Η Γαλάτεια Σουρέλη για τον Άγιο Χρυσόστομο Παπασαραντόπουλο

…Λάμψον καὶ ἡμῖν…

Δὲν εἶναι οὔτε δυὸ μῆνες ποὺ γράφτηκε στὶς ἐφημερίδες ἡ εἴδηση. Ὄχι στὶς ἀθηναϊκὲς ἐφημερίδες. Ὄχι, στὶς ἄλλες, τὶς ἐπαρχιακές. «Ἀπεβίωσεν ὁ ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος».

Μιὰ μόνον ἐφημερίδα ποὺ συνδέεται τοπικὰ μὲ τὸν «συχωρεμένο» στὸ μέσα φύλλο ἀφιέρωσε δίστηλο μὲ τίτλο: «Ὁ φλογερὸς καὶ ἡρωϊκὸς ἱεραπόστολος» ὑπότιτλος: Στοὺς μαύρους ἀγγέλους.

Σκέφτομαι τούτη τὴν ὥρα ἂν ἔτσι θἄπρεπε νὰ ἀρχίσω. Ἤ νὰ ἀρχίσω σὰν τό παραμύθι «μιἀ φορἀ κι’ ἕναν καιρό…». Γιατί πολὺ μοιάζει ἡ ζωὴ τοῦ Χρυσοστόμου Παπασαραντοπούλου μὲ παραμύθι. Ἕνα σκληρὸ ὅμως παραμύθι, ἕνα παραμύθι ποὺ δὲν θὰ τέλειωνε μέ τὸ «ζήσανε αὐτοὶ καλὰ κι’ ἐμεῖς καλλίτερα». Γιατὶ οὔτε αὐτὸς «ἔζησε» καλὰ κι’ ἀλλοίμονό μας ἂν ἠσυχασμένοι ἐμεῖς «ζήσουμε καλλίτερα».


Ἄς ἀρχίσουμε λοιπόν. Στὴν Μητρόπολη Ἐδέσσης στὰ 1946 ὑπηρετεῖ ἕνας ἀρχιμανδρίτης — Χρυσόστομος εἶναι τ’ ὄνομά του.

Εἶναι ἕνας ἁπλός, χαρούμενος ἱερέας, ποὺ ὅταν περπατάει στοὺς στενόδρομους τῆς Ἔδεσσας περνάει ἐντελῶς ἀπαρατήρητος. Τὸ μόνο ποὺ τὸν ξεχωρίζει εἶναι ἡ φήμη πὼς αὐτὸς ὁ σαραντάρης παπᾶς πάει στὸ Γυμνάσιο. «Ποτὲ δὲν εἶναι ἀργά». Χαμογελάει πλατειὰ ὁ ἀρχιμανδρίτης, ὅταν τὸν ρωτᾶνε πῶς τὸ ἀποφάσισε νὰ τελειώσῃ τὸ Γυμνάσιο. «Ποτὲ δὲν εἶναι ἀργά» ἐπαναλαμβάνει στὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ τοῦ δώσῃ κουράγιο ὅταν γράφει τὰ ἀνώμαλα ρήματα στὸ τετράδιο τῆς Γραμματικῆς.

Μαγειρεύει μοναχός του, νοικοκυρεύεται μοναχός του, μαζεύει νειᾶτα τριγύρω του, τὸν συγκινοῦν οἱ νέοι ἄνθρωποι, μιλάει στὴν ψυχή τῶν νέων ἄνθρώπων. Μιλάει μ’ ἕναν ἀλλοιώτικο τρόπο. Ὄχι μὲ τὸ σπουδαῖο κήρυγμα. Γιατί — ἐδῶ εἶναι ἡ ἀντινομία — δὲν ἔχει τὸ χάρισμα τοῦ λόγου. Τὸ ξέρει καὶ τὄχει ἀποδεχτεῖ.

Κι’ ὅμως «μιλάει» ἀσταμάτητα. Καὶ ἄριστα. Μιλάει μὲ τὸ παράδειγμα, μιλάει μὲ τὸ ἔντυπο, μιλάει μέσω τῆς μοναδικῆς — ὅπως λένε πολλοὶ — ἐξομολογήσεως ποὺ κάνει. Εἶναι τρομερὸς «ὁμιλητής» στὶς καρδιὲς τῶν νέων καὶ τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων. Κι’ ὁ ἴδιος εἶναι τόσο ἁπλός. Ὁ λαϊκὸς παπᾶς, ὁ χωρὶς πoλλὲς θεολογικὲς συζητήσεις, ὁ χωρὶς σημαντικὸ παράστημα, χωρὶς ἔξωτερικά σπουδαία χαρίσματα, ὁ παπᾶς ποὺ θὰ μπορούσε ν’ ἀπογοητέψῃ κάθε «διανοούμενο».

Τὸ βράδυ ὅταν ὅλοι ἡσυχάζουν, στὴν Μητρόπολη τῆς Ἔδεσσας ἐκεῖνος μόνος μὲ κάτι μεταχειρισμένα βιβλία, μὲ κάτι ξεπερασμένες μεθόδους μαθαίνει Ἀγγλικά. Δὲν ξέρει συνειδητὰ γιατί τὰ μαθαίνει. Ἀσυνείδητα ὅμως νοιώθει πὼς πρέπει κι’ αὐτὸ νὰ γίνῃ γιατί, ποιὸς ξέρει, μπορεῖ νὰ ὑπηρετῇ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἔρχεται ἐδῶ στὴν Ἀθήνα καὶ στὰ πενῆντα χρόνια του ἔχει ἐπὶ τέλους τὸ δίπλωμα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς. Διορίζεται καὶ σὲ ἐνορία. Κατὰ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα εἶναι μιὰ χαρὰ τακτοποιημένος.

Κατὰ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα. Γιατὶ ἐκεῖνος δὲν ἡσυχάζει. Βγάζει πάντα σὲ ὅποια ἑνορία κι’ ἂν βρεθῇ τὸ ἐντυπό του. Γράφει στὴν ἐπετηρίδα τῶν φοιτητῶν ὅσο σπουδάζει. Καὶ μόνος του ὅταν νυχτώνει μαθαίνει Γαλλικά. Ὅσοι τὸν ἔχουν γνωρίσει αὐτὸν τὸν καιρὸ μιλοῦν γιὰ τὴν ἐξωτερικὴ ἡσυχία ποὺ ἔχει καὶ γιὰ τὴν λάμψι τῆς ἀνησυχίας ποὺ ἔχει ἡ ματιά του. Ἔχει γνωριστεῖ μὲ κάτι Ἀφρικανοὺς φοιτητάς, ὑποτρόφους καὶ τὸ βάρος μιᾶς ὁλόκληρης ἠπείρου — τῆς Ἀφρικῆς — θαρρεῖς πὼς ἔκατσε στοὺς ὤμους του. Καὶ μιὰ μέρα ἀρχὲς τοῦ 1960 ἦρθε καὶ ἄκουσε καθαρὰ μέσα του τὴν ξεχασμένη ἐντολή: Τὸ «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη». Εἶναι ἡ τελευταία ἐντολή. Τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Κυρίου, τὸ πορευθέντες, πρίν ἀπ’ τὴν ἀνάληψη. Συνήθως ὅταν πρόκειται ν’ ἀποχωριστοῦμε κάποιον, τὴν τελευταία ὥρα λέμε τὰ πιὸ σημαδιακὰ πράγματα. Τὰ πράγματα ποὺ δὲν πρέπει νὰ ξεχαστοῦν. Οἱ Χριστιανοὶ ὅμως δὲν ἔδωσαν τὴν πρέπουσα σημασία καὶ βαρύτητα σ’ αὐτὴ τὴν ἐντολή. Γι’ αὐτὸ καὶ τὴν ἀναφέρω σὰν λησμονημένη. «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη!».

Ὁ ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος ἔχει πολλὲς νύχτες νὰ κοιμηθῇ ἤσυχος. Δὲν φταῖνε οἱ τρομεροὶ πονοκέφαλοί του. Αὐτοὺς μιὰ καὶ χρόνια τὸν βασανίζουν τοὺς ἔχει συνηθίσει.

Δὲν φταῖει ὁ ἑλαφρὸς τρόμος τῶν χεριῶν του. Ὄχι. Δὲν φταῖνε αὐτά. Φταίει τὸ σκάψιμο ποὺ τοῦ κάνανε στὴν ψυχὴ ἡ γνωριμία τῶν Ἀφρικανῶν καὶ ἡ ξεχασμένη ἐντολή. Καὶ μιὰ μέρα μὲ μιὰ ἑλαφριὰ βαλιτσούλα—πόσο λίγα ἦταν τὰ ὑπάρχοντά του— ξεκίνησε. Νὰ πάῃ ποῦ; Καὶ μὲ τί λεπτά; Τὰ ναῦλα ποῦ θὰ τἄβρη; Εἶναι μερικὰ πράγματα ποὺ δὲν ἀντέχουν σὲ λογικὴ ἀνάλυση.

Ἡ μᾶλλον ὑπάρχουν μερικοὶ ἄνθρωποι ποὺ πιστεύουν τόσο στὴν ἰδέα τους ὥστε νὰ μὴ δέχωνται τὴν λογικὴ γιὰ ἐμπόδιο.

Ἕνας λοιπὸν λαϊκὸς παπᾶς, καθόλου ἐξωτερικὰ «ἀξιόλογος», φτάνει τὸ 1960 στὴν Οὐγκάντα. Δὲν τὸν περιμένει ἐκεῖ ἡ Ἑλληνικὴ παροικία. Δὲν τὸν περιμένει ἡ Ἑκκλησία ἢ τὰ γραφεῖα τῆς Ἱεραποστολῆς. Δὲν ὑπάρχουν τέτοια πράγματα ἐκεῖ. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἔχει τὶς ὀργανωμένες ἱεραποστολὲς τῆς Δύσεως. Τὸ ξέρει ὁ Χρυσόστομος. Καὶ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς βρίσκεται ἐδῶ. Καὶ τότε καταλαβαίνει πῶς ἂν δὲν μάθη τὴν «σουαχίλι» τὴν γλῶσσα τῶν Ἀφρικανῶν δὲν μπορεῖ ν’ ἀνοίξη τὶς καρδιὲς τῶν μαύρων ἀδελφῶν του. Ξαναμελετᾶ, ξαναγίνεται μαθητὴς καὶ ἁπλᾶ ταπεινὰ κι’ ὁλόψυχα, ἀρχίζει στὴ διψασμένη γῆ νὰ ρίχνῃ τὸν θεῖο σπόρο.

Κατηχήσεις, λειτουργίες, βαφτίσια, χτίσιμο ναῶν. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ πῶς χτίζεται μιὰ ἐκκλησιά. Μέσα δὲν ὑπάρχουν, χρήματα δὲν ὑπάρχουν. Ἡ πίστις ὅμως κάνει ἐφευρετικὸ τὸν πιστό — καὶ ἡ πίστη τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι μεγάλη — καὶ ἡ ἐφευρετικότητά του.

Υπάρχουν φωτογραφίες ποὺ δείχνουν ἕναν ἀπὸ τοὺς τρόπους ποὺ ἐξοικονομοῦντο τὰ χρήματα.

Πιάσανε δουλειὰ γυναῖκες καὶ ἄνδρες καὶ παιδιὰ σ’ ἕνα χωράφι. Τὸ σκάψανε, τὸ σπείρανε. Μὲ τὰ μεροκάματα ἀγοράστηκαν τὰ ξύλα, φτιάχτηκε κι’ ἡ λάσπη. «Κι’ ἐμεῖς —γράφει ἁπλᾶ σὲ φίλο ὁ ἱεραπόστολος— θὰ ἀγωνισθοῦμε νὰ βροῦμε χρήματα γιὰ νὰ τοὺς βάλουμε σκεπὴ ἀπὸ λαμαρίνες.

Η συναρπάζουσα λειτουργική συμμετοχή των πιστών στην Αφρική (Ριρόνι 1969)

Ἡ δουλειὰ ποὺ ἀνοίγεται εἶναι πολλή. Οἱ ἀποστάσεις τεράστιες. Οἱ δυσκολίες φανταστικὰ μεγάλες. Δουλεύει ὅλη τὴ μέρα, παλεύει μὲ τὸν στομαχόπονο, μὲ τὸν τρόμο τῶν χεριῶν παλεύει.

Καὶ τὸ βράδυ πρέπει νὰ παλαίψη μὲ τὴν μοναξιὰ ποὺ τὸν κυκλώνει, τὴ φοβερὴ μοναξιά. Δὲν ἔχει κανέναν πλάϊ του νὰ τοῦ πῇ τὰ ὄνειρά του, τὶς σκέψεις του, τὶς πίκρες καὶ τὶς ἀπογοητεύσεις του. Μόνος μέσα στὴν παγερὴ Ἀφρικάνικη νύχτα, μὲ πρησμένα πόδια ἀπὸ τὸ περπάτημα ἢ τὸ ποδήλατο — ἡ ἐνορία του καλύπτει 50 μίλια — μεταφράζει τὴν Ἁγία Γραφὴ «Σουαχίλι». Κάπου-κάπου στέλνεται ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα μιὰ ἐπιστολὴ ποὺ ἔχει μέσα καὶ κραυγὲς ἀπογοητεύσεως

πολλὰ ἔχω νὰ σοῦ γράψω καὶ θὰ ἐπεθύμουν πολὺ ἀλλὰ οἱ δυνάμεις μὲ ἔχουν ἐγκαταλείψει. Κανένας ἀκόμα ἀπὸ τοὺς φλογεροὺς νεωτέρους δὲν ἀπεφάσισε νὰ ἔρθη πρὸς βοήθειάν. Ὁ Κύριος τοῦ ἀγροῦ ἂς προβλέψει…

Οὐγκάντα, Τανζανία, Κένυα, Ροδεσία, Κογκὸ δέχονται τὸ χριστιανικὸ μήνυμά του. Ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα ἀρχίζουν νὰ τοῦ στέλνουν μήνυμα ἑλπίδος. Τὸ Ἑλληνικὸ ναυτικὸ στὸ ναύσταθμο τοῦ στέλνει καμπάνες γιὰ τὶς ἐκκλησίες ποὺ ἔφτιαξε. Ἀπὸ λαμαρίνες φτιάχνουνται κολυμπήθρες κι’ ἐκεῖ βαφτίζει ὁ ἁπλὸς παπὰς καὶ ἡ Ἀφρικὴ ἀκούει γιὰ πρώτη φορὰ τὸ τραγούδι τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἀρχίζει διστακτικὰ νὰ τὸ τραγουδῇ. Βγάζει τακτικὰ τὸ Δελτίον Πληροφοριῶν. Ἐκεῖ μέσα γράφει τὸ τί ἔγινεν στὸν «ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου».

Φαίνεται πώς μιὰ μέρα οἱ δυσκολίες θὰ ἦταν περισσότερες καὶ τὸ δικό του κουράγιο λιγώτερο. Παίρνει τότε καὶ γράφει τὴν καυτὴ «Ἀδελφική ἐπιστολή, πρὸς διστακτικὸν ἐν Χριστῷ ἀδελφόν».

Ἀγαπητὲ ἐν Χριστῷ ἀδελφέ.
Δὲν γνωρίζομεν διατὶ βραδύνεις ἐπὶ μῆνας τώρα νὰ μᾶς ἀπαντήσῃς… Σὲ εἴχα γνωρίσει καὶ ὡς εὐσεβῆ καὶ ὡς ἄνδρεῖον στὰ φοιτητικά σου χρόνια. Τί συμβαίνει λοιπόν;

Εἶναι τόσο πατρικὸ αὐτὸ τὸ γράμμα: Νομίζεις πὼς γράφτηκε γιὰ σένα προσωπικὰ ἀπὸ τὸν ἁπλὸ πατέρα σου: Στὴν ἀρχὴ τὸ μάλωμα, μετὰ τὸ πατρικὸ καὶ παιδαγωγικώτατον «σὲ εἶχα γνωρίσει καὶ ὡς εὐσεβῆ καὶ ὡς ἄνδρεῖον…» δηλαδὴ «πῶς τὄπαθες ἐσύ» καὶ μετὰ ἡ ἁπαλὴ πίεση, ἡ τέλεια ἐξήγηση τῶν δυσκολιῶν ποὺ πάλι αὐτός θὰ ἐξομαλύνη.

«Δὲν πηγαίνεις στὸ ἄγνωστο!» βεβαιώνει. Καὶ τελειώνει μὲ παρακλητικὸ τόνο:

Ἀδελφέ μου, ἐφ’ ὅσον ἄκουσες μέσα τὴν φωνὴ καταπάτησε τοὺς ἐσωτερικούς σου δισταγμούς. Κλεῖσε τ’ αὐτιά σου εἰς ὅσα λέγουν ἄλλοι. Κάμε τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ καὶ ξεκίνα. Τὰ παραπέρα εἶναι τοῦ Οὐρανίου πατρός μας…

Κι’ ἡ ἄλλη κραυγὴ φτάνει ὡς ἐμᾶς ἀπ’ τὸ «Δελτίον» του. «Ἐπαναλαμβάνω τὴν ἔκκλησιν: «Αἰδὼς Ἀργεῖοι» καὶ ἀναμένω μὲ λαχτάρα τὰ παλληκάρια ποῦ θὰ πλαισιώσουν τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτην στὸ βαρὺ καὶ ἐπίμοχθον, ἀλλὰ καὶ τόσον ἔνδοξον ἔργον τῆς ἱεραποστολῆς».


Πέρασαν ἔτσι δεκατρία ὁλόκληρα χρόνια. Τὸ 1971 ἦρθε στὴν Ἑλλάδα ὁ ἱεραπόστολος. Μὰ ἔκατσε πολὺ λίγο. Βιαζόταινε νὰ κατεβῇ νὰ πάη κάτω στοὺς «μαύρους ἀγγέλους» του. Ἡ κατάστασις τῆς ὑγείας του ἦτανε ἄσχημη. Φίλοι τοῦ εἴπανε νὰ μείνῃ. Κούνησε ἀρνητικὰ τὸ κεφάλι του. Τὸν καλοῦσε ἡ Ἀφρική…

Πατὴρ Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος.
Ἐγεννήθη εἰς Βασιλίτσι Καλαμῶν τὸ 1903
Ἀπεβίωσε εἰς Βελγικὸ Κογκὸ τὴν 29/12/1972
ὥρα 9.12 μ.μ.

Τὸ μήνυμα ἔφτασε ὡς ἐδῶ. Δὲν ἔφτασε βεβαίως ἡ θλίψη τῶν «μαύρων ἀγγέλων» ὡς ἐδῶ.

Ὡς ἐδῶ ὅμως φτάνει τὸ τραγούδι τῆς Ἀφρικῆς ποὺ ἔχει ἀρχίσει. Καὶ κάτι ἄλλο φθάνει ἐδῶ. Τὸ μήνυμα τοῦ ἁπλοῦ παπᾶ.

Αίδὼς Ἀργεῖοι! Ἀναμένω μὲ λαχτάρα τὰ παλληκάρια, τὶς κοπέλλες ποὺ θἄρθουν. Γι’ αὐτὸ θάφτηκα ἐδῶ. Γιὰ νὰ τὰ περιμένω. Μόνο μὴ βραδύνει τὸ παλληκάρι. Τὄξερα βλέπεις γιὰ εὐσεβῆ καὶ ἀνδρεῖο. Κάνε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ ξεκίνα παιδί μου! Τὸ βαρὺ μὰ ἔνδοξο ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς σὲ περιμένει.

Γαλάτεια Σουρέλη

Από το περιοδικό «ΑΛΙΕΥΣ» της Ι.Μ. Κυπαρισσίας, τεύχος 53 – Μάρτιος 1973

Περισσότερα