Όλα έδειχναν ωραία από τη στιγμή που μπήκαμε στο καταμαράν και αφήνοντας πίσω μας το λιμάνι της Νάντης αρχίσαμε να προσεγγίζουμε το ένα κατόπιν του άλλου τα πανέμορφα νησάκια με τις κατάλευκες αμμουδιές και την άγρια τροπική βλάστηση, μέχρι να φτάσουμε στη Γιασάουα Ίρα Ίρα, το νησί της νεοφώτιστης αδελφής μας Σωφρονίας.
Το πλοίο γεμάτο από επιβάτες, λευκούς τουρίστες και σκούρους ιθαγενείς, που οι πρώτοι πήγαιναν για παραθερισμό και οι άλλοι γύριζαν με τα ψώνια τους από τη Νάντη. Καπετάνιος και πλήρωμα όλοι ιθαγενείς, άρτια οργανωμένοι και με πολύ καλούς τρόπους.
Καμαρώναμε σε κάθε νησί τις γραφικές μαούνες που χορεύοντας επάνω στα κύματα πλεύριζαν στο πλοίο για να πάρουν επιβάτες και αποσκευές.
Νόμιζα ότι αυτό γινόταν στα μικρά νησιά και ότι στο δικό μας, που ήταν μεγαλύτερο, όπως φαινόταν στο χάρτη, θα υπήρχε κάποια αποβάθρα για να πλευρίσει το πλοίο. Αντί αυτού είδαμε κι εδώ τις μαούνες να έρχονται με τον ίδιο τρόπο να παίρνουν και να αφήνουν επιβάτες και αποσκευές και να φεύγουν τρέχοντας προς την ίδια κατεύθυνση. Πήγαιναν στη Γιασάουα Ίρα Ίρα.
Κατεβήκαμε σε μια από αυτές ακολουθώντας την ίδια πορεία με τις προηγούμενες. Η δικιά μας βάρκα ήταν πιο αργοκίνητη κι έτσι δε βλέπαμε τις άλλες που είχαν ξεπεράσει τον κάβο. Ήμασταν μέσα οκτώ άτομα. Όσο προχωρούσαμε τόσο ο νομιζόμενος Ειρηνικός Ωκεανός άρχιζε να μας δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο.
Ο αέρας άρχισε να φυσά με ορμή και τα κύματα της θάλασσας να φουσκώνουν επικίνδυνα και κυριολεκτικά να ουρλιάζουν χτυπώντας αλύπητα στα πλευρά της βάρκας μας και περιλούοντάς μας με το αλμυρό περιεχόμενό τους. Στην αρχή το διασκεδάζαμε. Όταν όμως είδαμε ότι περνούσαμε τον ένα κάβο μετά τον άλλο και λιμάνι πουθενά δε φαινόταν, αρχίσαμε να ανησυχούμε.
Από το πολύ αλμυρό νερό τα μάτια μας έτσουζαν αφόρητα και δεν μπορούσα να κοιτάξω μπροστά, μήπως από τη μικρή μου πείρα θα μπορούσα να έλεγα κάτι στο βαρκάρη για να τον υποβοηθήσω. Και αυτός δεν μπορούσε να έχει καθαρή εικόνα, γι’ αυτό και κάθε τόσο άπλωνε τη χερούκλα του για να παίρνει από τα μάτια του το νερό.
Τώρα πια ήμασταν σε πέλαγο που υποχρεωτικά θα έπρεπε να το περάσουμε για να φτάσουμε στην απέναντι ακτή που υποπτευόμουν πως εκεί είναι το λιμάνι και το χωριό για το οποίο προοριζόμαστε. Άρχισα να ανησυχώ. Η μόνη καταφυγή σε παρόμοιες περιστάσεις είναι η προσευχή. Έψαλλα μυστικά την Παράκληση της Παναγίας μας πιστεύοντας πως δε θα μας αφήσει απροστάτευτους. «Προς τίνα καταφύγω άλλην αγνήν; Πού προσδράμω λοιπόν και σωθήσομαι, πού πορευθώ; Ποίαν δε εφεύρω καταφυγήν;»
Πλησιάσαμε με πολλή προσπάθεια στην παραλία. Ούτε λιμάνι, ούτε χωριό. Χρειάστηκε να περάσουμε πολλούς ακόμη κάβους για να ακούσουμε από την πρεσβυτέρα Λυδία ότι πίσω από τον επόμενο κάβο ήταν το χωριό. Όμως δεν ήταν αυτό αλλά το μεθεπόμενο.
Μετά από τέσσερις ώρες αγώνα με τα κύματα φτάσαμε επιτέλους στο τέλους του ταξιδιού. Βγήκαμε από τη βάρκα μισοκολυμπώντας, γιατί δεν υπήρχε ούτε αποβάθρα ούτε σανίδι. Μόνο μια πεντακάθαρη αμμουδιά που τη σκεπάζουν βαθύσκια δέντρα.
Αυτό είναι το χωριό της νεοφώτιστης Σωφρονίας μας. Νομίζω πως για χάρη της, της οικογένειάς της και των 300 συγχωριανών της που με ιδιαίτερη χαρά και τιμή μας καλωσόρισαν και μας φιλοξένησαν, άξιζε τον κόπο να γίνει το κοπιαστικό αυτό ταξίδι. Η Ορθοδοξία πάτησε το πόδι της και στο απόμερο αυτό νησί του Ειρηνικού. Ας είναι δοξασμένο το όνομα του Κυρίου.
+ Ο Ν. Ζηλανδίας Αμφιλόχιος