Μερική Αυτοβιογραφία του π. Χρυσόστομου Παπασαραντόπουλου

Από τον τιμητικό τόμο ΕΙΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΙΩΗΛ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, επιμέλεια Γεωργίου Κουδέλα – Έκδοση Χριστιανικής Στέγης Καλαμάτας 1968.

Οἱ ἐν Χριστῶ φίλοι ἀπὸ τὴν Καλαμάτα μὲ παρεκάλεσαν νὰ γράψω κάτι διὰ τὸν ἀείμνηστον π. Ἰωήλ. Κάτι ποὺ νὰ ἀξίζη νὰ συμπεριληφθῆ στὸν ἐκδοθησόμενον ἀναμνηστικὸν τοῦ ἁγίου ἐκείνου ἀνδρὸς τόμον. […]

Ἀπὸ τῆς νεαρᾶς ἐκείνης ἡλικίας — μάλιστα κατ’ αὐτὴν— ἡ ζωὴ ἀμφοτέρων μας συνεδέθη πολὺ στενὰ καὶ δὲν πιστεύω νὰ παρεξηγηθῶ, ἀναμιγνύων κάπως ὑποκειμενικῶς τὴν ἰδικήν μου εὐτέλειαν.

1918 — ΤΟ ΑΣΚΗΤΗΡΙΟ ΠΑΝΑΓΟΥΛΑΚΗ

Εἰς τὰς παρυφὰς τῆς Καλαμάτας καὶ πλησίον τοῦ μεγάλου δρόμου πρὸς Ἀλαγωνίαν, ὀλίγον ἄνωθεν τοῦ Νεκροταφείου τῆς πόλεως, τὸ ὁποῖον οἱ Καλαματιανοὶ ἀποκαλοῦν Μητρόπολιν, ὑπάρχει ἀκόμη καὶ σήμερον τὸ παμμεσσηνίως γνωστὸν Ἀσκητήριον Παναγουλάκη. Εἶναι ἕνα εἶδος ἀνδρικοῦ Μονυδρίου, τοῦ ὁποίου οἱ Μονάζοντες ἀκολουθοῦν τὸ Παλαιὸν Ἡμερολόγιον, ἀνεξάρτητα τῆς κανονικῆς τοπικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς. Ἱδρυτὴς ὁ Ἠλίας Παναγουλάκης, φανατικὸς ἀσκητὴς καὶ νηστευτής, ἐφαρμόζων εἰς ἑαυτὸν καὶ τοὺς μαθητάς του ὑπὲρ ἄγαν ἐξαντλητικοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνας.

Ἀρχὰς τοῦ 1918 ἀπέθανεν ἀπὸ ἐξάντλησιν σχετικῶς νέος ὁ Ἠλίας Παναγουλάκης, καὶ τὸν διεδέχθη ὁ Γεώργιος Ἀναγιερέας, ἀσκητικώτερος ἴσως δι’ ἑαυτόν, ἀλλὰ ἀρκετὰ ἐπιεικέστερος διὰ τοὺς ἄλλους.

Ο Παναγουλάκης

Τὸ φθινόπωρον τοῦ ἰδίου ἔτους καὶ εἰς τὴν ἡλικίαν τῶν 16 ἐτῶν εἰσῆλθα καὶ ἐγὼ εἰς τὸ ὡς ἄνω ἀσκητήριον. Ἀσφαλῶς δὲν πέρασαν πολλὲς ἡμέρες καὶ ἐγνωρίσθην μὲ τὸν 18ετῆ γυμνασιόπαιδα Φώτιον Γιαννακόπουλον. Ἔμενε μὲ τὴν πατρικήν του οἰκογένειαν εἰς τὴν Παραλίαν τῶν Καλάμων, ὅπου διατηροῦσαν μικρὸν ξενοδοχεῖον καὶ ἦταν τακτικὸς ἀκροατὴς τῶν ἀσκητικῶν κηρυγμάτων, ἀλλὰ καὶ ἰδιαίτερα οἰκεῖος (καθὼς καὶ πολλοὶ ἄλλοι διαφόρων ἡλικιῶν) εἰς τὸ προσωπικόν του (5—6 ἄτομα), δυνάμενος νὰ ἐπισκέπτεται τὸ ἀσκητήριον οἱανδήποτε ὥραν. Ἦτο, θὰ ἐλέγαμεν, ἀσκητὴς ἐξωτερικός. Ὅλοι μαζί, οἱ ὀλίγοι ἐσωτερικοὶ καὶ οἱ πολλοὶ ἐξωτερικοί, ἀπετέλουν τὴν «ἐν Χριστῶ Συνοδείαν», συντηρουμένην ἀπὸ πολλοὺς εὐσεβεῖς δωρεοδότας, ὀνομαζομένους «συνδρομοϋποστηρικτάς».

Δὲν ἦταν ἡ ἐγγύτης τῆς ἡλικίας, ποὺ μὲ τράβηξε ἰδιαίτερα πρὸς τὸν νεαρὸν Φώτιον. […] Ἔτσι, παρὰ τοὺς μοναστικοὺς καὶ μάλιστα τοὺς ἀσκητικοὺς κανονισμούς, ποὺ ἀπαγορεύουν τὴν ἰδιαιτέραν φιλίαν, αἱ καρδίαι ἀμφοτέρων μας εὑρέθησαν πολὺ πλησίον.

Η ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Ἦταν καὶ ἡ μεγάλη μου ἀγάπη πρὸς τὰ γράμματα, ποὺ ὑποσυνειδήτως μὲ ὠθοῦσε πρὸς τὸν ἐνάρετον γυμνασιόπαιδα. Δὲν θυμᾶμαι κανένα ἄλλον τῆς τότε συντροφιᾶς μας νὰ ἠσχολῆτο μὲ τὰ γράμματα. Ἐπειδὴ ἀπὸ τῆς πρώτης παιδικῆς ἡλικίας λόγῳ ἀλεπαλλήλων οἰκογενειακῶν δυσκολιῶν δὲν εἶχα δυνηθῆ ‹ν ἀπολαύσω τὸ θρανίον πέραν τῆς 4ης Δημοτικοῦ — καὶ τὸ εἶχα ἀγαπήσει τρομερὰ τὸ θρανίον — εἶχα ἐπιδοθῆ κατὰ δύναμιν εἰς τὴν αὐτομόρφωσιν. Ὅταν ἀργότερα 14ετὴς δόθηκα ὁλόψυχα εἰς τὴν θρησκείαν, ἡ πρώτη μου ὁρμὴ πρὸς κάθε μάθησιν ἀνεκόπη καὶ ἐστράφη μονομερῶς, ἀλλὰ ἔμεινεν εἰς τὸ ὑποσυνείδητον.

ΦΙΛΙΕΣ

Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον συνεδέθημεν μὲ τὸν ἀείμνηστον τόσον στενὰ ὥστε νὰ πραγματοποιηθῆ καὶ ἀνάμεσά μας ὅ,τί καὶ μεταξὺ Βασιλείου καὶ Γρηγορίου τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν νεαροὶ ἐσπούδαζον εἰς Ἀθήνας: «Μία ψυχὴ μέσα εἰς δύο σώματα». Δὲν ἐνθυμοῦμαι πότε ἀκριβῶς ἐμπῆκε καὶ ὁ 3ος εἰς τὴν νεανικήν μας συντροφίαν, ὁ δραστήριος Ἐμμανουὴλ Θεμελῆς, ὁ νῦν π. Εὐσέβιος τῆς Καλαμάτας.

Εἰς τὰς συχνὰς – πυκνὰς συναντήσεις μας τὸν πρῶτον λόγον εἶχε πάντοτε ὁ Φώτης, ποὺ ἡ Χριστοκεντρικότης τῶν συζητήσεών του μᾶς κατέθελγε. Ὅλα τὰ μεταποιεῖ καὶ τὰ περιέστρεφε γύρω ἀπὸ τὸ θεῖον πρόσωπον τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος. Ἡ κάπως βραδυκίνητος γλῶσσα του ἦταν δι’ ἡμᾶς «πηγὴ ρέουσα μέλι γλυκάζον».

ΙΩΗΛ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

[…] Ἔτσι πέρασαν τὰ δύο πρῶτα χρόνια τῆς γνωριμίας καὶ φιλίας μας. Ὁ γυμνασιόπαις πῆρε τὸ Ἀπολυτήριον τοῦ Σχολείου του καὶ ἡ πατρὶς τὸν κάλεσε νὰ τὴν ὑπηρετήση. Ἦταν ὁ πόλεμος τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ὁ νεοσύλλεκτος βρέθηκε πολὺ γρήγορα ἐκεῖ. Τότε ἄρχισε μιὰ πύρινη ἀλληλογραφία μεταξὺ τοῦ στρατιώτου πολεμιστοῦ Φώτη Ἀφωτίστου καὶ τοῦ δοκίμου μοναχοῦ ἀσκητοῦ Χρίστου Ἀντιχρήστου (ἐξακολουθήσαμε νὰ ὑπογραφώμεθα ἔτσι).

Δὲν θ’ ἀναφέρω ἀπὸ τὴν ἀλληλογραφίαν μας, παρὰ μόνον τὴν κάπως πραξικοπηματικὴν συμβολήν μου εἰς τὴν πανεπιστημιακὴν μόρφωσίν του. Ἐδόθη εὐκαιρία εἰς τοὺς ἐπιστράτους ἀποφοίτους Γυμνασίου νὰ ἐγγραφοῦν εἰς τὸ Πανεπιστήμιον καὶ μὲ τὴν πάροδον τῶν ἐτῶν ἀπολυόμενοι νὰ δώσουν ἀντιστοίχους ἐξετάσεις καὶ νὰ φοιτήσουν τὸ ὑπόλοιπον. Ἔγραψε λοιπὸν ἐπιστολὴν ζητῶν τὴν γνώμην τοῦ Γέροντος καὶ τῶν συνασκητῶν, ἂν πρέπει νὰ σπουδάση (Θεολόγος βέβαια) ἢ ὄχι. Ὅλοι συμφώνησαν, ὅτι ἅπαξ ἀπολυόμενος θὰ εἰσήρχετο εἰς τὸ ἀσκητήριον, τὰ ἐπὶ πλέον γράμματα ἦσαν ἐντελῶς περιττὰ καὶ ἄχρηστα. Ἐγὼ εἶπα, ἂς ἔχωμεν κι’ ἕνα μορφωμένον εἰς τὴν συντροφίαν μας, ἀλλὰ δὲν μὲ πρόσεξαν. Εὐθὺς μετὰ τὴν συζήτησιν τοῦ ἔγραψα, ὅτι ὁπωσδήποτε πρέπει νὰ ἐγγραφὴ καὶ νὰ σπουδάση ἀφήνοντας κάπως διπλωματικὰ νὰ ὑπονοηθῆ, ὅτι συγκατατίθενται ἁπαξάπαντες.

Ο ναός του Ασκητηρίου

ΕΙΣ ΤΟΝ ΣΤΡΑΤΟΝ

Μετὰ τὴν μικρασιατικὴν ἐθνικὴν ἀτυχίαν ἀντεστράφησαν οἱ ὅροι. Τὸ καλογεράκι Χρίστος Ἄχρηστος ἐκλήθη εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς πατρίδος καὶ ὁ Φώτης Ἀφώτιστος ἔγινε φοιτητὴς καὶ μετ’ ὀλίγον (ὡς συμπληρώσας τὰ ἔτη εἰς τὸν στρατὸν) Πτυχιοῦχος τῆς Θεολογίας. Ἔτσι ἔπαυσαν πλέον ὁ πρῶτος νὰ εἶναι ἄχρηστος καὶ ὁ δεύτερος ἀφώτιστος. Ἡ θερμὴ ἀλληλογραφία ἐξηκολούθησε ἐνόσω ὑπηρετοῦν μακρὰν τῆς Καλαμάτας, ἀλλὰ τὸ θέρος τοῦ 1924 ὡς εἰσελθὼν εἰς τὴν ἐφεδρείαν, ἐτοποθετήθην ἐκεῖ.

ΑΥΤΟΜΟΡΦΩΣΙΣ

Εἶπα εἰς τὴν ἀρχήν, ὅτι ἔχω ἱερὰν ὑποχρέωσιν ἔναντι τῆς ἁγίας αὐτῆς ψυχῆς. Μέγα μέρος τῆς αὐτομορφώσέώς μου τὸ ὀφείλω εἰς τὰς ἐμπνεύσεις καὶ τὴν πρακτικὴν συμβουλὴν τοῦ π. Ἰωήλ, ἰδιαίτερα δὲ τὴν ἐκπλήρωσιν τῆς προσπαθείας μου πρὸς ἐκμάθησιν τῶν ξένων γλωσσῶν, ποὺ ἐπρόκειτο μίαν ἡμέραν νὰ μοῦ χρησιμεύσουν τόσον εἰς τὸ ἔργον τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ.

ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ

Τὴν 4ην Μαΐου 1926 ἐχειροτονούμην ἀπὸ τὸν ἀείμνηστον Μητροπολίτην Μεσσηνίας Μελέτιον Διάκονος καὶ τὴν ἑπομένην Πρεσβύτερος εἰς τὴν Ἱ. Μονὴν Γαρδικίου. Ὁ πολύσέβαστός μου Ἀρχ. Πολύκαρπος Ἀνδρώνης, νῦν Προϊστάμενος τῆς Ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ ΖΩΗ», τότε ἱεροκῆρυξ Μεσσηνίας καὶ πνευματικός μου καὶ ὁ νεαρὸς Διάκονος πολυαγαπητός μου π. Ἰωήλ, νῦν λειτουργῶν εἰς τὰς αἰωνίους μονὰς τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, ἦσαν ἐκεῖνοι ποὺ μὲ προσέφεραν.

Τελειώνων πρέπει νὰ εὐχαριστήσω τοὺς τόσον εὐγενῶς καὶ φιλευσεβῶς σχόντας τὴν πρωτοβουλίαν ἐκδόσεως τοῦ Ἀναμνηστικοῦ Τόμου, ὡς διαρκοῦς Μνημοσύνου, ἑνὸς ἁγίου ἐργάτου τοῦ εὐαγγελίου καὶ τῆς χριστιανικῆς ἀρετῆς, διότι μοῦ ἔδωσαν τὴν καλὴν ταύτην εὐκαιρίαν πρὸς ἀπότισιν πολλοστημορίου ἐκ τοῦ πνευματικοῦ χρέους μου.

Ἐν Ναϊρόμπι, Κένυα, Ἀνατολικὴ Ἀφρική, ἀπὸ τὸν τόπον τῆς ἐν Χριστῶ ξενιτείας μου.

Πρῶτες ἡμέρες τοῦ Φεβρουαρίου 1968.

Ἀρχιμ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΠΑΠΑΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ

Περισσότερα