Ἀρχές Αὐγούστου, μέσα στήν περίοδο τῶν μεγάλων βροχῶν, χτύπησε τό τηλέφωνό μου μετά τά μεσάνυχτα. Ξύπνησα λίγο τρομαγμένος καί ἄκουσα τή γνωστή φωνή μιᾶς γυναίκας πού δούλευε γιά χρόνια σάν μαγείρισσα. Μέσα ἀπό κλάματα καί φωνές ἀπελπισίας κατάλαβα, ὅτι κάτι ἔχει ἡ κόρη της καί τήν εἶχαν στά «Ἐπείγοντα» σέ ἕνα Νοσοκομεῖο πού ἐφημέρευε…
Σηκώθηκα, πῆρα τό αὐτοκίνητο καί μετά ἀπό λίγο βρέθηκα στό λαβύρινθο δύο συνενωμένων νοσοκομείων νά προσπαθῶ νά βρῶ τά «Ἐπείγοντα»… Τελικά μετά ἀπό λίγο, ἀκολουθώντας τίς ὁδηγίες κοιμισμένων φυλάκων καί νοσοκόμων, βρέθηκα σέ μιά στρογγυλή αἴθουσα μέ ράντζα καί μέ ἐνδιάμεσα παραβάν, ὅπου οἱ πενήντα νοσηλευόμενοι ἀνέμεναν ἤ τήν μέριμνα τῶν δύο ἰατρῶν, ἤ, κάποιοι ἀπό αὐτούς, τό πιστοποιητικό θανάτου, γιά νά μεταφερθοῦν στούς νεκροθάλαμους… Λίγο σοκαρισμένος καί λίγο συγκινημένος, γιατί κάπου μοῦ θύμισε καί τήν πατρίδα ἡ κατάσταση αὐτή, βρῆκα τήν πρώην μαγείρισσα, μέ τήν κόρη της κατάκοιτη…
—Τί συμβαίνει; Τί ἔπαθε; ρώτησα.
—Δέν ξέρουμε τί ἔχει, μοῦ εἶπε. Ἔχασε τίς αἰσθήσεις της… Συνῆλθε, ἀλλά δέν μπορεῖ νά περπατήσει.
Πῆγα στήν εἴσοδο καί ρώτησα τή νοσηλεύτρια γιά περισσότερες πληροφορίες.
—Πάτερ, ἄν δέν κάνουμε ἐξετάσεις, κανένας δέν μπορεῖ νά πεῖ τί ἔχει… Μή δίνετε σημασία στό τί λέει ἡ μητέρα της… Καί ἐν συντομίᾳ, γιά νά γίνουν οἱ ἐξετάσεις, πρέπει νά πληρωθοῦν προκαταβολικά. Ἡ μητέρα εἶπε ὅτι δέν ἔχει χρήματα, ἄρα τίποτα δέν μπορεῖ νά γίνει…
Μιλήσαμε λίγο, πλήρωσα το ἀντίτιμο, και ἀμέσως πῆραν αἷμα ἀπό τήν ἀσθενή καί τό ἔστειλαν γιά ἀναλύσεις… Περίμενα κάπου μιάμιση ὥρα. Ἡ νοσοκόμα ἦλθε καί μοῦ ἀνακοίνωσε πολύ ψυχρά:
—Ἡ ἀσθενής ἔχει AIDS! Χρειάζεται ἐπειγόντως μετάγγιση αἵματος…
Ἄλλο σόκ! Ἔκανε νά φύγει νά πάει στό πόστο της καί ξαναγύρισε…
—Ἡ ὁμάδα της δέν ὑπάρχει στήν Τράπεζα Αἵματος τοῦ Νοσοκομείου μας. Θά πρέπει νά ψάξετε σέ ἄλλο Νοσοκομεῖο, ἤ νά περιμένετε αὔριο τό πρωί νά βροῦμε αἱμοδότες νά δεχθοῦν νά δώσουν αἷμα. Ἄν βέβαια τούς πληρώσετε…
Βοήθησε ὁ Θεός καί ψάχνοντας νά μοῦ ποῦν σέ ποιά νοσοκομεῖα νά πάω, ἔπεσα σέ ἕναν εἰδικευόμενο ἰατρό πού μέ χαιρέτησε μέ ἕνα «Εὐλογεῖτε». Παραξενεύτηκα, ἀλλά μοῦ ἐξήγησε ὅτι εἶχε σπουδάσει στή Μόσχα καί κατάλαβε ὅτι ἤμουν Ὀρθόδοξος κληρικός. Τοῦ ἐξήγησα τό πρόβλημά μου καί δέχθηκε νά μέ συνοδεύσει νά βροῦμε τό σάκκο τοῦ αἵματος πού χρειαζόμασταν…
Ξεκινήσαμε ἀπό νοσοκομεῖο σέ νοσοκομεῖο. Νά ξυπνᾶμε τούς φύλακες, νά μᾶς ἐπιτρέψουν νά μποῦμε μέσα, νά βροῦμε τό κατάλληλο πρόσωπο τῆς βάρδιας, νά μᾶς πεῖ ἄν ὑπάρχει σάκκος αἵματος αὐτῆς τῆς ὁμάδος… Στό τέταρτο κατά σειρά νοσοκομεῖο ἔδωσε ὁ Κύριος καί βρήκαμε! Μιά ἐπιπλέον καθυστέρηση γιά νά βροῦμε τόν ταμία δέ μᾶς ἔμοιασε μέ δυσκολία, διότι εἴχαμε τή χαρά ὅτι πετύχαμε τό σκοπό μας…
Ξημερώματα γυρίσαμε στό Νοσοκομεῖο. Ἄρχισαν τήν μετάγγιση καί ἀμέσως ἡ ἀσθενής ἄνοιξε τά μάτια της. Μόλις μέ εἶδε, γαντζώθηκε στά ροῦχα μου καί ἄρχισε νά κλαίει:
—Μή μέ ἀφήσετε νά πεθάνω, μή μ’ ἀφήσετε… Νά γίνω καλά καί θά εἶμαι κάθε μέρα στήν Ἐκκλησία… Προσευχηθεῖτε γιά ἐμένα… Μή μ’ ἀφήσετε νά πεθάνω…
Προσπάθησα νά τήν καθησυχάσω… ἀλλά τί νά πεῖς σ’ ἕνα νέο ἄνθρωπο, 20 ἐτῶν, πού ξέρεις ὅτι ἔχει ἐλάχιστες πιθανότητες νά ζήσει;
Ἔφυγα μέσα σέ μαῦρες σκέψεις καί σ’ ἕνα βαθύ πόνο, γιά τήν πραγματικότητα πού εἶχε ξεδιπλωθεῖ μπροστά μου τήν περασμένη νύχτα. Ὄχι ὅτι δέν εἶχα δεῖ δυσκολότερες καταστάσεις, ἀλλά αὐτή μέ πονοῦσε μ’ ἕνα δικό της τρόπο…
Τό μαρτύριο τῆς κοπέλας κράτησε 12 ἡμέρες ἀκόμα μέ συνεχεῖς μεταγγίσεις… Κατόπιν ἐκοιμήθη μέσα σ’ ἕνα κλάμα κι ἕνα παράπονο…
—Θέλω νά ζήσω. Γιατί δέν γίνομαι καλά;
Ποιός θά μποροῦσε ἆραγε ν’ ἀπαντήσει σ’ αὐτά τά ἐρωτήματα; Ἤ ποιός θά εἶχε τήν τόλμη νά μεταστρέψει αὐτά τά ἐρωτήματα ἑνός νέου ἀνθρώπου σέ αὐτοκριτική;
Νομίζω, πιό πολύ μετράει νά κρατήσεις τό χέρι αὐτοῦ πού φεύγει ἀπό τή ζωή, νά ἔχει μέχρι τέλους τήν αἴσθηση ὅτι δέν εἶναι μόνος του, πάρα ὁτιδήποτε ἄλλο… Ἀναρωτήθηκα πολλές φορές πόσοι ἄνθρωποι πρέπει νά ἔχουν φύγει καί πόσοι φεύγουν καθημερινά, γιατί ἀκριβῶς δέ βρέθηκε κάποιος νά πληρώσει τά φάρμακά τους!
Πόσο ἐλάχιστα κοστίζει ἡ ζωή στήν Ἀφρική τῆς φτώχειας καί τῆς ἀνέχειας…!
† O Καμερούν Γρηγόριος