Ὁ Ἅγιος καὶ ὁ ἱεραπόστολος πατὴρ Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος

Ἀπὸ καθῆκον γράφω κάτι τὸ ὁποῖο ἐνθυμοῦμαι γιὰ τὸν ἀείμνηστον ἱεραπόστολον τῆς Ἀφρικῆς. Προτοῦ ξεκινήσει ὁ πατὴρ Χρυσόστομος διὰ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς εὐλογημένης μαύρης χώρας τὸ 1958, ἔφτασεν εἰς Πάτμον διὰ νὰ ζητήσῃ τὴν γνώμην τοῦ Ἁγίου Γέροντος Ἀμφιλοχίου Μακρῆ. Ἐξέθεσε μὲ ἀκράτητο ἐνθουσιασμὸν τὸ σχέδιό του καὶ τὸ πρόγραμμά του. Ἤθελε νὰ ἐργαστῇ στὴν Ἀφρικὴν ἐπὶ δέκα χρόνια καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ κατόπιν εἰς τὴν Ελλάδα, διὰ νὰ ἀποθάνῃ. Ἦταν τόση ἡ χαρὰ τοῦ Γέροντος Ἀμφιλοχίου τοῦ καταναλώσαντος τὸν βίον του, ὑπὲρ τῆς ἐσωτερικῆς Ἱεραποστολῆς, ὥστε ὄχι μόνον ἐνέκρινε τὴν ἀναχώρησιν τοῦ πατρὸς Χρυσοστόμου, ἀλλὰ καὶ μὲ πάλουσαν νεανικοῦ παλμοῦ καρδία, εἶπε εἰς τὸν πατέρα Χρυσόστομον «πόσο θὰ ἤθελα νὰ πήγαινα ἐγὼ εἰς τὴν Ἀφρικήν! Τὸ γῆρας μου ὅμως καὶ ἡ ἀσθένειά μου μὲ ἐμποδίζουν, θὰ εἶμαι βάρος καὶ δὲν θὰ ἀνταποκριθῶ εἰς τὰ καθήκοντά μου. Τὶ κρῖμα ποὺ ἐγήρασα… Σὲ ζηλεύω πατέρα Χρυσόστομε!». Καὶ ὁ Ἱεραπόστολος τῆς Ἀφρικῆς μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ Ἀγγέλου τῆς Πάτμου, τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου τῆς ἀγάπης, ξεκινᾶ γιὰ ἔργα ἀγάπης πρὸς τοὺς μαύρους ἀδελφούς.

Adobe Stock/Zach

Ἔπειτα ἀπὸ ὀκτὼ χρόνια κοπιώδους ἐργασίας τοῦ πατρὸς Χρυσοστόμου εἰς Οὐγκάντα καὶ Κένυα τῆς Ἀνατολικῆς Ἀφρικῆς ἠθέλησε τὸ γραφεῖο τῆς ἐξωτερικῆς Ἱεραποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νὰ συνδράμῃ εἰς τὸ ἔργον του καὶ τότε κατόπιν ἐκκλήσεως τοῦ ἐπισήμου Ἱεραποστολικοῦ κέντρου τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὑποφαινόμενος μὲ τὸν Ἱερομόναχο Ἀμφιλόχιον Τσοῦκον, τὸν Γεώργιον Πατρῶνον θεολόγον καὶ τὴν ἀδελφή μου δεσποινίδα Αἰκατερίνα Νικηταρᾶ, κατὰ τὸ καλοκαίρι τοῦ 1968 καταφθάνομεν εἰς Ναϊρόμπι τῆς Κένυα, μὲ σκοπὸ τοὺς μήνας τῶν θερινῶν διακοπῶν μας νὰ ἐργαστῶμεν ὅσον ἦτο δυνατὸν ὑπὲρ τοῦ Ὀρθοδόξου κέντρου τῆς Ἀνατολικῆς Ἀφρικῆς. Ὦ! ποῖα ἦτο ἡ χαρὰ τοῦ ἀειμνήστου πατρὸς Χρυσοστόμου ὅταν μᾶς ὑπεδέχθῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ περιγραφῇ. Ἔψαλε μόνος του τό: “δόξα Σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς, δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ…” Αἱ ἐκδηλώσεις του θὰ μείνουν ἀνεξίτηλα τυπωμένες εἰς τὴν διάνοιά μας.

Καὶ εἶχε δίκαιον ὁ ἀκάματος Ἱεραπόστολος τῶν μαύρων, γιατὶ ἔβλεπε τὸ ἀσθενὲς σαρκίον του νὰ διαμαρτύρηται εἰς τὸ δυσβάσταχτον φορτίον ποὺ εἶχε ἀναλάβει καὶ τώρα οἱ ἐλπίδες διὰ τὸ μέλλον τοῦ ἔργου του ἤρχισαν νὰ λαμβάνουν σάρκα καὶ ὀστὰ. Εὑρέθημεν εἰς τὴν Ἀφρικὴν ἐν καιρῷ χειμῶνος. Δὲν εἴδαμε ἐπὶ τρεῖς μήνας τὸν γαλάζιον οὐρανὸν τῆς Ἑλλάδος, οὔτε τὰ ἀστέρια τὴν νύκτα, οὔτε τὸν ἥλιο τὴν ἡμέρα καὶ τὸ στῆθος μας πλάκωνε ἡ μαύρη καταχνιὰ τῆς χώρας. Ἀλήθεια, πῶς ἔζησε τὸσα χρόνια μόνος του; Ἐξετίμησε κανεὶς τὴν προσφορά του αὐτὴ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας; Μόνον ἐκεῖνος ποὺ θὰ ζήσει στὴν Ἀφρικὴ εἶναι δυνατὸν νὰ συλλάβῃ τὸ μέγεθος τῆς θυσίας ἐνὸς ἀσθενικοῦ σαρκίου ὅπως ἦτο τὸ τοῦ πατρός Χρυσοστόμου. Ἡ νεύρωσις τοῦ στομάχου τὸν ἐβασάνιζε, ἡ σιελόρροια τοῦ ἐγένετο φορτικὴ πολλάκις καὶ ἐντούτοις δὲν ἐλύγιζε. Καταστρώναμε τὰ σχέδια ἀφ΄ ἑσπέρας καὶ τὴν ἑπομένην πραγματοποιούσαμε τὰς ἐξορμήσεις μας. Δὲν ἤθελε νὰ λείπῃ ἀπὸ καμμία ἐξόρμηση.

Adobe Stock/martin

Ἡ κυρία Κατσέα, ἡ δὶς Κατσιγεράκη καὶ ἡ δὶς Νικηταρᾶ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν εὐθύνη τῆς μαγειρικῆς τοῦ Κέντρου μας, εἶχον ἀναλάβει τὸν ἐκπολιτιστικὸν τομέα τῶν ὀρθοδόξων. Τοὺς ἐδίδασκον πρακτικὴν μαγειρικήν, οἰκοκυρικὴν χωρὶς νὰ λείπῃ καὶ τὸ κατηχητικὸ μάθημα. Οἱ ἱερεῖς ἠσχολούμεθα μὲ τὴν τέλεση τῶν μυστηρίων, τὶς θεῖες λειτουργίες, τὶς βαπτίσεις, τὶς θεμελιώσεις ναῶν καὶ σχολείων, τὰ κηρύγματα καὶ τὶς διανομὲς ἀκόμη καὶ τοῦ ρουχισμοῦ ποὺ ἐστέλλετο ἐξ Ἀθηνῶν καὶ τῶν ἱερῶν ἀμφίων ποὺ διενέμοντο στοὺς φτωχοὺς ἱερεῖς τῶν ἰθαγενῶν ἀδελφῶν μας. Κάποτε ἀνεχωρήσαμεν διὰ τὴν δυτικὴν Κένυα τῶν Ἀκοῦρο, Ἀδονάι, Κισουμού, μὲ τὸ λὰντ ρόβερ τοῦ Κέντρου. Μαζί μας εἴχαμε καὶ τὸν γέροντα πατέρα Ὀβαδία, ἕναν ἀπὸ τοὺς πρωτοπόρους ἰθαγενεῖς Ὀρθοδόξους ποὺ βρῆκε τὴν ἀληθινὴ πίστι τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας… Εἰς τὸ τροπικὸν κλῖμα οἱ βροχὲς δὲν εἶναι κάτι τὸ ἀσύνηθες. Εἴχαμε περὶ τὰ 300 χιλιόμετρα διανύσει καὶ ἀρχίζει καταρρακτώδης βροχή. Τὸ ὄχημά μας ἦτο ἀδύνατον νὰ προχωρήσῃ. Ὁ ἀείμνηστος διετήρει τὴν ψυχραιμίαν του καὶ μὲ νεανικὸν παλμὸν τραγουδοῦσε τοὺς στίχους τοῦ Βερίτη “δὲν μᾶς σκιάζει οὔτε ἡ μπόρα, οὔτε τὸ χαλάζι…“ καὶ ὅταν σὲ λίγο οἱ τροχοί μας χώθηκαν στὴ λάσπη καὶ ἀκινητοποιηθήκαμε τελείως, ἐνῶ περνούσαμε κάποιο ρέμα, ὁ γέρων φάνηκε δυνατότερος τῶν νέων. Σηκώσαμε τὸ αὐτοκίνητο στὰ χέρια μας, τὸ ξεκαθίσαμε καὶ συνεχίσαμε τὸν δρόμο μας. Καὶ ἐμεῖς λέγαμε ποῦ βρῆκε τὴν δύναμι ὁ γέρων!

Μὲ τὴν συμπαράστασι τοῦ πατρός Ματθαίου ἐπεσκέφθημεν τὶς ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, ἐθεμελιώσαμεν σχολεῖα καὶ ἐκκλησίες. Διενείμαμε βοηθήματα εἰς τοὺς ἀπόρους ἱερεῖς μας καὶ μὲ τὴν παρουσία μας ἐτονώ- σαμε τὸ φρόνημα τῶν ὀρθοδόξων ἰθαγενῶν. Ἀλήθεια πολὺς ὁ θερισμὸς καὶ οἱ ἐργάται ὀλίγοι. Εἰς τὶς περιοδεῖες ἀκόμη τῆς Τανζανίας, εἰς Ἀροῦσα, Μόση, Τόμκα, ἐθαύμασα τὴν ἀντοχὴ τοῦ γέροντος πατρὸς Χρυσοστόμου καὶ τοῦτο γιατὶ ἡ χαρά του ἦτο ἡ Ἱεραποστολὴ γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ μας. Ἐπάνω ἀπὸ ὅλα ἦτο ἡ θυσία γιὰ τὸν Κύριό μας.

1968. Αὔγουστος στὴν Ἀφρική. Ὁ ἀκάματος ἱεραπόστολος πατέρας Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος. Διακρίνονται ὁ Γέροντας Παῦλος, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ. Ἀμφιλόχιος, ὁ κ. Πατρῶνος κ.ἄ. στὴν πρώτη ἱεραποστολική τους περιοδεία στὴν Ἀφρική.

Τώρα ποὺ κοιμᾶται τὸν ὕπνο τῶν δικαίων ψυχῶν καὶ ἀναπαύεται εἰς τὴν χώραν ποὺ τόσο ἠγάπησε, ὅλοι μας πρέπει νὰ σκεφτῶμεν τὶς εὐθύνες μας ἔναντι τοῦ Κυρίου. Θὰ κωφεύομεν αἰωνίως εἰς τὸ προσκλητήριον τοῦ ἱεραποστόλου τῆς Ἀφρικῆς καὶ εἰς τὴν ἐντολὴν τοῦ ἀρχηγοῦ μας “πορευθέντες, μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη…”; Ἐκεῖνος δὲν ἐφείσθη τῆς ζωῆς του καὶ τὰ πάντα ἐστερήθη χάριν τῆς ἀγάπης τοῦ Σωτῆρος, γι’ αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ τὸν μιμηθῶμεν. Ἀπὸ τὸν τάφο του μᾶς φωνάζει: “Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστο” καὶ ἀκόμη διὰ τὸ καλὸν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας νὰ τιμήσωμεν τὸν γενναῖον ἀθλητήν. Ἔδειξε τόσην αὐταπάρνησι ὅσον οὐδεὶς ἄλλος ἱερεὺς τῆς Ἑλλάδος. Οἱ μαῦροι ἀδελφοί μας τὸν ὀνόμαζαν “μουζὲ” δηλαδὴ γέροντα καὶ τὸν ἠγάπων ὅπως ἐκεῖνος τοὺς ἠγάπησε, ἀσφαλῶς τώρα κατέχει λαμπρὰν θέσι μεταξὺ τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ πρέπει νὰ ἀνακηρυχθῇ Ἅγιος ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν. Τοῦ ἀξίζει. Εἶναι χρέος μας καὶ πρέπει νὰ τὸ πράξωμεν .

Ἀρχιμανδρίτης Παῦλος Νικηταρᾶς

Περισσότερα

60 χρόνια μετά: Εκδήλωση μνήμης Αγίων Ιεραποστόλων