Τα ήρεμα νερά του Oubangui δέχθηκαν ξανά την ευλογία του Πνεύματος του Αγίου που συχνά κάνει τα ποτάμια της Αφρικής να μοιάζουν με τον Ιορδάνη. Ο ήλιος του Ισημερινού δίνει την λάμψη του στο ποτάμι, αυξάνοντας την ζέστη, μόνιμη στο Impfondo. Στις ρίζες (κυριολεκτικά) ενός τεράστιου δέντρου καθισμένοι τραγουδούν την προσδοκία τους για το βάπτισμα τριάντα περίπου Πυγμαίοι, μικροί και μεγάλοι. Έφθασα εκεί με το ποδήλατο κουβαλώντας το Ευαγγέλιο, τα άμφια, τα σταυρουδάκια. Σε λίγο έφθασαν και οι άλλοι, κατηχούμενοι και πιστοί, από την ενορία μας. Σημαντικό βήμα για την ζωή τους. Με το βάπτισμα δεσμεύουν μια θέση στην αιωνιότητα. Χαρά και για την εκκλησία που αυξάνει το ορθόδοξο ποίμνιό της.
Τρείς ώρες περίπου διήρκεσε το βάπτισμα, με την κατάδυση δίπλα στην πιρόγα εικοσιεπτά ψυχών, που βγήκαν από τα νερά λαμπροί, πιο φωτεινοί από το περιβάλλον. Μεγάλοι, όπως η γερόντισσα Εριέττα, σύζυγος του Πέτρου του προέδρου των Πυγμαίων, και μικροί σαν την Άννα, που άφησε την μητρική αγκαλιά της Κατερίνας μόνο για την τριπλή κατάδυση, επιστρέφοντας αμέσως μετά στο θήλασμα. Άντεξε την κούραση και ο μικρός Μάρκος, αψηφώντας τον πειρασμό που με την μορφή φιδιού, του δάγκωσε και του έπρηξε την παραμονή το πόδι, προσπαθώντας να τον εμποδίσει να βαδίσει την οδό του Κυρίου. Έλαμπαν μετά στα άσπρα τους μπλουζάκια με τους σταυρούς να γυαλίζουν στο στήθος τους και τα λευκά κεριά στο χέρι, είκοσι από το χωριό των Πυγμαίων και επτά κάτοικοι της πόλης. Έτσι προσήλθαν και την επομένη, Κυριακή της Τυρινής, να λάβουν το σώμα και το αίμα του Κυρίου στην θεία Λειτουργία, οι περισσότεροι μετά από πορεία δύο ωρών. Αργότερα τρία τριγωνάκια λυωμένο τυρί “la vache qui rit” και δύο κομματάκια βραστό ψάρι mboka από το ποτάμι, βοήθησαν να τηρήσουμε το τυπικό της ημέρας.
Καθαρή Δευτέρα στην καθαρή Αφρικανική φύση. Πρός το απόγευμα, μετά την βροχή, πήραμε τα ποδήλατα με τον Joachim, τον κατηχητή της ενορίας μας, διανύοντας αργά τα δέκα περίπου χιλιόμετρα που μας χώριζαν από το χωριό των Πυγμαίων. ‘Ήθελα να τους χαιρετήσω πρίν φύγω. Από μακριά ακούσαμε τα τραγούδια τους. Τους βρήκαμε συγκεντρωμένους γύρω από μια καλύβα μικρούς και μεγάλους εκατόν πενήντα περίπου άτομα. Το βράδυ είχε κοιμηθεί μια γερόντισσα. Ήταν ξαπλωμένη στο νεκροκρέββατο, με το πρόσωπο ακάλυπτο ανάμεσα στις καθισμένες ολόγυρα συντρόφισσές της, ενώ μια γυναίκα έδιωχνε τα έντομα με βεντάλια από χόρτα. Οι άνδρες έστεκαν έξω από την διάτρητη καλύβα. Με τον Joachim ψάλαμε ένα τρισάγιο για την ψυχή της, που εξοικειωμένη στον τροπικό παράδεισο βάδιζε για τον ουράνιο. Την συνόδευε μία μικρή εικονίτσα της Παναγίας μας. Αρκετές γυναίκες είχαν στολίσει την μέση τους με φούστες από φύλλα ή ψαθιά για να χορέψουν τραγουδώντας στην εξόδιο τελετή που μοιάζει με γιορτή. Έδωσα μια μικρή βοήθεια να αγοράσουν λίγες σανίδες για το φέρετρο. Κατόπιν συγκεντρωθήκαμε με τους πιστούς και κατηχουμένους μας στην αυλή της καλύβας του Πέτρου μοιράζοντάς τους παιδικά ρούχα, φάρμακα και μπισκότα. Συζητήσαμε μαζί για το κοινό μας όνειρο: μια μικρή εκκλησία στο χωριό τους, κοντά στο σχολείο. Έφυγα πριν βραδυάσει φορτωμένος με την αγάπη τους, τις ευχές, τους χαιρετισμούς και την ευγνωμωσύνη τους πρός εσάς, που τους έχετε “υιοθετήσει”.
Η εν Χριστώ Αγάπη έχει πάντοτε, αλλά ιδιαίτερα σήμερα, αντικείμενο. Ο φτωχότερος είναι πάντοτε “ο πλησίον” μας. Αυτοί οι ελάχιστοι αδελφοί μας, δεν έχουν τίποτα άλλο παρά μόνο την ελπίδα στην Αγάπη του Χριστού, στην αγάπη σας.
π. Θεολόγος Χρυσανθακόπουλος