Συναξάρι
Ο απόστολος Ανδρέας καταγόταν από την πόλη Βηθσαϊδά, ο πατέρας του ονομαζόταν Ιωνάς και αδελφός του ήταν ο μετέπειτα πρωτοκορυφαίος απόστολος Πέτρος. Ο Ανδρέας ήταν ευλαβής και αγαπούσε το νόμο και τους προφήτες, γι’ αυτό άλλωστε – τόσο ο ίδιος όσο και ο αδελφός του – ανήκαν στην ομάδα των μαθητών του Ιωάννη του Προδρόμου. Λάτρεις, όμως, του αληθινού Θεού και οπαδοί της ελεύσεως του Μεσσία, ακολούθησαν τον Ιησού όταν ο δάσκαλός τους τούς Τον υπέδειξε ως τον Αναμενόμενο.
Το περιστατικό αυτό αναφέρεται χαρακτηριστικά στην Καινή Διαθήκη∙ ο Ιωάννης στεκόταν και συζητούσε με δύο από τους μαθητές του, εις εκ των δύο ο Ανδρέας, βλέποντας μπροστά του τον Ιησού, αναφώνησε: «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ» (Ιω. 1,36) και αμέσως «ἤκουσαν αὐτοῦ οἱ δύο μαθηταὶ λαλοῦντος, καὶ ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ» (Ιω. 1,37). Έτσι, πρώτος ο Ανδρέας συνάντησε, συνομίλησε και φιλοξενήθηκε από τον Ιησού, εξού και το προσωνύμιο «πρωτόκλητος». Ο Ανδρέας αναγνώρισε στο πρόσωπο του Ιησού τον Μεσσία που τόσο επιθυμούσαν τα δύο αδέλφια. Για τον λόγο αυτόν, χωρίς να χάσει χρόνο, έσπευσε να ενημερώσει τον Πέτρο λέγοντάς του με ενθουσιασμό: «εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» (Ιω. 1,42).
Στην Αγία γραφή συναντάμε τον απόστολο Ανδρέα στο Όρος των Ελαιών(Μαρκ. 13,3), στο χορτασμό των πέντε χιλιάδων (Ιω. 6,8), στην αίτηση των Ελλήνων να συναντήσουν τον Ιησού μετά τη θριαμβευτική είσοδό Του στα Ιεροσόλυμα (Ιω. 12,22) και, τέλος, στην εκλογή του δωδέκατου αποστόλου (Πρ. 1,13). Ο Ανδρέας ανήκε στην ομάδα των δώδεκα και ακολούθησε τον Ιησού μέχρι την υλοποίηση του σχεδίου της Θείας Οικονομίας Του.
Μετά την τελευταία και καθοριστική για όλη την ανθρωπότητα εντολή του Ιησού, λίγο πριν την Ανάληψή Του, προς τους μαθητές του: «πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει» (Μαρκ. 16,15), ο απόστολος Ανδρέας, ο πρωτόκλητος, κλήθηκε να φωτίσει με το ανεπανάληπτο, απερίγραπτο και πάντα επίκαιρο φως του Ευαγγελίου τη Βιθυνία, τις περιοχές γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα, το Βυζάντιο, τη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο. Όπως όλοι οι απόστολοι, έτσι και ο Ανδρέας, στον Ευαγγελισμό των «Εθνών» δε συνάντησε έναν δρόμο στρωμένο με ροδοπέταλα, αλλά δρόμο γεμάτο εμπόδια, πειρασμούς και δοκιμασίες. Έναν δρόμο αδύνατο να τον διέλθει άνθρωπος, δυνατό όμως να τον διέλθει άνθρωπος του Θεού, αφού «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λουκ. 18,27).
Σύμφωνα με το συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου, ο απόστολος Ανδρέας επισκέφθηκε πολλές ακόμα πόλεις όπως τη Νεοκαισάρεια, τα Σαμόσατα, την Κριμαία και το Βυζάντιο, σημερινή Κωνσταντινούπολη, όπου χειροτόνησε επίσκοπο τον απόστολο Στάχυ. Εν τέλει, κατευθύνθηκε προς την Αχαΐα, στην πόλη της Πάτρας, όπου πραγματοποίησε πλείστα θαύματα και πίστεψε πλήθος κόσμου, ανάμεσά τους και η γυναίκα του ανθύπατου Αιγεάτη, την οποία ο απόστολος θαυματουργικά θεράπευσε. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο ειδωλολάτρης ανθύπατος πληροφορήθηκε για τη δράση του και αποφάσισε να τον θανατώσει με φρικτό τρόπο. Σταύρωσε ανάποδα τον απόστολο Ανδρέα, αναγκάζοντάς τον να μαρτυρήσει όπως και ο Μεσσίας του, ο Ιησούς.
Η μνήμη του τιμάται 30 Νοεμβρίου εκάστου έτους.
Ὡς τῶν Ἀποστόλων Πρωτόκλητος, καὶ τοῦ Κορυφαίου αὐτάδελφος, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων Ἀνδρέα ἱκέτευε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Το ιεραποστολικό έργο του Οικουμενικού Πατριαρχείου έως την Άλωση
Είναι κυριολεκτικά ανέφικτο να προσπαθήσουμε μέσα σε λίγες γραμμές να αναδείξουμε την τεράστια, φυσικά θεόσδοτη και κατευθυνόμενη από το Θεό προσφορά της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως στον Ευαγγελισμό, τόσο της ίδιας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας όσο κυρίως των εθνών, των εγγύς και των μακράν. Ωστόσο, με αφορμή την εορτή του ιδρυτού της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, θα κάνουμε μία σύντομη αναφορά στο ιεραποστολικό της έργο σε συνεργασία με τη Βυζαντινή πολιτεία.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, τόσο ως ιερέας της Αντιόχειας όσο και ως αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ενδιαφερόταν, προέτρεπε ευσεβείς ιερείς και κατηύθυνε ιεραποστολικές ομάδες, έτσι ώστε να επιτευχθεί το θεάρεστο αυτό έργο, ακόμα και από το δρόμο και από τον τόπο της εξορίας του. Πιο συγκεκριμένα, προσήλκυσε τους κατοίκους της αυτοκρατορίας που δεν ήταν χριστιανοί όπως οι Γότθοι, τους προέτρεψε στον Χριστιανισμό, χειροτόνησε τους εκλεκτότερους από αυτούς και τους απέστειλε εκτός της αυτοκρατορίας για να ευαγγελίσουν τους ομοεθνείς τους. Επίσης, επιχείρησε να εκχριστιανίσει τους Κέλτες και τους κατοίκους της Φοινίκης, τους Σκύθες και τους Πέρσες (Χρήστου Βάντσου, ιεραποστολική, σσ. 177-180). Το αμείωτο ενδιαφέρον του για το ιεραποστολικό έργο κατά τη διάρκεια του «Γολγοθά» του ενέπνευσε τον νυν αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιο να επισημάνει: «Καμιά εποχή, όσο δύσκολη και αν είναι για την Εκκλησία από πλευράς εσωτερικών προβλημάτων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ακατάλληλη για την ανάπτυξη της ιεραποστολικής δράσεως μεταξύ των μη χριστιανών. Η υπερνίκηση της ειδωλολατρίας, τόσο εντός όσο και εκτός αυτής, είναι αδιάκοπο χρέος της και κρίνει τη ζωτικότητά της» (Έως εσχάτου της γης, σ. 93).
Στην συνέχεια, συντελέστηκε ο εκχριστιανισμός των Λαζών (αρχές 6ου αιώνα) και έπειτα των Γερμανών Ερούλων, των οποίων ο βασιλιάς επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη και βαπτίσθηκε, έχοντας μάλιστα ανάδοχό του τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Παράλληλα, συνέβη και ο εκχριστιανισμός των Ούννων, με τον βασιλιά τους Γρώδ να κατηχείται και να βαπτίζεται χριστιανός στην Κωνσταντινούπολη. Επί Ιουστινιανού επιχειρήθηκαν και άλλες ιεραποστολικές προσπάθειες με κατεύθυνση τη Νουβία (540μ.Χ).
Η λαμπρότερη όμως περίοδος ιεραποστολικών επιτευγμάτων ήταν η θητεία του Μεγάλου Φωτίου (τότε που τα ινία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατείχε ο Μέγας Φώτιος), ο οποίος εργάστηκε για τον φωτισμό των Βουλγάρων και των Σλάβων. Το 864 βαπτίσθηκε ο βασιλιάς των Βουλγάρων Βόρις (Μιχαήλ) από τον πατριάρχη Φώτιο, με ανάδοχο τον αυτοκράτορα Μιχαήλ, ενώ -στα μέσα του 9ου αιώνα- οι Θεσσαλονικείς ισαπόστολοι και αυτάδελφοι Κύριλλος και Μεθόδιος κινήθηκαν και κατάφεραν τον εκχριστιανισμό της Μοραβίας. Ωστόσο, το ιεραποστολικό ενδιαφέρον των Βυζαντινών – και κατά συνέπεια της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως – δεν σταμάτησε στους Σλάβους, αλλά επεκτάθηκε προς τους Ούγγρους και αργότερα στους Χαζάρους και τους Αλανούς. Τέλος, στο κλείσιμο του 10ου και στις αρχές του 11ου αιώνα πραγματοποιήθηκε ο εκχριστιανισμός των Ρώσων, με τον οποίο ασχοληθήκαμε σε προηγούμενο κείμενό μας.
Ως κατακλείδα της μικρής αυτής αναφοράς στο ιεραποστολικό έργο της πολύπαθης Μητέρας Εκκλησίας μας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο – το οποίο όχι μόνο μέχρι την Άλωση, αλλά και μετά από αυτήν και σήμερα και για πάντα θα συνεχίζει τον Ευαγγελισμό των Εθνών – επιθυμώ να παραθέσω μια εύστοχη παρατήρηση του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας: «Η Βυζαντινή Εκκλησία υπήρξε πάντοτε ιεραποστολική Εκκλησία. Αντιπρόσωποι από όλες τις κοινωνικές τάξεις, κληρικοί και λαϊκοί, πατριάρχες, επίσκοποι, ηγούμενοι μονών, ιερείς, απλοί μοναχοί, αυτοκράτορες μεγαλεπήβολοι ή μέτριοι, πριγκήπισσες, διπλωμάτες, ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι, στρατιώτες, έμποροι, ναυτικοί, απλοί ταξιδιώτες, μετανάστες, αιχμάλωτοι πολέμων, σε εποχές ευημερίας και ειρήνης αλλά και σε εποχές πολιτικών και πολεμικών αναστατώσεων, έλαβαν μέρος στην μακρόπνοη και πολύμοχθη αυτή εκστρατεία για τη διάδοση του Ευαγγελίου» (Έως εσχάτου της γης, σσ. 147-148).