Πριν από το 1989 δε γνώριζα τίποτε από την πνευματική στάση της Ορθοδοξίας απέναντι στη μητέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Όπως όλοι οι προτεστάντες, άκουγα το όνομα Μαρία μόνο σχετικά με την εορτή των Χριστουγέννων, χωρίς περισσότερη τιμή & αγάπη. Μάλλον μού ήταν δύσκολο να καταλάβω γιατί πρέπει να σεβόμαστε την Παναγία Μητέρα. Το έτος 1991 είχα την ευκαιρία να σπουδάσω στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Άρχισα να παρακολουθώ τις πράξεις των Ελλήνων Ορθοδόξων προς τη Θεοτόκο, χωρίς όμως να βρω για ποιό λόγο φέρονται έτσι και τι βάση υπάρχει στην Αγία Γραφή.
Όπως γνωρίζετε, οι Προτεστάντες δέχονται μόνο τα στοιχεία της Αγίας Γραφής –το Sola Scriptura– επομένως αρνούνται την Αγία Παράδοση της Εκκλησίας.
Αργότερα, άρχισα να αναρωτιέμαι πώς ο λεγόμενος Χριστιανός μπορεί να εκπληρώσει το κατά Λουκάν α΄ 48, εάν δε γνωρίζει την Παναγία; Πώς λένε ότι πιστεύουν μόνο την Αγία Γραφή, αλλά ως γενεά των ανθρώπων δεν ξέρουν να υμνολογούν, να μακαρίζουν την Μητέρα του Θεού;
Πώς πιστεύουν ότι ο Χριστός είναι ο μόνος λυτρωτής του κόσμου, και ότι με το αίμα και το σώμα Του, εξαγόρασε τον άνθρωπο από τη δουλεία της αμαρτίας και απελευθέρωσε την ανθρωπότητα από τον αιώνιο θάνατο; Γιατί δε σκέφτονται ποτέ από ποια μητέρα πήρε το αίμα και την σάρκα Του ο άσαρκος Λόγος του Θεού; Και πώς μπορούσα να λατρεύω το σωτήριο έργο του Ιησού Χριστού για μένα προσωπικώς χωρίς να ευγνωμονώ τη Μητέρα Του, που Τον γέννησε, Τον θήλασε, Τον πρόσεχε και Τον μεγάλωσε σαν ένα κοινό παιδί;
Πώς μπορώ να μη θέλω να γνωρίσω τη μητέρα του Θεού, η οποία τόσο θυσίασε τον εαυτό της για τη σωτηρία μου και τη σωτηρία του κόσμου;
Θα παρέβαινα μια από τις δέκα εντολές του Θεού, το «τίμα τους γονείς σου!», αν ποτέ δεν τιμάω τη μητέρα της Ζωής, διότι ο Χριστός τόνισε: “εγώ ειμί η οδός, η αλήθεια και η ζωή” (Ιω. ιδ΄ 6).
Με όλες τις παραπάνω και πολλές άλλες ερωτήσεις, έφθασα σε ένα σημείο να μελετήσω το πρόσωπο της Παναγίας, μητέρας του Χριστού και της αληθινής μου ζωής.
Το 1995 αποφάσισα να γράψω μεταπτυχιακή εργασία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, με θέμα «η Θεοτόκος κατά τη διδασκαλία του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη». Ο στόχος μου ήταν πολύ απλός: δεν περιοριζόταν στις ακαδημαϊκές απαιτήσεις, αλλά θα με βοηθούσε να καλύψω και την προσωπική μου στερέωση πάνω στη Θεοτοκολογία. Και πραγματικά, το Άγιο Πνεύμα μού αποκάλυψε την αλήθεια, η οποία μέχρι τότε έμενε έξω από τη ζωή μου. Η Θεοτόκος γίνεται τύπος της ταπείνωσης, της υπακοής και αγιότητος.
Άρχισα να αγαπάω την Παράκληση, τη μετέφρασα στα Ινδονησιακά, ώστε ο λαός να μπορεί να απολαύσει τους ύμνους της αλλά και ευθέως το ρόλο της Παναγίας μέσα στον πνευματικό τους αγώνα.
Πλέον, αγωνιζόμαστε, μετά από τόσα χρόνια αφ’ ότου άρχισε η Ορθόδοξη Ιεραποστολή στην Ινδονησία, ειδικά στη Βόρεια Σουματέρα, να επικοινωνήσουμε στους γύρω μας την Ορθόδοξη στάση προς τη μητέρα του Θεού. Είναι μεγάλη χάρη για μας να ακούμε τα μικρά παιδιά να λένε “την τιμιότεραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ… την όντως Θεοτόκον, σε μεγαλύνομεν…” και τους άλλους ύμνους προς τα μεγαλεία της Θεοτόκου.
Επιπλέον, το 2005 άρχισε να λειτουργεί η Θεολογική Σχολή στη πρωτεύουσα της Σουμάτρας, Μεντάν, έχουν αποφοιτήσει σχεδόν 1000 φοιτητές, και πολύ συχνά έχουμε συζητήσεις για το πρόσωπο της Παναγίας, και στην τάξη και έξω από την τάξη. Άρχισαν και οι αλλόδοξοι να σκέφτονται για τη Μητέρα του Θεού, αν και οι περισσότεροι έχουν δυσκολίες να καταλάβουν το θέμα, λόγω των λανθασμένων θεολογικών τους προϋποθέσεων.
Έτσι λοιπόν, στη ζωή μου, έχω βιώσει τη μεγάλη χάρη της Παναγίας και μάλιστα δι’ Αυτής γλύτωσα από το σωματικό θάνατο και από άγνωστη αρρώστια που έως τώρα δεν έχει αποσαφηνιστεί. Στην πρώτη περίπτωση, ήταν στις 27 Οκτωβρίου του 1990. Μετά την γέννηση της κόρης μου, της Σωτηρίας, αποκαλύφθηκε ότι είχα δηλητηριαστεί από φάρμακα μετά τη χειρουργική επέμβαση, και ο γυναικολόγος είπε στην οικογένεια μου ότι κατά 98% θα πέθαινα. Επίσης είπε ότι μόνο από θαύμα θα σωζόμουν. Μαθαίνοντας τα νέα, η νεόφυτη Ορθόδοξη κοινότητα μαζί με τον ιερέα τέλεσαν με δάκρυα την παράκληση προς τη Θεοτόκο, χρησιμοποιώντας το διάδρομο του Ρωμαιοκαθολικού ναού του νοσοκομείου. Και το θαύμα έγινε. Νωρίς το πρωί της επόμενης ημέρας, που ήταν Κυριακή, σιγά-σιγά ξαναήρθα στη ζωή, χωρίς να καταλάβω τι είχε συμβεί στον εαυτό μου. Αργότερα κατάλαβα ότι συνέβη κάτι από τον «αόρατο πόλεμο», αλλά ό,τι και αν είναι με έφερε στην αγκαλιά της Μητέρας Παναγίας.
Υπήρξαν και άλλα γεγονότα, που φανέρωσαν τη χάρη της Παναγίας μας. Πιστεύω πως μόνο σε αυτήν είμαι ασφαλισμένη. Πέρυσι, ήρθε στο σπίτι μας ένας νεαρός 15 χρονών που υπέφερε πολύ από τους δαίμονες. Κάποτε είχα βάλει μια μικρή ξύλινη εικονίτσα της Παναγίας σε ένα ράφι ψηλά, καθώς μπαινουμε από την πόρτα του σπιτιού. Χρόνια την έχουμε εκεί και μάλλον δεν είχαμε προσέξει ότι η εικόνα είναι ακόμη στη θέση της. Όταν προσευχόμασταν, ο νεαρός άρχιζε να φωνάζει και μας έδειξε με το δάχτυλό του προς την εικόνα και φώναζε: «Τι είναι αυτό! Γιατί λάμπει τόσο το φως και δεν αντέχω!». Ο δαίμονας τρόμαζε μπροστά στην εικόνα της Μητέρας των Χριστιανών! Με αυτό το γεγονός η κόρη μας Ευαγγελία σταμάτησε να φοβάται το σκοτάδι και την επίδραση του διαβόλου. Μεγάλη είναι η χάρη της Παναγίας!
Η παραπάνω προσωπική μας εμπειρία αποκαλύπτεί μια καινούργια πνευματική δύναμη, την οποία μόνο οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί έχουν. Με αξίωσε ο Θεός να γίνω κι εγώ Ορθόδοξη. Την Παναγία την έχουμε σαν δική μας μητέρα. Μέσα στον αγώνα της Ιεραποστολής μας, η Θεοτόκος είναι ένα πρόσωπο μετά το Χριστό και την Αγία Τριάδα, το οποίο επικαλούμαστε σε κάθε μας ενέργεια. Ποτέ δε βιάζουμε κανέναν για να ομολογήσει την πίστη που μεγαλώνει μέσα του, αλλά τον διδάσκουμε πως πρέπει να καταλάβει σωστά την Αγία Γραφή και ότι πολλά χωρία στην Καινή Διαθήκη μιλούν για το ρόλο της Μητέρας Μαρίας στο έργο της σωτηρίας του κόσμου. Είναι σωστό να μακαρίζουμε το πρόσωπό της και έτσι να εκπληρώνουμε το λόγο του Ευαγγελίου:
‘ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν µακαριοῦσίν µε πᾶσαι αἱ γενεαί‘.
Πρεσβυτέρα Ελισάβετ Koamesakh–Manalu, Ινδονησία