ζωής αληθινό. “Σεναριογράφος” ο Θεός. Οι πρωταγωνιστές υπαρκτοί μεν, αλλά σεβαστώς ανώνυμοι. Θαυμαστός όντως ο τρόπος, που ανοίγει την αυλαία της ζωής για κάθε άνθρωπο ο Θεός, σε ένα επεισόδιο που μπορεί να επαναλαμβάνεται κάθε μέρα, είτε εδώ στην Ταναναρίβη είτε σε οποιαδήποτε γωνιά της γης. Εκεί που σκοτάδι και πίκρα μετατρέπονται με τη χάρη του Θεού σε φως και χαρά.
ιερομόναχος Πολύκαρπος Μικραγιαννανίτης